Στις αρχές της καριέρας της, η 48χρονη σήμερα Μαρία Δ. εργάστηκε με έναν αρκετά καλό μισθό σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία στα Βόρεια Προάστια της Αθήνας.

«Έπαιρνα 30.000 ευρώ ετησίως και πραγματικά πίστευα ότι αυτά ήταν πολλά χρήματα εκείνη την εποχή, μέχρι που είχα μια περιστασιακή συζήτηση με έναν συνάδελφό μου, ο οποίος παραπονιόταν κιόλας ότι έπαιρνε περίπου 50.000 ετησίως», θυμάται η Μαρία.

«Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό μέχρι εκείνη τη συζήτηση ότι ήμουν σοβαρά υποπληρωμένη, αναφορικά πάντα με την προσφορά μου και τον όγκο δουλειάς που έβγαζα».

Η Μαρία μού παραδέχτηκε ότι αρχικά και με την πρώτη της σκέψη δεν σκέφτηκε να επαναδιαπραγματευτεί τον μισθό της. Ενδεχομένως όμως να έκανε και λάθος -ο χώρος της διαφήμισης ήταν πάντα ένας που υπερηφανευόταν ότι έδινε εξαιρετικούς μισθούς.

Όπως μου είχε πει και ένας παλιός μου εργοδότης, «η διαφορά μεταξύ κάποιου που παίρνει 30.000 και εκείνου που λαμβάνει 50.000, είναι επειδή ο δεύτερος ζήτησε αυτά τα 50.000. Δεν είναι επειδή είναι καλύτερος στη δουλειά του. Δεν είναι επειδή είναι πιο έμπειρος. Είναι απλώς επειδή απλά το ζήτησε». Και έχει απόλυτο δίκιο – είναι θέμα πλασαρίσματος του ίδιου σου του εαυτού και των όποιων ικανοτήτων σου.

Μια διαφορά στις αμοιβές μεταξύ δύο εργαζομένων μπορεί επίσης να οφείλεται στις συνθήκες της αγοράς. Ένα φαινόμενο που ονομάζεται «συμπίεση μισθών» που μπορεί να συμβεί όταν οι νεότεροι εργαζόμενοι αμείβονται περισσότερο από τους μακροχρόνια εργαζόμενους, επειδή η πρόσφατη πρόσληψη έγινε στην εταιρεία σε μια εποχή που η αγορά εκτιμούσε περισσότερο τις δεξιότητές τους. Ή απλώς ήταν εποχή… παχιών αγελάδων και η εταιρεία είχε εισροή κεφαλαίου, οπότε είχε χρήματα να δώσει σε μισθούς.

Όταν η Μαρία έμαθε για πρώτη φορά ότι ο συνάδελφός της (στην ίδια περίπου θέση με την ίδια) αμείβεται περισσότερο από εκείνη, έκανε αυτό που συνιστούν όλοι οι ειδικοί σε θέματα καριέρας: Πήγε σπίτι της, έκατσε στο λάπτοπ της και ερεύνησε διεξοδικά τι μισθούς έδινε η διαφημιστική αγορά για άτομα με τις δεξιότητές της. Ρωτώντας και κάνοντας μια σύντομη «ψακτική», συνειδητοποίησα ότι, ανάμεσα στους γνωστούς μου, μόλις το 10-15% αυτών (χονδρικά) είναι ικανοποιημένοι με το πόσο αμείβονται στην εργασία τους. Η επιλογή που έχετε είναι, ασφαλώς, να πάτε και να ζητήσετε μια αναπροσαρμογή του μισθού σας από τον εργοδότη σας. Να πάτε όμως προετοιμασμένοι στη συζήτηση και όχι όπως η Μαρία.

