Υπάρχουν στιγμές που ένας διευθύνων σύμβουλος με μία και μόνο φράση κατορθώνει να συνοψίσει μια ολόκληρη εποχή. Αυτό συνέβη πρόσφατα, όταν ο John Stankey επικεφαλής της AT&T παραδέχθηκε σε υπόμνημά του ότι η εταιρεία έχει “συνειδητά απομακρυνθεί” από το παλιό συμβόλαιο εργασιακής αφοσίωσης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν την απόσταση που τους χωρίζει από τη διοίκηση. Ήταν όμως η πρώτη που άκουσαν έναν CEO να το δηλώνει τόσο απερίφραστα, σχεδόν κυνικά.
Η αφοσίωση, λέξη φορτωμένη με συναίσθημα και ηθική έπαψε να είναι αυτονόητη και το ερώτημα επιστρέφει: μπορεί να υπάρξει ξανά;
Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι βιομηχανίες άλεθαν τους ανθρώπους με ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς οι απεργίες και οι εξεγέρσεις έδειξαν τα όριά της εκμετάλλευσης. Εκεί εταιρείες όπως η AT&T ανακάλυψαν ότι αν προσέχεις τον εργαζόμενο, παίρνεις περισσότερα από αυτόν. Παροχές, συντάξεις, ιατροφαρμακευτική φροντίδα μέχρι και ξενώνες ξεκούρασης για τηλεφωνήτριες. Η επιχείρηση μετατρεπόταν σε κάτι σαν οικογένεια.
Έτσι οικοδομήθηκε το “ψυχολογικό συμβόλαιο” μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Η εταιρεία έδινε ασφάλεια και προοπτική, ο εργαζόμενος απαντούσε με αφοσίωση, με σταθερότητα, με τη διάθεση να “δώσει τον εαυτό του”. Μια ισορροπία που κράτησε δεκαετίες.
Από τη δεκαετία του 1980 όμως όλα άρχισαν να αλλάζουν. Η απορρύθμιση, η παγκοσμιοποίηση, οι συγχωνεύσεις και οι καταρρεύσεις έφεραν έναν νέο τρόπο διοίκησης: τον βραχυπρόθεσμο, ψυχρό, απολύτως οικονομικό. Ο εργαζόμενος έγινε “κόστος”. Οι απολύσεις έγιναν εργαλείο στρατηγικής και η έννοια της σταθερότητας εξαφανίστηκε.
Η παλιά αφοσίωση άρχισε να πεθαίνει. Εργαζόμενοι που είχαν μάθει να δίνουν τα πάντα στην εταιρεία τους ένιωσαν να προδίδονται κι όμως πολλοί συνέχιζαν να δουλεύουν σκληρά, περιμένοντας ότι το “παλιό συμβόλαιο” κάπως θα επιβιώσει. Μόνο όταν ερχόταν η προσωπική ρήξη, όπως μια απόλυση, μια αδιαπραγμάτευτη μετακίνηση, μια άδικη απόφαση έσπαγε ο δεσμός.
Η ιστορία του Steve, υπαλλήλου της AT&T για 25 χρόνια είναι χαρακτηριστική. Δούλευε 50 και 60 ώρες την εβδομάδα, έδινε την ψυχή του, αλλά όταν ζήτησε κατανόηση για έναν σοβαρά άρρωστο συγγενή η εταιρεία τον αγνόησε. «Περίμενα ότι θα με στηρίξουν στη δική μου ώρα ανάγκης», είπε. Δεν το έκαναν. Από εκείνη τη στιγμή, κάτι μέσα του έσπασε.
Αυτή η εμπειρία δεν είναι μεμονωμένη. Είναι η εμπειρία χιλιάδων εργαζομένων που βλέπουν τις εταιρείες να τους αντιμετωπίζουν σαν αναλώσιμους και που συχνά απαντούν με την ίδια ψυχρότητα: φεύγουν χωρίς προειδοποίηση, ψάχνουν το επόμενο σκαλοπάτι, αρνούνται να επενδύσουν πραγματικά στο παρόν τους.
