Ποπ, νιχιλισμός, σκολάρισμα…Φαντάζομαι ποιες άγνωστες, υπέροχες λέξεις θα λέγονται και θα γράφονται όταν όλοι εμείς θα έχουμε γεράσει ή πεθάνει. Φαντάσου έναν φοιτητή του 1938 να ακούει ή να διαβάζει κάπου την λέξη «σκρολάρω». Πανωλεθρίαμβος.

Εντελώς πρόχειρα, τακτοποιώ στο μυαλό μου τους ανθρώπους της εποχής: εκείνοι που λένε πως δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο και να πάνε όλα να γαμηθούνε, οι άλλοι που έχουν ακόμα πίστη κι ελπίδα (περισσότερο αυτοί πράττουν, παρά ομιλούν) και οι τρίτοι που μια συμφωνούν με τους πρώτους, μια με τους δεύτερους.

Όμως, όλοι μα όλοι -να εξαιρέσω μερικούς αγρότες στην επαρχία και πέντε έξι ιερείς;- βουτάμε καθημερινά, σκρολάροντας, στον νιχιλισμό των καιρών μας που είναι ποπ, καθημερινός, καταπίνεται ως άγευστο χάπι με άγνωστες παρενέργειες και γιατρεύει πρόσκαιρα την θλίψη με πλήξη και την πλήξη με θλίψη -ή άλλα συναισθήματα που όμως, πια, βαστάνε λίγο, ελάχιστο, τόσο όσο.

Σκρολάρουμε, άρα υπάρχουμε. Κατανοούμε τι συμβαίνει εκεί έξω, αντιλαμβανόμαστε τις νέες κατευθύνσεις του συλλογικού χιούμορ,παίρνουμε μάτι ξένες ζωές πανομοιότυπες με την δική μας αλλά μπρανταρισμένες έτσι που να μοιάζουν καλύτερες, αξιότερες να τις ζει κανείς.

Νιχιλίζουμε, μηδενίζουμε, εξαϋλώνουμε την ίδια την ζωή, ζώντας την διπλά και τρίδιπλα μέσα από τις οθόνες. (Ο μηδενισμός ή νιχιλισμός είναι φιλοσοφική κατεύθυνση που πρεσβεύει την ολοκληρωτική άρνηση κάθε θεωρητικής ή πρακτικής αξίας. Ο μηδενισμός απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, το καταδικάζει απόλυτα, διαμαρτύρεται ή και επαναστατεί εναντίον του.) Το κοκτέιλ το παραγγέλνουμε, το πίνουμε, το φωτογραφίζουμε πριν το πιούμε και κατά την διάρκεια, το ποστάρουμε, το βλέπουμε όσες φορές χρειαστεί για να το εμπεδώσουμε και να ελέγξουμε, επίσης, και ποιος άλλος το είδε, το κοκτέιλ, τελικά, το κατουράμε σε μια κάποια λεκάνη, σε μια κάποια τουαλέτα κι όλα καλά. Επίσης, το ακριβοπληρώνουμε ή, ενίοτε, το αποκρύπτουμε από τα social media γιατί έχουμε επιλέξει να χτίσουμε και να εμφανίσουμε ένα συγκεκριμένο προφίλ που εν μέσω κρίσης στην Αριστερά συλλήβδην ή εθνικών πενθών δεν γίνεται να εμφανίζει πιώματα και αράγματα και καλοπεράσεις-μόλις χθες γράψαμε ένα σχόλιο για την άδικη κοινωνία που, μάλιστα, πήγε καλά, συγκέντρωσε τριψήφιο αριθμό likes.

