Έχετε προσέξει, τελευταία, ότι μεγάλο μέρος του timeline μας ή των stories που βλέπουμε καταλαμβάνεται από screenshots (ευτυχώς με σβησμένα τα κυκλάκια των προσώπων που συνομιλούν) που καταδεικνύουν ότι μία σχέση δεν πήγε καλά; Σχέση είτε εργοδότη-εργαζομένου, είτε ερωτική, είτε ακόμα και φιλική. Κυριαρχεί μια ευκολία στην γκρίνια, στην μιζέρια, στην εύκολη κατηγορία εκείνου του άλλου, εκείνης της άλλης που έφταιξε απαρεγκλίτως για κάτι.
Δεν είναι κακό που έχουν διαρρεύσει μερικά πραγματάκια, για το πόσο λάος και απάνθρωπα λειτουργούν μερικοί κλάδοι (πχ. της εστίασης) ή πόσο μίζερο είναι το περίφημο split the bill aka πληρώνουμε μισά μισά σε κάποιες συγκεκριμένες περιστάσεις, αλλά μου φαίνεται πως το κακό έχει παραγίνει. Ποιο κακό; Μα αυτό της αδυσώπητης γκρίνιας μες στην οποία έχουμε ομαδικά βουτήξει το κεφάλι και θαρρούμε πως πνιγόμαστε στ’ αλήθεια. Αν διαβάσουμε με ψυχραιμία και όσο γίνεται ηρεμία όσα γράφονται για την ερωτική και επαγγελματική ζωή αυτής της πόλης, θα πειστούμε ότι είμαστε όλοι, μα όλοι όμως, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Δεν γίνεται όμως να είναι πάντα ”εκείνοι οι άλλοι” τοξικοί. Μα πάντα φταίει κάποιος άλλος και ποτέ εμείς; Μαθηματικά αδύνατο.
Τα κορίτσια εκθέτουν ανεπανόρθωτα τα αδέξια αγόρια για τον τρόπο που τις προσεγγίζουν στα σόσιαλ ή-σπανιότερα-από κοντά. Πρέπει να είσαι άγιος για να μπορέσεις να φιμώσεις μια εσωτερική φωνούλα που κοντεύει να γίνει τσιρίδα και διερωτάται φωναχτά: ”πώς διάολο θες να σε φλερτάρει κάποιος, κοπέλα μου;”. Εργαζόμενοι εκθέτουν τα αφεντικά τους, που όχι, δεν μπορούν όλα να ταυτιστούν με φαγάνες μεγιστάνες εκμεταλλευτές. Δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί επιτέλους ότι κάποιος που έχει ένα καφέ-μπαρ δεν μπορεί να νοείται ως αφεντικό; Ή ότι, εφόσον το διαθέτει, θα κερδίσει περισσότερα από εσένα που δουλεύεις εκεί; Ότι, ναι, η δουλειά του σερβιτόρου και της σερβιτόρας είναι αρκετά κουραστική. Ότι πλέον οι περισσότεροι εργοδότες κολλάνε ένσημα. Ότι τα μαγαζιά με τα οποία κάτι δεν πάει καλά ”φωνάζουν” κι ότι αν έχουμε μυαλό να κρίνουμε την κοινωνικοπολιτικοοικονομική ζωή αυτής της χώρας, φαντάζει παράλογο να μην μπορούμε να μυριστούμε μια απατεωνιά που είναι έτοιμη να μας πάρει σβάρνα εμάς και τις επαγγελματικές προσδοκίες. Η αντίσταση, αντί να λαμβάνει χώρα face to face, με απεργίες ή με οργανωμένους συλλόγους εργαζομένων που διεκδισκούν καλύτερες συνθήκες, παίζει τώρα αλλιώς, σκεπασμένη με την απειλή του τύπου ”θα σε κάνω ξεφτίλα στα σόσιαλ, έτσι και τολμήσεις να…”.
