«Το μεταφορικό μου μέσον ήταν μια Κόμετ του ’62. Η νεαρή γειτόνισσα από απέναντι τα είχε βάλει με το αυτοκίνητό μου. Ήμουν αναγκασμένος να παρκάρω μπροστά στο σπίτι της, γιατί ήταν ένα απ’ τα ελάχιστα επίπεδα σημεία της γειτονιάς και τ’ αυτοκίνητό μου δεν έπαιρνε μπροστά σε ανηφόρα. Καλά καλά δεν έπαιρνε ούτε στο ίσιωμα, και καθόμουν εκεί πατώντας το πετάλι και γυρνώντας το διακόπτη, ενώ ο καπνός φούντωνε κάτω από τ’ αυτοκίνητο και ο θόρυβος ήταν συνεχής και βασανιστικός. Η κυρία από απέναντι άρχιζε να ουρλιάζει λες και της είχε σαλέψει. Ήταν μια από τις φορές που ντρεπόμουν να ‘μαι φτωχός. Καθόμουνα πατώντας το πετάλι και προσευχόμουνα να πάρει μπροστά η Κόμετ του ’62, προσπαθώντας ν’ αγνοήσω τις οργισμένες κραυγές από το πολυτελές της σπίτι. Πατούσα και ξαναπατούσα, το αυτοκίνητο ξεκινούσε, προχωρούσε λίγα μέτρα και έσβηνε πάλι.»
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Βρώμικος Κόσμος» του μέγιστου, αξεπέραστου, μυθικού Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ο κυνισμός της σκέψης του, ο τρόπος που απογυμνώνει, ενώ ταυτόχρονα σατυρίζει, την αστίλα και ορμά επάνω της με λέξεις και φράσεις που την βιάζουν, ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν εχθές το βράδυ. Για ακόμη μια φορά διαβάζοντας την γραφή του, γέλασα φωναχτά, άτμισα βαθιές τζούρες από το τσιγάρο και στο τέλος παράτησα το βιβλίο δίπλα μου, σαν κάποιο ίχνος κραιπάλης που θα συναντήσω μπροστά μου το πρωί όσο προσπαθώ να σταθώ όρθιος από χανγκόβερ. Βέβαια, όταν χτύπησε το ξυπνήτηρι, σηκώθηκα αρκετά κιλά πιο ελαφρύς, λες και κάποιος μου είχε αφαιρέσει βάρος. Καμία μεταφυσική, τίποτα το παράξενο. Τα κεφάλαια «Δύο ζιγκολό», «Φλογερή ξανθιά», «Παρακμή και πτώση» κ.α., από το βιβλίο του Μπουκόφσκι, είχαν επιδράσει μέσα και επάνω μου ως κάποιο είδος κάθαρσης.
Όσο ετοιμαζόμουν για να έρθω στο γραφείο, μια φράση στριφογύριζε στο μυαλό μου συνέχεια: «Ήταν μια από τις φορές που ντρεπόμουν να ‘μαι φτωχός». Τι δυνατός τίτλος για άρθρο, πόσο μεγάλες αλήθειες μπορούν να ειπωθούν! Αποφάσισα λοιπόν να καταγράψω μερικές από αυτές τις στιγμές, που το πορτοφόλι είναι βαρύ μόνο από τα χάλκινα κέρματα, που το internet banking δείχνει 0,43 € και εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Το να ξεμείνεις από λεφτά δεν είναι κακό. Θα έλεγα πως είναι απόλυτα φυσιολογικό πλέον. Λίγους ανθρώπους ξέρω (ίσως κανέναν) που δεν χρωστάνε και που την βγάζουν «καθαρή» μόνο με το μηνιάτικο. Βέβαια, το χρέος δεν είναι απόδειξη ούτε ένδειξη φτώχειας -μου αρέσει πολύ η λέξη «φτωχάλα». Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δύο ή τρία αυτοκίνητα, εξοχικά στις Κυκλάδες, πάνε στο εξωτερικό για 3ημερο με την ίδια ευκολία που κατεβαίνω εγώ για μπύρα στο κέντρο, αλλά χρωστάνε και ξεμένουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν φταεί η φτωχολογιά, αλλά η κακή διαχείρηση των χρημάτων και τα μεγάλα ανοίγματα. «Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες», λένε. Αλλά αν έχεις καϊκάκι, και η νηνεμία μπορεί να σε ντελαπάρει.
Ντράπηκα που είμαι φτωχός, όταν δεν πήγα στην δουλειά γιατί δεν είχα λεφτά για βενζίνη στο αμάξι.
Όταν είχαν τελείωσει τα υλικά για τοστ, ενώ δεν είχα λεφτά ούτε για τυρόπιτα, και παρουσιάσα την προοπτική του «γάλα με δημητριακά» στην κόρη μου ως το απόλυτο γευστικό πρωινό.
Την περίοδο που δεν φλέρταρα, γιατί το ραντεβού έχει έξοδα.