Ένας μας έκανε «χα χα» κι εμείς μπαίνουμε πάραυτα στο προφίλ του, τι καλοί μπάτσοι της εικόνας μας που είμαστε, κάποιος τόλμησε να την θίξει κι εμείς εκεί, από πίσω, να ερευνήσουμε και, πιθανώς, να τιμωρήσουμε. Ένας άκυρος τύπος, πιθανώς απολίτικος, μάλλον Βάζελος, λέει πως έχει σπουδάσει χρηματοοικονομικά και πως μένει Περιστέρι, καλό κουμάσι θα’ ναι κι αυτός, κανένας φασιστάκος μάλλον ή κανένας μικροτσούτσουνος. Έκανε «χα χα» το σούργελο στην σοβαρή μας ανάρτηση περί φθοράς και διαφθοράς, περί δικαίου και αδίκου, πώς τόλμησε, ποιος νομίζει πως είναι. Ο φούρνος μικροκυμάτων ειδοποιεί για το φαγητό μας, ήδη καυτό περιμένει να φαγωθεί, συγκατοικούμε με ρομπότ και με τεχνητή νοημοσύνη και κάτι αδιόρατα φοβόμαστε πως αλλάζει, τι δεν ξέρουμε, αλλά νιώθουμε τόσα πολλά, τόση αδικία, τόση μιζέρια, τόσος φανατισμός, σκοτώνουν ζώα, παιδιά, γυναίκες, τίποτα καλό δεν συμβαίνει πια, σίγουρα τίποτα καλό δεν γίνεται είδηση πια, αλλά έχουμε και μια σειρά να τελειώσουμε και να τσεκάρουμε αν είδε ο Ακατανόμαστος το στόρυ με το κοκτέιλ-γιατί ένα στόρυ με κοκτέιλ ποτέ δεν είναι μονάχα αυτό που φαίνεται, είναι μια απεγνωσμένη κραυγή, η δική μας κραυγή; «δες με!», «στείλε μου!», «διεκδίκησέ με!»-εμείς έχουμε να διεκδικήσουμε κάτι από εκείνο το καλοκαίρι στα 13 μας που κάναμε επανάσταση κόντρα στον επιβεβλημένο μεσημεριανό ύπνο.

Πριν τον βραδινό μας ύπνο, τώρα, σκρολ. Μάτια, ρουθούνια, πισινοί, σκυλιά, γάμοι αγνώστων, ρύζια, ευχές, πένθη, θανατικά, βαθυστόχαστε αναλύσεις. Αστεία που αδημονούμε να μοιραστούμε, αστεία που δεν πιάνουμε (άλλο πια κι αυτό με το ντελούλου και το σολούλου), ένα τραπέζι με λουλούδια, ένα καινούργιο αυτοκίνητο, ένα μωρό που αγκαλιάζει τον πατέρα του, χυλός, σούπα, ομελέτα, εμετός.

Και τι, δηλαδή; Να μείνουμε εκτός εποχής; Μόνο κάτι πυροβολημένοι συνωμοσιολόγοι απέχουν. Α, και οι flatearthers. Και κάτι πλούσιες που κάνουν διαλογισμό με πάντοτε τέλειο μαλλί. Εμείς σκρολάρουμε αντί ν’ αυτοκτονούμε. Και ζούμε, έτσι, μια χαρά. Θα γίνουμε τουλάχιστον ένα κεφάλαιο στην σελίδα της ιστορίας που (δεν) θα διδάσκεται κάποτε: «Οι άνθρωποι ζούσαν δύο ζωές/μια αναλογική μια ψηφιακή/μα νιώθανε πως δεν ζούσανε καμία τελικά/αλλά ζούσανε/γιατί στο τέλος πέθαιναν στ’ αλήθεια/άσχετο αν το προφίλ τους στο Instagram συνέχιζε να έχει επισκέψεις, καθώς το χέρι τους που κάποτε σκρόλαρε βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη».

Το πρωί που θα ξυπνήσουμε, σκρολ. Ανέκφραστο, καθημερινό, του Θεού σκρολ, για να ξεκινήσει νορμάλ η μέρα.

*Ο τίτλος εκλάπη αυτούσιος από μια φράση σε ανάρτηση στο Fb του Χρήστου Τριανταφύλλου, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.