Χρωματίζουν την στιγμή κατά την οποία έγιναν, συνοδεύουν μνήμες, αποτελούν αναφορές. Τα τατουάζ έπαψαν να είναι προνόμιο των εγκληματιών και των ναυτικών, απελευθερώθηκαν από τα δεσμά των εκκεντρικών και σουλατσάρουν με άνεση από τις πασαρέλες στα τηλεοπτικά κάδρα, και από την απονομή των Όσκαρ στα πολιτικά έδρανα.

Είναι δείγμα φιλαρέσκειας. Ένα έξτρα στολίδι. Στοιχείο πολιτισμού ενδεχομένως για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Η ιστορία του τατουάζ, αυτή η ιστορία πόνου και κάλους εμφανίστηκε στην εποχή του χαλκού, μετρά 7000 χρόνια και αφετηρίες-χώρες ήταν η Πολυνησία και η Ταϊτή. Το πρώτο επίσημο δείγμα από αυτή την εποχή, ήρθε στο φως το 1991, όταν ανακαλύφθηκε ο «Otzi, ο άνθρωπος πάγος», του οποίου το κατεψυγμένο σώμα βρέθηκε σε ένα βουνό μεταξύ Αυστρίας και Ιταλίας (στην κοιλάδα Otz των Άλπεων). Ο Otzi είχε σχεδιασμένα πάνω του 57 τατουάζ, η θέση των οποίων αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν για θεραπευτικούς λόγους. Ο βασιλιάς της Αγγλίας, ο Εδουάρδος ο 7ος, έφερε τον σταυρό της Ιερουσαλήμ στο μπράτσο του, ένα τατουάζ που έγινε μόδα στη συνέχεια στους κύκλους της αριστοκρατίας. Η μητέρα του Γουίνστον Τσόρτσιλ, Λαίδη Ράντολφ Τσόρτσιλ, λέγεται ότι είχε ένα φίδι από σινική μελάνη στον καρπό της –χωρίς ποτέ βέβαια να το εμφανίσει σε κοινή θέα. Στην δυτική πλευρά του πλανήτη, το τατού (προφορικός λόγος) χρονολογείται στο 1100 π.Χ ανάμεσα στις φυλές των Ίνκας και των Αζτέκων. Ήταν σύμβολο κοινωνικής θέσης, ενηλικίωσης και κατορθωμάτων στη μάχη.

Η δερματοστιξία είναι μια διαπολιτισμική πραγματικότητα με βαθιές ρίζες ανά τους αιώνες, κυρίως στις μη δυτικές κοινωνίες, εκφράζοντας περισσότερο θρησκευτικά ή ταξικά δεδομένα και λιγότερο προσωπικές αλήθειες ή βιώματα.

Τα τατουάζ πρόσθεσαν μια ακόμη διάσταση (εκτός από αυτή των κοσμημάτων, της κουπ των μαλλιών και του μακιγιάζ) στο ντύσιμο των γυναικών, στα τέλη του 20ου αιώνα. Ροκ είδωλα της δεκαετίας του ’60 ηγήθηκαν του τάγματος των «σημαδεμένων» άγριων κοριτσιών, όπως η Τζόαν Μπαέζ και η Τζάνις Τσόπλιν. Η δεύτερη είχε ένα τατουάζ στον καρπό της και μία καρδιά ζωγραφισμένη στο στήθος της. Την δεκαετία του ’90 το πράγμα πήρε διαστάσεις μανίας όταν τα μοντέλα, οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές και όλα τα φιλόδοξα fashion icons κάτω των είκοσι υπογράμμιζαν την περισσευούμενη ματαιοδοξία της εποχής με μελάνι στο σώμα τους και ηλεκτρονική μουσική στα αυτιά τους. Το tribal βραχιόλι γύρω από το μπράτσο χαρακτήρισε την εποχή και πρωταγωνίστησε στα κοσμοπολίτικα θέρετρα της Μυκόνου και της Ίμπιζας.. Αργότερα, το αστέρι στον καρπό της Ζιζέλ Μπούνσκεν, του μοντέλου από την Βραζιλία, κυκλοφόρησε σε πολλές παραλαγγές, το ίδιο ίσχυσε και το γράμμα S που εμφανίστηκε στον πήχη της Γουαινόνα Ράιντερ. Η Αντελίνα Τζολί έχασε το μέτρημα, πόσα τατουάζ άφησε, πόσα αφαίρεσε με λέιζερ, πάντως είναι από τις πρώτες σταρ που συνδύασαν μία κόκκινη τουαλέτα Valentino με ένα τατουάζ στην πλάτη και μαργαριταρένιο κολιέ.
Κάπως έτσι το τατουάζ πέρασε στα μεγάλα σαλόνια. Ο Ζαν Πωλ Γκοτιέ μπλόφαρε με ρούχα τυπωμένα σαν τατουάζ για την καλοκαιρινή συλλογή του το 1994 ενώ ο Τζον Γκαλιάνο επανέφερε τα ρούχα «τύπου τατουάζ» στο προσκήνιο με τα καλσόν του Cristian Dior το 2004. Η Chanel παρουσίασε τα προσωρινά τατουάζ (σαν αυτά που κάναμε παιδιά) το 2010 και ακολούθησε η Louis Vuitton με το μονόγραμμα LV το 2011. Η μόδα ήταν στο πλευρό αυτών που δεν ήθελαν να πονέσουν, όσων ήθελαν να φαίνονται χωρίς να είναι.


