Σήμερα, θα γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στα παιδικά σας χρόνια. Τότε που οι γονείς σας άρχισαν να καταπιέζουν την παιδικότητά σας στα φιλικά τραπέζια ή όταν βρισκόσασταν σε δημόσιο χώρο και ένιωθαν ότι παρακολουθούνται από τα βλέμματα των περαστικών. Φοβούμενοι κάποιο επικριτικό σχόλιο το οποίο ενδεχομένως θα γεννήσει αμέσως το αίσθημα της ντροπής και θα τους φέρει σε αμηχανία, αρχίζουν τις συμπεριφορικές υποδείξεις χρησιμοποιώντας τα “μη” και τα “πρέπει”.
«Τώρα είσαι μεγάλ@ κυρι@, πρέπει να συμπεριφέρεσαι ανάλογα», μπορεί να σας έλεγαν είτε όταν ήσασταν 6 χρονών είτε 10, μετά συνήθως σταματούσαν, γιατί πλέον θεωρείτο αυτονόητο. Ο αυθορμητισμός χανόταν και όλες οι κινήσεις περνούσαν σιγά σιγά από φίλτρα, αφού είχαν μεταφέρει σε εσάς τον δικό τους φόβο για το «τι θα πει η κοινωνία». Μία κοινωνία που στη προσπάθειά της να πλάσει την εικόνα της σοβαρότητας, τελικά αποτύγχανε και φορούσε το προσωπείο της σοβαροφάνειας. Παρατηρήστε τους ανθρώπους γύρω σας αυτή τη στιγμή που διαβάζετε το κείμενο, αν υπάρχουν. Τι βλέπετε; Ίσως η πρώτη σας απάντηση να είναι η σκυθρωπότητα, αλλά αυτό είναι άλλο σημείο της εποχής. Η δεύτερη όμως, ποια είναι; Τώρα, θα ποντάρω στη σοβαροφάνεια.
Από τον σχολιασμό ενός ποδοσφαιρικού ματς και της ελληνικής συμμετοχής στη Eurovision μέχρι τις προερχόμενες από την ακρίβεια, συνεχείς ανατιμήσεις, αυτός πραγματοποιείται με επιστημονικό ύφος και στόμφο. Σα να βρίσκεται μπροστά από ένα δικαστήριο και επιτηδευμένα χρήση της υποτιθέμενης σοβαρότητας για να πείσει το ακροατήριο και να τονίσει το κύρος των επιχειρημάτων του. Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει. Σε διάφορες κοινωνικές εκφάνσεις υπάρχει μία αναπαράσταση, μία μίμηση της σοβαρότητας, η οποία υιοθετείται μετά από τη διαρκή και παρατεταμένη παρακολούθησή της σε -σχεδόν- όλα τα περιβάλλοντα. Ακόμα και σε αυτά που οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι “ασόβαροι”, όπως όταν βρίσκονται με τους φίλους τους, συνεχίζουν να κρατάνε τη σοβαροφάνεια. Σα να μη μπορούν να την αποτινάξουν από πάνω τους. Σα να μη μπορούν να χαλαρώσουν και να είναι ο εαυτός. Σα να πρέπει να αποδείξουν συνεχώς πόσο καλοί είναι στο να κρατάνε τα χείλη τους το ίδιο ανέκφραστο σχήμα της ευθείας γραμμής. Τις ίδιες ευθείες γραμμές θα δούμε στο μηχάνημα υποστήριξης στη μονάδα εντατικής θεραπείας όταν πεθαίνει κάποιος.