Όταν χρησιμοποιούσα το WiFi άλλου σπιτιού για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί είχα απλήρωτους τρεις λογαριασμούς και κομμένο ίντερνετ.
Που μπαίνω στο Netflix με μοιραζόμενο κωδικό και ακόμη δεν έχω δώσει το μερίδιό μου.
Εκείνο το βράδυ που έβγαλα από την κατάψυξη ένα ξεχασμένο από τον Θεό ζυμάρι πίτσας και το έψησα στον φούρνο με μια στρώση απλής κόκκινης σάλτσας και πιπεριές.
Όταν για μεσημεριανό έφαγα σκέτες φρυγανιές.
Εκείνη την ημέρα που, όταν δούλεψα για κάποιο διάστημα σε super market, επέλεξα να κάνω διανομή αντί να κάτσω στο κατάστημα προκειμένου να βγάλω μπουρμπουάρ για να πάρω καφέ την επόμενη μέρα το πρωί.
Όταν συμφώνησα να καλύψω με review μια συναυλία επί πληρωμή.
Ντράπηκα που είμαι φτωχός, όταν στα γενέθλιά μου πήγα σοκοφρετάκια στο γραφείο αντί για γλυκά.
Σε εκείνη την βόλτα με την κόρη μου που είδε κάτι όμορφα λαστιχάκια για τα μαλλιά, αλλά δεν της τα πήρα γιατί υπολόγισα και το τελευταίο ευρώ που μου είχε απομείνει.
Όταν χρησιμοποίησα το σαμπουάν για αφρόλουτρο γιατί ο προϋπολογισμός μέχρι τέλους του μήνα δεν «σήκωνε» άλλα έξοδα.
Εκείνες τις μέρες που κάπνιζα τρίμματα καπνού και έψαχνα φιλτράκια σε κάθε πιθανό σημείο του σπιτιού.
Ντράπηκα που είμαι φτωχός, όταν στον γάμο ενός πολύ καλού μου φίλου δεν κατάφερα να τους πάρω δώρο.
Το βράδυ που είχαμε ξεμείνει ξημερώματα στο κέντρο με τον Β. έχοντας από κοινού 5€ και παρακαλέσαμε ταξιτζή να μας πάει Ψυχικό.
Ντράπηκα που είμαι φτωχός όταν το συνειδητοποίησα, αλλά «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» και έμαθα να ζω με μείον στο ταμείο και να αντισταθμίζω τις ελλείψεις προσαρμόζοντας τον τρόπο σκέψης μου. Δεν είναι ντροπή να είσαι φτωχός, ούτε ντρέπομαι στην πραγματικότητα. Είναι στιγμιαίο συναίσθημα που εξανεμίζεται το ίδιο εύκολα με τον τρόπο που «εξαφανίζονται» τα λεφτά μόλις μπει η μισθοδοσία. Κρατάτει για λίγο, αλλά είναι ικανό να με ρίξει για κάποιες ώρες. Συνειδητά δεν αφιέρωσα τη ζωή μου στο να γίνω πετυχημένος και οικονομικά ευκατάστατος. Όχι ότι δεν θα μου άρεσε να έχω την δυνατότητα να δανείζω σε όσους χρειαστούν ή να κλείνω ακριβά ξενοδοχεία στις διακοπές μου. Για να γίνουν όλα αυτά θα έπρεπε να επικεντρωθώ στην καταξίωση που, σε κάποιες περιπτώσεις, φέρνει και περισσότερο χρήμα. Βέβαια, έκανα ανά διαστήματα διάφορα τέτοια σχέδια στη ζωή μου. Τα σχέδια όμως δεν πετυχαίνουν πάντα. Το ότι θέλεις κάτι, δεν σημαίνει κιόλας ότι θα το πετύχεις. Η ζωή είναι χάος. Η επιτυχία είναι κάτι εντελώς τυχαίο και η αυτοπεποίθηση είναι το παν. Μερικές φορές μπορεί να κάνουμε τυχαίες δουλειές, αλλά τις σοβαρές δουλειές μας δεν τις κάνουμε τυχαία. Σχεδόν τίποτα δεν άφησα στην τύχη του, να ρολάρει “like a rolling stone”. Προσπάθησα να οδηγώ και όχι να είμαι συνοδηγός της μοίρας. Και δεν είναι μόνο οι παραπάνω στιγμές που ντράπηκα που είμαι φτωχός. Βασικά δεν θυμάμαι ποτέ να έχω το ακριβώς αντίθετο συναίσθημα. Ίσως τότε, στα 20-23 μου, όταν έπαιρνα πολλά περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που μπορούσα να «φάω». Αλλά σε γενικές γραμμές, πάντα «φτωχός» ήμουν. «Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει», που λένε. Κάθε μέρα και μια πάλη με την επιβίωση. Αλλά κάπως τα καταφέρνω, δεν ξέρω πώς. Και άλλωστε, όπως είχε πει ο Μπουκόφσκι:
«Τα χρήματα είναι σαν το σεξ. Φαίνονται πολύ πιο σημαντικά όταν δεν έχεις καθόλου.»