Οι υπάλληλοι της Nike από την άλλη, όχι μόνο θέλησαν να πονέσουν αλλά και να δηλώσουν τι «μάρκα» είναι αφού οι περισσότεροι από αυτούς «χτύπησαν» με μεγάλη χαρά το swoosh (το γνωστό σήμα της εταιρίας) στο δέρμα τους. «Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι πληροφορίες που έρχονται από τους καλλιτέχνες που κάνουν τατουάζ λένε ότι το σήμα της Nike είναι το πιο δημοφιλές στις χώρες της Βορείου Αμερικής» γράφει η Ναόμι Κλάιν, συγγραφέας και ακτιβίστρια εναντίον της παγκοσμιοποίησης, στο βιβλίο της No Logo το 2000.
Στις 19 Ιανουαρίου του 2012, ο Rick Genest, γνωστός και ως Zombie Boy, το αγόρι με το τατουάζ-σκελετό στο πρόσωπό του, προκάλεσε αντιφατικά σχόλια όταν εμφανίστηκε δίπλα στη Lady Gaga για το βίντεο κλιπ του τραγουδιού “Sabotage”. O Καναδός καλλιτέχνης, ηθοποιός, μοντέλο και μουσικός, που κατείχε κάποια στιγμή ένα παγκόσμιο ρεκόρ Γκίνες για τα τατουάζ ολόκληρου του σώματος έφυγε από τη ζωή στις 17 Αυγούστου του 2018 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο 62χρονος Βλάντιμιρ Φραντς, εν τούτοις, συνθέτης και καθηγητής μουσικής, ο οποίος κατέχει θέση στο βιβλίο Γκίνες ως ο άνθρωπος με τα περισσότερα τατουάζ στον κόσμο (έχει καλυμμένο το 90% του σώματός του και ολόκληρο το πρόσωπό του), ήταν ένας από τους εννέα υποψήφιους που διεκδικούσαν την προεδρία στην Τσεχία, στον πρώτο γύρο των εκλογών 11-12 Ιανουαρίου 2013.
Σήμερα, ενώ η μόδα έχει περάσει από τα κλασικά old fashioned των ναυτικών και των φυλακόβιων, στα τοσοδούλικα του εσωτερικού των καρπών και όπισθεν των αυτιών, από τα «αφελή» που μοιάζουν φτιαγμένα από παιδάκια στα ολόμαυρα της ιαπωνικής κουλτούρας και από εκεί στις απαγορεύσεις συγκεκριμένων μελανιών από την ΕΕ ως επικίνδυνα η μανία των τατουάζ βρίσκει νέο τρόπο να υπάρχει μέσω των semi-permanent tattoos, τα οποία μπορούν να στολίσουν το δέρμα για δύο μόλις εβδομάδες. Μετά πουφ, εξαφανίζονται.

Υπολογίζεται πως το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν τουλάχιστον ένα tattoo αγγίζει στις δυτικές χώρες το 35%, οπότε το αστείο είναι ότι οι άσπιλοι, αυτοί δηλαδή που δεν έχουν ούτε ένα τόσο δα σημάδι από μελάνι στο σώμα τους, φαντάζουν πλέον ως οι «διαφορετικοί» μιας και τα τατουάζ κατάφεραν να γράψουν την δική τους ιστορία. Κυριολεκτικά.