Ο Μεγάλος Πόλεμος των Εμού, που διήρκεσε λίγο περισσότερο από ένα μήνα το 1932, ανέδειξε την ανθρώπινη αλαζονεία και απέδειξε ότι τα γιγαντώδη αυτά πτηνά αποτελούσαν τελικά έναν ανίκητο «εχθρό».

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί Αυστραλοί στρατιώτες που επέστρεψαν έλαβαν γη από την κυβέρνηση στην περιοχή Wheatbelt της Δυτικής Αυστραλίας, με την ελπίδα ότι θα ξεκινούσαν μια νέα ζωή. Η Μεγάλη Ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οδήγησε τις τιμές του σιταριού να πέσουν κατακόρυφα και ώθησε τους αγρότες να επεκτείνουν τις καλλιέργειές τους καθώς προσπαθούσαν να βγάλουν μεγαλύτερο κέρδος. Όμως, δεν ήταν τυχαίο που αυτές οι εκτάσεις έως τότε δεν είχαν καλλιεργηθεί. Οι περιοχές αυτές αποτελούσαν καταφύγιο των πουλιών Εμού, που φτάνουν μέχρι και τα 2 μέτρα σε ύψος και κατασπάραζαν ότι φύτρωνε, διαλύοντας φράχτες και σκιάχτρα αφού τίποτα δεν τα τρόμαζε και δεν τα σταματούσε. Τα εμού είναι το δεύτερο σε μέγεθος πουλί του πλανήτη, το μεγαλύτερο ιθαγενές πουλί της Αυστραλίας και μοιάζουν με τη γνωστή μας στρουθοκάμηλο. Δεν πετούν και ανήκουν στην τάξη των Καζουαριόμορφων και της οικογένειας των Δρομεϊδών (μια οικογένεια που θα έπρεπε να υποψιάσει τους Αυστραλούς για τη δεινότητά τους στο τρέξιμο, αφού αναπτύσσουν ταχύτητα ως και 50 χλμ την ώρα).

Απελπισμένοι από την κατάσταση, καθώς την περίοδο εκείνη υπολογίζεται ότι περίπου 20.000 εμού είχαν βρει καταφύγιο στην πειοχή, οι ντόπιοι αγρότες ζήτησαν βοήθεια από τον τότε υπουργό Άμυνας Sir George Pearce, ο οποίος θεώρησε ότι ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να λύσει ο στρατός. Προμήθευσε τους βετεράνους με πολυβόλα όπλα και 10.000 σφαίρες ενώ τρεις στρατιώτες από το Βασιλικό Αυστραλιανό Πυροβολικό έφτασαν στο Campion, για να διευθύνουν τη στρατιωτική επιχείρηση. Στις 2 Νοεμβρίου 1932, ξέσπασε ο πόλεμος όταν βετεράνοι εντόπισαν κάποια εμού και άνοιξαν πυρ, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, καθώς τα τεράστια πτηνά διασκορπίστηκαν με απίστευτη ταχύτητα και κρύφτηκαν στην πυκνή βλάστηση. Μόνο 20 εχθροί φέρεται να σκοτώθηκαν την πρώτη μέρα της μάχης, με πολλούς περισσότερους να τραυματιστούν. Ο ταγματάρχης GPW Meredith, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αποστολής, συνέκρινε τα πουλιά με τανκς του στρατού. «Θα μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τα πολυβόλα όπως το άτρωτο των τανκς. Μοιάζουν με τους Ζουλού, τους οποίους ούτε οι σφαίρες dumdum (σφαίρες πεταλούδα) δεν σταματούσαν» είπε.

Εμού, Emou
Φωτογραφία της μάχης από την Daily News στις 3 Νοεμβρίου 1932 Πηγή:National Library of Australia/Daily News

Δυο μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου, ο Ταγματάρχης έστησε ενέδρα σε κοπάδι 1.000 Εμού όμως το πολυβόλο του κόλλησε και τα πτηνά συνέχισαν ανενόχλητα την πορεία τους. Η επόμενη φαεινή ιδέα των Αυστραλών ήταν να επιβιβαστούν σε φορτηγά και να πυροβολήσουν εν κινήσει τα Εμού αλλά απέτυχαν ξανά, καθώς δεν μπορούσαν να σημαδέψουν λόγω του ανώμαλου εδάφους. Στις 8 Νοεμβρίου ο απολογισμός ήταν τραγικός (ή  και λαμπρός για τα συμπαθή πτηνά!) καθώς οι βετεράνοι είχαν σπαταλήσει πάνω από 2.000 σφαίρες και είχαν σκοτώσει… 300 με 500 Εμού. Η πρωτοφανής αποτυχία προκάλεσε πολλά αρνητικά σχόλια στον Τύπο, με αποτέλεσμα το Υπουργείο να αποσύρει τη βοήθειά του για να γλιτώσει τον εξευτελισμό.

Τα πουλιά συνέχισαν να αλωνίζουν στα χωράφια μετά την αποχώρηση των στρατιωτών και οι αγρότες ήταν και πάλι απελπισμένοι για βοήθεια. Στις 12 Νοεμβρίου, μετά από εισήγηση υψηλόβαθμων αξιωματικών, η στρατιωτική βοήθεια συνεχίστηκε. Η δεύτερη προσπάθεια αποδείχτηκε πιο επιτυχημένη, με τον Ταγματάρχη Meredith να έχει εκατοντάδες θανάτους εμού. Στην τελική αναφορά του ανέφερε ότι εξουδετερώθηκαν 986 πτηνά με 9.860 σφαίρες, δηλαδή χρειάστηκαν 10 σφαίρες για κάθε Εμού. Το θέμα όμως είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, με τον τοπικό και διεθνή τύπο να κατηγορεί την κυβέρνηση για απάνθρωπες διαδικασίες εξολόθρευσης και ότι αυτό θα συμβάλλει στον αφανισμό του είδους, και έτσι στις 10 Δεκεμβρίου αποσύρθηκαν ολοκληρωτικά.

Μόλις έφυγε ο στρατός, τα εμού συνέχιζαν να κυριαρχούν στην περιοχή και τελικά να καταφέρουν μία θριαμβευτική νίκη επί του ανθρώπινου είδους με το να ακολουθούν απλά τους άγραφους νόμους της φύσης.

Με πληροφορίες από: ABC NET, Britannica