Η σοβαροφάνεια είναι μία χρόνια νόσος την οποία κληρονομούν τα παιδιά από τους γονείς κι αν δεν βρουν μόνα τους θεραπεία, θα μάθουν να ζουν με αυτή χωρίς να το καταλαβαίνουν. Χρόνο με τον χρόνο, ο αυθορμητισμός, ο αυτοσαρκασμός και γενικά το χιούμορ, θα αποχωρούν από τον εαυτό, ελπίζοντας να βρουν άλλον άνθρωπο που θα εκτιμήσει περισσότερο αυτά τα δώρα της ζωής. Δώρα που μας κάνουν να νιώθουμε ζωντανοί και μας προσφέρουν χαρά. Η ευθεία γραμμή στα χείλη μεγαλώνει και ανοίγει μέχρι να γίνουν ορατά τα δόντια και να ακουστεί ο ήχος του γέλιου από τον λάρυγγα και το στόμα. Μερικοί ανησυχούν ότι θα τσαλακωθεί το πρόσωπό τους και θα γεμίσουν ρυτίδες. Ε και; Άνθρωποι με ρυτίδες έκφρασεις γύρω από το στόμα και δίπλα από τα μάτια, σημαίνει ότι κατάφεραν να βρουν τη θεραπεία. Δεν φοβούνται να χαμογελάσουν, ανάμεσα σε poker ή resting faces.
Όσοι έχετε δει τους “Απαράδεκτους” θα θυμάστε τον Γιάννη Μπέζο να λέει στη Δήμητρα Παπαδοπούλου τη -θρυλική πια- ατάκα «γλύκανε μωρή λίγο, μην είσαι σαν κακό ψόφο να ‘χεις». Αν ακουστεί σήμερα, είναι αρκετά πιθανό να προσβληθεί ο αποδέκτης της. Όχι, λόγω των λαϊκών -ας πούμε- λέξεων που περιλαμβάνει, αλλά επειδή θα νιώσει ότι δεν κάνει κάτι λάθος. Η σοβαροφάνεια δεν είναι απλά μία τάση. Έχει ενταχθεί στα πλαίσια της κανονικότητας ή μάλλον στην ψευδαίσθηση της κανονικότητας.
Σε αυτή συγκαταλέγονται οι αναρτήσεις διαμαρτυρίας, πένθους και αυτοπροβολής στα social media, με την τελευταία να πραγματοποιείται και στην καθημερινή ζωή και να εμπεριέχεται ως στοιχείο της σοβαροφάνειας. Η κοινωνία, αλλά και το ίντερνερ μας έχουν επιβάλλει να χτίζουμε μία συγκεκριμένη εικόνα γύρω από τον εαυτό μας, πολυσύνθετη και με άποψη για τα πάντα, ακόμα κι όταν δεν έχουμε την απαραίτητη γνώση, προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους ότι κατέχουμε τπο θέμα, αυτοσχεδιάζοντας. Το κακό με την όλη υπόθεση, είναι ότι ο περίγυρος συμπεριφέρεται πανομοιότυπα, επικροτώντας την έστω και υποσυνείδητα -αν δεν είναι συνειδητά δηλαδή.
Αλλά πραγματικά ας αναρωτηθούμε γιατί “πρέπει” να είμαστε όλη την ώρα τόσο serius, όπως λέει και Joker. Τι κερδίζουμε από την έλλειψη της διακωμώδησης μίας κατάστασης, εκτός από το να προσπαθούμε να γίνουμε αρεστοί και να αποφεύγουμε τον κίνδυνο κάποιου επικρικού σχολίου; Δεν θα απαντήσω, θα το αφήσω σε εσάς. Αυτό που πιστεύω ότι είναι σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μία κωμικοτραγική κατάσταση που οδηγεί με γοργούς ρυθμούς στη θλίψη τους ανθρώπου. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μία νόσος έχει επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Γλυκάνετε μωροί λίγο λοιπόν και μην είστε σαν κακόψοφο να έχετε, γιατί η ζωή είναι μικρή και η σοβαροφάνεια είναι ό,τι πιο ασόβαρο μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας, γιατί όσο φοράμε το προσωπείο της, όσο αποστραγγιζόμαστε από κάθε είδος fun στοιχείο, ξεχνάμε ποιον καταπιέζουμε, ποιος κρύβεται πραγματικά από κάτω.
✥ Δείτε επίσης: Είναι ο αυθορμητισμός το κλειδί της ευτυχίας;