Η συναίνεση, αυτή η λέξη που έχει κατακλύσει τα τελευταία χρόνια τη δημόσια σφαίρα, μοιάζει εκ πρώτης όψεως με κάτι αυτονόητο. Να σέβεσαι το “όχι” του άλλου, να μην προχωράς εκεί όπου δεν υπάρχει σαφής αποδοχή και πράγματι στο πιο βασικό της επίπεδο, η συναίνεση είναι μια απλή και καθαρή αλήθεια, μια ηθική εντολή που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Όμως η πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, με τα βάθη, τις αποχρώσεις και τις σιωπές της, δείχνει ότι η συναίνεση δεν είναι ποτέ μόνο μια λέξη, αλλά μια περίπλοκη διαδικασία.
Για να συναινέσει κανείς πρέπει πρώτα να ξέρει τι θέλει. Αυτό που μοιάζει με το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο δεν είναι καθόλου δεδομένο. Πόσες φορές οι άνθρωποι δεν μπερδεύονται ανάμεσα στην πραγματική τους επιθυμία και στην επιθυμία που νομίζουν ότι “πρέπει” να έχουν; Πόσες φορές η σιωπή δεν ερμηνεύεται ως αποδοχή, ενώ στην πραγματικότητα είναι αμηχανία, φόβος, ή απλή αδυναμία να διατυπωθεί το “όχι”; Στις σχέσεις, ειδικά στις ερωτικές ο εσωτερικός μονόλογος προηγείται της εξωτερικής φωνής. Αν δεν ξέρεις τι θέλεις, δεν μπορείς να το πεις και αν δεν το πεις, τότε όλη η διαδικασία της συναίνεσης γίνεται μια εύθραυστη σκηνή όπου το “ναι” μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ένα πνιγμένο “όχι”.
Η ψυχολογία ονομάζει αυτό το φαινόμενο “αυτοπροδοσία”. Ο άνθρωπος λέει “ναι” για να μην απογοητεύσει τον σύντροφο για να μη θεωρηθεί δύσκολος, για να κρατήσει μια εικόνα “καλού” εραστή ή συντρόφου. Όμως πίσω από αυτό το μικρό ψέμα στον εαυτό του κρύβεται μια μεγάλη ζημιά στη σχέση, γιατί η συναίνεση δεν είναι μόνο η προστασία από το ανεπιθύμητο. Είναι και η βάση της ασφάλειας, της εμπιστοσύνης, της οικειότητας. Όταν χαθεί αυτή η βάση, η σχέση χάνει τον πυρήνα της ακόμη κι αν συνεχίσει να λειτουργεί μηχανικά.
Γι’ αυτό σε μια υγιή σχέση η συναίνεση δεν είναι μια τυπική διαδικασία αλλά μια συν-δημιουργία. Δύο άνθρωποι καλούνται να βρουν ο καθένας μέσα του την αλήθεια του, να την εκφράσουν καθαρά και να την ανταλλάξουν χωρίς φόβο. Το “ναι” και το “όχι” παύουν να είναι τελεσίδικες απαντήσεις και μετατρέπονται σε μια διαρκή συνομιλία. Η συναίνεση δεν δίνεται μια φορά, αλλά κάθε στιγμή ξανά, καθώς αλλάζουν οι επιθυμίες, οι διαθέσεις, οι συνθήκες.
Αυτό όμως προϋποθέτει δεξιότητες που συχνά δεν καλλιεργούνται: αυτογνωσία, ειλικρίνεια, τρυφερότητα, περιέργεια. Να μπορείς να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου και να πεις: «Αυτό θέλω, αυτό όχι». Να το μοιραστείς χωρίς φόβο απόρριψης και να δεχτείς με ανοιχτή καρδιά το ίδιο μοίρασμα από τον άλλον. Η “διαφοροποίηση του εαυτού”, όπως την ονομάζουν οι ειδικοί είναι θεμέλιο της συναίνεσης. Χωρίς αυτήν οι άνθρωποι παγιδεύονται σε ρόλους, σε υποθέσεις, σε αμοιβαίες παρανοήσεις.
Στη σεξουαλική πράξη όλα αυτά γίνονται ακόμη πιο έντονα. Εκεί η σιωπή μπορεί να παρεξηγηθεί εύκολα, η πίεση του “πρέπει” μπορεί να συντρίψει την αλήθεια της στιγμής. Για να υπάρξει πραγματική συναίνεση, χρειάζεται μια διαρκής επαφή με το σώμα και το συναίσθημα: τι νιώθω τώρα, τι μου αρέσει, τι με δυσκολεύει; Αν δεν λειτουργεί κάτι μπορώ να το πω χωρίς φόβο. Αν αλλάξει η διάθεσή μου μπορώ να το δείξω και ο άλλος αντί να νιώσει απόρριψη ή θυμό, να μπορεί να ακούσει με καλοσύνη και να προσαρμοστεί.
Αυτή η ικανότητα προσαρμογής είναι ίσως το πιο δύσκολο αλλά και το πιο όμορφο κομμάτι. Στο σεξ, όπως και στη ζωή συχνά μπερδεύουμε το “αποτέλεσμα” με τη “διαδρομή”. Θεωρούμε ότι ο οργασμός, η διείσδυση, η “πράξη” είναι ο στόχος. Έτσι πιεζόμαστε να φτάσουμε εκεί, ακόμη κι αν η εμπειρία δεν είναι αυτή που θέλουμε. Όμως η συναίνεση μας καλεί να αλλάξουμε οπτική: στόχος δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά η σύνδεση, η εγγύτητα, η κοινή απόλαυση. Αν αυτή είναι η προτεραιότητα, τότε κάθε στιγμή μπορεί να ξαναγραφτεί. Μπορείς να πεις «ας σταματήσουμε», «ας αλλάξουμε», «ας πάρουμε χρόνο» και η σχέση όχι μόνο δεν διαλύεται, αλλά δυναμώνει.
Φυσικά όλα αυτά δεν είναι εύκολα. Ζούμε σε κοινωνίες που δεν μας έμαθαν να μιλάμε ανοιχτά για τις επιθυμίες μας, ούτε να λέμε “όχι” χωρίς ενοχές. Η συναίνεση απαιτεί εξάσκηση. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος βρίσκει το θάρρος να εκφράσει την αλήθεια του και να ακούσει την αλήθεια του άλλου, η σχέση κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην ελευθερία και αν το βάρος μοιάζει μεγάλο, η υποστήριξη ενός θεραπευτή μπορεί να ανοίξει δρόμους που μόνοι δεν βλέπουμε.
Η συναίνεση λοιπόν δεν είναι μια υπογραφή ούτε μια τυπική διαβεβαίωση. Είναι μια περίπλοκη διαδικασία που πλέκεται από την εσωτερική αλήθεια, την επικοινωνία και τη φροντίδα. Είναι το μονοπάτι μέσα από το οποίο δύο άνθρωποι μαθαίνουν όχι μόνο να αγγίζουν ο ένας τον άλλον, αλλά και να σέβονται, να αναγνωρίζουν και να αγαπούν τον εαυτό τους και γι’ αυτό όσο δύσκολη κι αν είναι παραμένει ο πιο καθαρός δρόμος προς την πραγματική οικειότητα.
*Με πληροφορίες από το Psychology Today.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.