Φωτ.: Mathieu Stern / Unsplash

«Θέλω τον ίδιο μισθό με εκείνον»

«Αυτό που κατάλαβα σύντομα είναι ότι ο όρος “υποπληρωμένος” δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να με συγκρίνει με έναν συνάδελφό μου. Δεν πρέπει ποτέ να αναφέρετε το όνομα ενός άλλου συναδέλφου σε αυτή τη συζήτηση. Δεν πρέπει ποτέ να πείτε: “Είχα μια συζήτηση με τον τάδε. Ξέρω ότι είχαμε την ίδια εμπειρία και τις ίδιες δεξιότητες, αλλά συνειδητοποίησα ότι πληρώνεται 20% περισσότερο από εμένα. Θέλω τον ίδιο μισθό με αυτόν», τονίζει η Μαρία, παραδεχόμενη ότι «κανείς ποτέ δεν θα σας πληρώσει παραπάνω με βάση απλά τις συμφωνίες που έκανε ο ίδιος με κάποιον τρίτο».

«Δεν μπορείτε απλώς να πάτε στον εργοδότη σας και να πείτε: “Θέλω να πληρώνομαι περισσότερο”. Όταν στοχεύετε σε μια αναπροσαρμογή του μισθού σας, πρέπει να αναφέρετε και άλλα σημεία ή δεδομένα που να αποδεικνύουν έμπρακτα τον αντίκτυπο που έχετε επιφέρει στην εταιρεία, επειδή στο τέλος της ημέρας, θα μπορούσαν να βρουν κάποιον άλλον που είναι φθηνότερος για να κάνει τη δουλειά σας εξίσου καλά».

Φέρατε κάποιο νέο πελάτη ή έναν λογαριασμό μεγάλης αξίας; Σώσατε την επιχείρηση σε μια στιγμή κρίσης; Βάλατε πλάτη, που λέμε, σε μια επείγουα στιγμή; Πήρατε παραπάνω ευθύνες και τα βγάλατε πέρα μια χαρά; Όλα αυτα συνυπολογίζονται.

Εδώ πρέπει όλοι μας, ως υπάλληλοι κάποιου άλλου, να κατανοήσουμε και το εξής δεδομένο: συχνά το αφεντικό σας δεν θέλει να σας αφήσει να φύγετε, αλλά οι άνθρωποι στην κορυφή, οι χρηματοδότες και οι λογιστές που προσπαθούν να συγκρατήσουν τα έξοδα που τρέχουν απλά λένε: «Λυπάμαι, δεν μπορούμε να σας δώσουμε περισσότερα. Αντίο και καλή σας τύχη».

Εάν ο εργοδότης σας λοιπόν δεν είναι δεκτικός σε μια αναπροσαρμογή του μισθού σας, μπορείτε πάντα να σκεφτείτε να ψαχτείτε αλλού και να φύγετε.

Και αν αυτό δεν πετύχει – για τον οποιονδήποτε Χ, Ψ λόγο – τότε είναι που πρέπει να αναρωτηθείτε: «άραγε, θα πληρωθώ ποτέ αυτό που πραγματικά αξίζω;».

Εάν τελικά λάβετε μια άλλη προσφορά, μπορείτε να προσπαθήσετε να τη χρησιμοποιήσετε για να αποσπάσετε περισσότερα χρήματα από τον τρέχοντα εργοδότη σας. Αλλά και πάλι, ίσως να είναι καλύτερο και ευκολότερο να εγκαταλείψετε… το πλοίο.

Αυτό έκανε και η Μαρία. μετά από σχεδόν 11 χρόνια στην προηγούμενη διαφημιστική της εταιρεία, κατέληξε να βρει «μια άλλη επαγγελματική ευκαιρία, η οποία έτυχε να είναι πολύ καλύτερη. Ήταν ένα πιο υγιές περιβάλλον και πλέον είμαι επιτέλους account manager και διαχειρίζομαι λογαριασμούς πολλών χιλιάδων ευρών, ενώ παίρνω τον μισθό που αξίζω. Χωρίς αυτή την εμπειρία, πιθανότατα δεν θα είχα καταφέρει να φτάσω εδώ σήμερα», καταλήγει η ίδια με νόημα.