Το 2006 ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παρέδωσε στην αιωνιότητα μια ταινία με τίτλο «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», έναν δύσκολο να τον μιμηθείς (τουλάχιστον κινηματογραφικά) ύμνο στην μελαγχολία, ή καλύτερα στην ομορφιά της μελαγχολίας που συγκλονίζει τους ανθρώπους αυτής της δύσκολης πόλης, ίσως απ’ αρχής γενέσεώς της.
Πεθαίνω στην Αθήνα-πέρα από τον τίτλο της ταινίας σε σχέση με τον ετοιμοθάνατο ήρωά της- θα πει ζω στο έπακρον την ζωή στην Αθήνα, ερωτεύομαι μες στις στοές της και τρέχω μανιασμένα στις λεωφόρους της με τσιγάρο στο στόμα, όταν αυτές δεν είναι φρακαρισμένες από την κίνηση. Πεθαίνω θα πει της επιτρέπω αυτής της πόλης να με εξαντλεί. Να με απομυζά. Να με κάνει κομμάτι του σκηνικού της, όπως κάνουν οι αφίσες στις βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών-τους αλλάζουν όψη, γίνονται αυτές οι νέα όψη τώρα, σαν σαράκια κατατρώγουν την αρχική μορφή και επιβάλλουν τώρα την δική τους. Έτσι και με την Αθήνα. Οι εραστές της πόλης αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας: ζόμπι στα μπαρ, στα λεωφορεία και στους ποδαρόδρομους-Πατησίων, Αιόλου, Πανεπιστημίου, Σταδίου, ολόκληρα τα Εξάρχεια και φυσικά η Κυψέλη, κάθε κρυφή της αρτηρία, περπατημένη, περατζαδιασμένη από τις δύσμοιρες τις σόλες μας.
Στα μπαρ και στα καφέ, στις υπόγειες διαβάσεις και στην αναμονή του ηλεκτρικού συζητάμε για αποδράσεις, διαφυγές, ταξίδια. Πώς ζουν οι φίλοι μας που την έκαναν για έξω. Πώς θα ζούσαμε εμείς αν είχαμε φύγει. Τι ευκαιρίες υπάρχουν ακόμα. Πού μπορούμε να πάμε έστω για 3 μέρες με 200-300 ευρώ-δεν έχουμε άλλα. Ζούμε με τα πόδια και τα στομάχια και τα μάτια μας στην Αθήνα, τα χέρια μας όμως ακουμπούν κιόλας τους τοίχους ενός άλλου τόπου, ενός τόπου που θα μας κάνει τα πράγματα λίγο λιγότερο δύσκολα κάθε μέρα. Πεθαίνουμε πανηγυρικά, γαμάτα, ομαδικά, αγαπησιάρικα στην ρεμπετοπάνκ μάνα Αθήνα, πάνω στο σάπιο της σώμα το αρχαίο προστίθενται και οι δικές μας υπάρξεις ως μικρά, απειροασήμαντα τραυματάκια να ολοκληρώσουν το μεγαλείο της συμφοράς.
Πώς είναι άραγε να ζεις ολόκληρα και πιθανώς ολοκληρωμένα στην Αθήνα; Σαν άνθρωπος, σαν Ευρωπαίος; Ίσως μάς το απαντήσει σύντομα και επί της ουσίας ο πολλά υποσχόμενος, πλην όμως ανησυχητικά σιωπηλός νέος δήμαρχος της Αθήνας, ο Χάρης Δούκας-έχει κάνει λόγο γι’ αυτές τις περίφημες όλεις των 15 λεπτών και για το πώς μπορεί κι η Αθήνα να γίνει μία από αυτές. Δεν ξέρω. Κάποιοι από εσάς έχετε βρει τα νήματα, τα έχετε ενώσει. Λέτε αυτό που κάποτε έλεγα κι εγώ τρομάρα μου, το «κέντρο-απόκεντρο». Έχετε λίγα λεφτά ή λίγη τύχη παραπάνω. Μπορείτε να ξεφεύγετε πιο συχνά. Δεν σας σκιάζει η φοβέρα του σαρδελιασμένου μετρό. Ή αν αυτό σταματά στις 2 το πρωί. Εσείς δεν χρειάζεται να τρέξετε μέχρι να σας βγει έξω η γλώσσα, δεν χρειάζεται να ταπεινωθείτε μπρος στην έκπαγλη αναισθησία της διαχρονικά ακίνητης Ακρόπολης, της μεγαλύτερης ντίβας που διαθέτει αυτή η πόλη, ούτε να σπάσει η καρδιά σας χίλια κομμάτια με τα νεκρά από τα δακρυγόνα περιστέρια μερικά μέτρα έξω από την εξώπορτά σας.