Μέσα στο γενικό κλίμα απογοήτευσης, υπάρχουν εταιρείες που αποδεικνύουν ότι η αφοσίωση δεν είναι ξεπερασμένη. Ένας μηχανικός λογισμικού σε μεσαία εταιρεία μιλάει για περιβάλλον όπου οι απολύσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες και οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στις αποφάσεις. Μια υπεύθυνη μάρκετινγκ θυμάται πως κατά την πανδημία η διοίκηση υποσχέθηκε ότι θα αποφύγει απολύσεις με κάθε κόστος και τήρησε τον λόγο της.
Βλέπεις ότι η αφοσίωση δεν είναι απλώς νοσταλγία για έναν χαμένο παράδεισο. Μπορεί να υπάρχει και σήμερα, αν οι εργοδότες επενδύσουν στους ανθρώπους τους.
Ο φιλόσοφος Josiah Royce ήδη από το 1908 έδινε έναν ορισμό που ξεπερνούσε τη στενή λογική του “δουλεύω για πάντα στην ίδια εταιρεία”. Αφοσίωση είναι η δέσμευση σε έναν σκοπό μεγαλύτερο από τον εαυτό μας. Αυτός ο σκοπός μπορεί να είναι εθνικός, κοινοτικός ή απλώς καθημερινός, όπως η ευθύνη να κρατήσεις ασφαλή μια ομάδα παιδιών σε μια εκδρομή.
Στον εργασιακό χώρο αφοσίωση δεν σημαίνει απαραίτητα ισόβια σχέση. Μπορεί να σημαίνει επένδυση στην ανάπτυξη του εργαζόμενου, ακόμη κι αν αυτός αργότερα φύγει. Σημαίνει διαφάνεια, σεβασμός, ειλικρίνεια. Σημαίνει κουλτούρα όπου ο καθένας ξέρει ότι η δουλειά του έχει αξία για τους άλλους.
Αυτό μπορεί να πάρει τη μορφή προγραμμάτων εκπαίδευσης, κάλυψης διδάκτρων για νέες σπουδές, εσωτερικής κινητικότητας, ακόμη και απλών κινήσεων αναγνώρισης. Μπορεί να είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια απόλυση με email και σε μια διαδικασία που αφήνει χρόνο και … αξιοπρέπεια.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εργοδότες ήταν αυτοί που έσπασαν πρώτοι το παλιό συμβόλαιο, γι’ αυτό και σε αυτούς πέφτει το βάρος να κάνουν το πρώτο βήμα για το νέο. Η αφοσίωση δεν μπορεί να απαιτηθεί. Μπορεί μόνο να καλλιεργηθεί κι όταν καλλιεργείται, οι εργαζόμενοι ανταποκρίνονται. Ο Steve που είχε απογοητευτεί βαθιά από την AT&T, βρήκε σε μια νέα εταιρεία κουλτούρα σεβασμού, όπου οι προϊστάμενοι δέχονται την κριτική, οι επιτυχίες μοιράζονται και τα λάθη παραδέχονται και ξαναβρήκε το κίνητρο να δίνει τον καλύτερό του εαυτό.
Σήμερα σε μια εποχή όπου η εμπιστοσύνη μοιάζει σπάνιο αγαθό, η αφοσίωση είναι περισσότερο ανάγκη παρά πολυτέλεια. Δεν πρόκειται μόνο για συμβόλαια, για μισθούς ή για παροχές. Πρόκειται για την ίδια την επιθυμία μας να ανήκουμε σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς.
Όπως έγραφε ο Royce πριν από περισσότερο από έναν αιώνα: «Αυτό που θέλουμε, τόσο από τους ηγέτες όσο και από τους ακολούθους, είναι το ίδιο είδος αφοσίωσης. Υπάρχει εδώ ένας νόμος για όλους».
Το μέλλον της αφοσίωσης λοιπόν δεν είναι η επιστροφή σε έναν χαμένο παράδεισο ασφαλών καριερών. Είναι η αναζήτηση ενός νέου συμβολαίου εμπιστοσύνης, όπου ο εργαζόμενος και ο εργοδότης θα θυμούνται ότι χωρίς σεβασμό και δέσμευση, καμία εταιρεία και καμία κοινωνία δεν μπορεί να προχωρήσει.
*Mε στοιχεία από το Business Insider.