Άνθρωποι φερόμενοι μονίμως ως θύματα βρίσκουν παντού και πάντοτε εχθρούς, αλλά, δια ζώσης, φαντάζουν αρνάκια. Ο άλλος, η άλλη δεν ξέρει από πού θα του/της έρθει. Μεμονωμένα περιστατικά στιγματίζουν ανθρώπους και επιχειρήσεις, καθένας μοιάζει να κοιτάει την πάρτη του και η ανώριμη στάση του ”δεν με ενδιαφέρει, εγώ θα κάνω ό, τι γουστάρει” αφήνει πολλά άτομα, αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας σε μια μόνιμη, απάλευτη για τους υπόλοιπους εφηβική κατάσταση μόνιμης γκρίνιας και παρεξήγησης. Τα πλήθη εν τω μεταξύ δεν θέλουν και πολύ για να εξαγριωθούν και να ανάψουν τις ψηφιακές τους δάδες έτοιμα να πάνε στο ”κάστρο του τέρατος” να το κατασπαράξουν. Το τέρας, εν τω μεταξύ, ούτε που το έχουν συναναστραφεί ποτέ τους, όμως αυτό δεν τους εμποδίζει από το να εξάγουν απόψεις του στιλ ”το τέρας πρέπει να πεθάνει” ή ακόμα χειρότερα ”όλοι οι εργοδότες είναι τέρατα” μιας που, προφανώς, ”όλοι οι εργαζόμενοι είναι άγγελοι”.
Οι σελίδες Thank You Next και Thank You Next για εργοδότες προσφέρουν αυτή την άγρια απόλαυση αρένας σε αμέτοχους αναγνώστες και χρήστες. Κι εγώ, για μεγάλα διαστήματα, δεν κρύβω πως απολάμβανα την παράθεση σεντονιών-κατηγορητηρίων εναντίον αχάριστων γυναικών, τραμπούκων ανδρών και, πιο πρόσφατα, εναντίον απαράδεκτων αφεντικών που δεν είπαν τρεις φορές ευχαριστώ για την παροχή υπηρεσιών από κάποιον εργαζόμενο. Πλέον, ανατριχιάζω και ενοχλούμαι, δηλαδή όλες αυτές οι εξαπολύσεις γκρίνιας και παραπόνων με καταπονούν και με ρίχνουν ενεργειακά και ψυχολογικά. Δεν θεωρώ ότι έχουν άδικο όλοι και όλες που γράφουν εκεί. Άλλωστε, η μαλακία πάει σύννεφο εκεί έξω και όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι γι’ αυτό. Ουδείς άσφαλτος, που λέει και η Λαίδη.
Αναρωτιέμαι, όμως, τι θα συνέβαινε αν αυτά που γράφονται σε σελίδες σαν αυτές κοινοποιούνταν στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Μάλλον δεν θα υπήρχε το γκόστινγκ. Και ίσως κάποιες παρεξηγήσεις θα επιλύονταν. Αρκετές σχέσεις δεν θα διαλύονταν. Και αρκετές επαγγελματικές σχέσεις θα παρέμεναν, επίσης, σταθερές-ιδανικά με κάποιους καλύτερους όρους. Όλο αυτό το κυνήγι μαγισσών, ενόχων και ηλιθίων, για κάποιον λόγο, με ενοχλεί πολύ. Αισθάνομαι πως καθρεφτίζει την αδυναμία μας να σκεφτούμε λύσεις και πως αποκαλύπτει την ροπή μας να υπερτονίζουμε, αν όχι να εφευρίσκουμε καμιά φορά, τα προβλήματα. Υποπτεύομαι δε πως η γκρίνια και το αυτομαστίγωμα έχουν ξεκινήσει να λειτουργούν ως μέλι που μαζεύει μύγες με έναν άρρωστο τρόπο. ”Συμπάθησέ με, γιατί, δες έχω περάσει πολλά” ή ακόμα και ”Έλα να ενώσουμε τις κακές μας τύχες”. Τι είδους άρρωστος, θλιβερός διαγωνισμός είναι αυτός; Από εκεί που βγάζαμε να μετρήσουμε τις ευτυχίες μας (άλλη μιζέρια κι αυτό!), τώρα βγάζουμε να συγκρίνουμε μονίμως τις κακοτυχίες μας και τις στενάχωρες εμπειρίες μας.
Κάτι τέτοια, κάνουν, σε μένα προσωπικά, το κλοουνίστικο χαμόγελο της κυρίας Σαλάκα να μοιάζει όαση και δεν το λέω αυτό ούτε λίγο απολογητικά.