Κάπου ανάμεσα σε εκείνους που πεθαίνουν και εκείνους που ζουν στην Αθήνα, υπάρχουν κι εκείνες, κι εκείνοι που γκρινιάζουν. Σαν μια γκρίζα ζώνη, μια ενδιάμεση κατηγορία, στην οποία-μεταξύ μας-όλοι έχουμε βρεθεί, μέχρι που αποφασίζουμε να ταχθούμε σε ένα από τα δύο άκρα: την ζωή ή τον θάνατο σε αυτήν την πόλη. Γκρινιάζουμε, μέχρι να αποφασίσουμε (ή μέχρι να επιλεγούμε ίσως!), κολλημένοι στην κίνηση, στην ουρά του καφέ το πρωί, στο ATM με τα χέρια σταυρωμένα και ξεφυσώντας, στο περίπτερο που δεν δέχεται POS μόνο για ένα πακέτο τσιγάρα, στην βρομιά των δρόμων στο Μεταξουργείο και παντού, γκρινιάζουμε κάτω από τα κίτρινα φώτα των Εξαρχείων, κοντά στην οχυρωμένη νεο-πλατεία και, ουσιαστικά, μη-πλατεία, στην θέα των τιμών στην λαϊκή γκρινιάζουμε, κόβουμε δυο λεμόνια, τρεις ντομάτες, μια πατάτα, βγήκε το τσιπουράκι μας για μετά. Μισό ευρώ από εδώ, μισό από εκεί, βραδιάζουν οι μέρες, θεριεύουν οι ρυτίδες κι εμείς ψάχνουμε ακόμα τον χαμένο μας ρομαντισμό και την λησμονημένη μας νιότη σε ένα πεζούλι, ένα παγκάκι, μια μπάρα ποιητική, κινηματογραφική. Γκρινιάζουμε που δεν έχει θέση στο Ναμπόκωφ, που δεν έχει να παρκάρουμε ΠΑΛΙ, που το σουβλάκι κοστίζει τόσο ακριβά πια, παραπονιόμαστε που δεν μας φλερτάρει, πια, κανείς, κι έτσι δεν φλερτάρουμε ούτε εμείς, πια, με κανέναν, που χάλασαν τα στέκια μας, γκρινιάζουμε που μεγαλώσαμε, που δεν είμαστε πλέον 20, να μας φαίνονται όλα αβίαστα καταπληκτικά, να μη μας ενδιαφέρει το background και το περιρρέον σκηνικό, αλλά η παρέα, το φιλί, το ποτό.
Μες στο καζάνι της Αθήνας βράζουμε όλοι: οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι, οι γκρινιάρηδες. Τελευταία όμως, η γκρίνια κοντεύει να σκεπάσει την δύναμη και της ζωής και του θανάτου. Θα τους νικήσει κατά κράτος. Κι ούτε θα ζούμε, ούτε θα πεθαίνουμε. Ούτε χαμόγελα, ούτε κραυγές σπαραγμού και ιαχές νίκης τρελής επί της λογικής. Μόνο ατελείωτο σκρόλινγκ, ακουστικά στ’ αυτιά, α-κοινωνικότητα, μιζεραμπιλιτέ νεοταξίτικο, ατελείωτοι μορφασμοί, ματαιωμένες ελπίδες που στοιβάζονται στο πεδίο βολής μας σαν τσόφλια από λιόσπορους κι εμείς να μασουλάμε και να φτύνουμε να μασουλάμε και να φτύνουμε μέχρι που
Cut.