Η κοκαΐνη είναι ένα ψυχοδιεγερτικό φάρμακο που αυξάνει την ευφορία, την ενέργεια, την κοινωνικότητα και την πνευματική εγρήγορση, βελτιώνει τη σωματική και πνευματική απόδοση, μειώνει τον ύπνο και την όρεξη. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πάνω από 2 εκατομμύρια Αμερικανοί ανέφεραν ότι έκαναν χρήση κοκαΐνης πέρυσι. Ωστόσο, η κοκαΐνη έχει επίσης εθιστικές ιδιότητες. Ως εκ τούτου, από τα 2 εκατομμύρια χρήστες, περισσότεροι από τους μισούς θα πληρούν τα κριτήρια του DSM-V για κατάχρηση ή εξάρτηση.
Tα άτομα που κάνουν συστηματική χρήση κοκαΐνης, είναι επιρρεπή στις επιπτώσεις της παρατεταμένης χρήσης ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στην καρδιαγγειακή λειτουργία, της ακανόνιστης και βίαιης συμπεριφοράς, της ευερεθιστότητας, του άγχους, των επιληπτικών κρίσεων και, μερικές φορές, ακόμη και του θανάτου. Η χρόνια έκθεση στην κοκαΐνη έχει επίσης αποδειχθεί ότι αλλάζει τα δίκτυα του εγκεφάλου και τον τρόπο με τον οποίο οι χρήστες ελέγχουν τη συμπεριφορά τους.
Αυτό είναι λογικό, επειδή ο εγκέφαλός μας είναι προορισμένος να προσαρμόζεται σε μακροχρόνιες αλλαγές στη χημεία μας και στο περιβάλλον μας. Στην πραγματικότητα, για παράδειγμα, η μακροχρόνια έκθεση στην κοκαΐνη μπορεί να οδηγήσει σε απευαισθητοποίηση της οδού ανταμοιβής του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ανοχή. Αυτά τα άτομα χρειάζονται υψηλότερες και συχνότερες δόσεις της ουσίας. Μπορεί να γίνουν ευερέθιστοι, να βιώσουν κρίσεις πανικού, παράνοια και, μερικές φορές, ακόμη και ψύχωση.
Ένα άλλο δυνητικά επικίνδυνο και ακόμη ελάχιστα κατανοητό αποτέλεσμα της χρόνιας χρήσης κοκαΐνης είναι οι επιπτώσεις της στη συμπεριφορά ανάληψης-αντιμετώπισης του κινδύνου. Αρκετές μελέτες που εξέτασαν τα άτομα που αντιμετωπίζουν διαταραχές από τη χρήση κοκαΐνης, χρησιμοποιώντας διάφορα τεστ αξιολόγησης κινδύνου, επιβεβαιώνουν ότι η χρόνια χρήση κοκαΐνης συνδέεται με μεγαλύτερη τάση να αψηφά κανείς τον κίνδυνο. Ωστόσο, οι εξηγήσεις για αυτή τη σχέση μεταξύ ουσιών και συμπεριφοράς ποικίλλουν. Δηλαδή η χρήση κοκαΐνης και η άγνοια κινδύνου είναι ανάλογα ή αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη; Δηλαδή επειδή κάποιος κάνει χρήση κοκαΐνης αποκτά άγνοια κινδύνου ή επειδή έχει άγνοια κινδύνου κάνει χρήση κοκαΐνης; Ή και τα δυο ταυτόχρονα αλληλοενισχύονται;
H κοκαΐνη σε κάνει να αψηφάς τον κίνδυνο ή επειδή αψηφάς τον κίνδυνο παίρνεις κοκαΐνη;
Οι επιστήμονες εργάζονται σκληρά για να ξεδιαλύνουν τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Στην προσπάθεια αυτή συνέβαλε η ανάπτυξη ενός πειράματος σε ζώα, το Risky Decision-making Task (RDT). Το RDT μετρά την επιλογή ενός ζώου μεταξύ μιας μικρής ανταμοιβής τροφής ή μιας μεγαλύτερης ανταμοιβής τροφής που συνοδεύεται από μεταβλητούς κινδύνους τιμωρίας. Παρόμοια με τις μελέτες σε ανθρώπους, οι μελέτες με τη χρήση RDT δείχνουν ότι τα ζώα που κάνουν χρήση κοκαΐνης είναι πιο πιθανό να επιλέξουν την πιο ριψοκίνδυνη επιλογή μιας μεγαλύτερης ανταμοιβής τροφής παρά τον κίνδυνο τιμωρίας που τη συνοδεύει.
Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο RDT, πρόσφατες μελέτες της Caitlin Orsini, στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν, μαζί με τους πρώην συναδέλφους της στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ρίχνουν φως στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η χρόνια έκθεση στην κοκαΐνη μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά ανάληψης κινδύνου. Σε αυτή τη μελέτη, οι επιστήμονες έθεσαν ως στόχο να μετρήσουν τις αλλαγές που προκαλούνται από την κοκαΐνη στην επικίνδυνη συμπεριφορά τόσο των αρσενικών όσο και των θηλυκών αρουραίων. Ωστόσο, προς έκπληξή τους, η κοκαΐνη που χορηγήθηκε δεν είχε καμία επίδραση στις επικίνδυνες συμπεριφορές, ανεξαρτήτως φύλου. Αυτό ήταν ένα κατανοητά απογοητευτικό αποτέλεσμα για τη μελέτη. Βλέπετε, η αύξηση των επικίνδυνων συμπεριφορών που προκαλούνται από την κοκαΐνη ήταν δεδομένο συμπέρασμα. Οι πειραματιστές ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αξιολόγηση των επικίνδυνων συμπεριφορών μεταξύ των δύο φύλων και όχι για το αν η κοκαΐνη αυξάνει τη συμπεριφορά αυτή καθαυτή. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν αλλαγές στις επικίνδυνες συμπεριφορές σε κανένα από τα δύο φύλα ως αποτέλεσμα της κοκαΐνης.
Σε αυτό το σημείο, η Orsini και οι συνεργάτες της αξιολόγησαν πιο προσεκτικά την κατάστασή τους και σκέφτηκαν την προσέγγιση που θα χρησιμοποιούσαν για τα πειράματα. Με τον τρόπο αυτό, ανακάλυψαν ότι η ηλικία των ζώων που χρησιμοποιούνταν για τα πειράματα αυτά ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη των ζώων που είχαν χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες δοκιμές. Έτσι, στη συνέχεια ξεκίνησαν να απαντήσουν σε ένα νέο συναρπαστικό ερώτημα: Είναι πιθανό οι επιδράσεις της κοκαΐνης σε επικίνδυνες συμπεριφορές να οφείλονται στην ηλικία έκθεσης στο ναρκωτικό; Πράγματι, ανακάλυψαν ότι τα ζώα που έπαιρναν κοκαΐνη σε μικρότερη ηλικία ήταν πιο επιρρεπή στις επιδράσεις του ναρκωτικού σε επικίνδυνες συμπεριφορές.
Αυτό σημαίνει ότι τα ζώα που έπαιρναν κοκαΐνη σε μικρότερη ηλικία είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν πιο επικίνδυνες συμπεριφορές από ό,τι τα μεγαλύτερα σε ηλικία ζώα, τα οποία έπαιρναν για πρώτη φορά το ναρκωτικό σε μεγαλύτερη ηλικία.
To 2020 το National Survey on Drug Use and Health ανέφερε ότι το ποσοστό των ατόμων που πάσχουν από διαταραχή χρήσης ουσιών ήταν υψηλότερο μεταξύ των νεαρών ενηλίκων ηλικίας 18 έως 25 ετών (24,4% ή 8,2 εκατομμύρια άτομα), ακολουθούμενο από τους ενήλικες ηλικίας 26 ετών και άνω (14,0% ή 30,5 εκατομμύρια άτομα) και στη συνέχεια από τους εφήβους ηλικίας 12 έως 17 ετών (6,3% ή 1,6 εκατομμύρια άτομα).
Η ηλικία της αρχικής έκθεσης που παρατηρείται σε αυτά τα δεδομένα καθιστά τις επιπτώσεις των ευρημάτων της παρούσας μελέτης πολύ πιο σημαντικές, καθώς δείχνει ότι η ηλικία έκθεσης στα ναρκωτικά είναι ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην ανάπτυξη πιο επικίνδυνων συμπεριφορών, οι οποίες στους ανθρώπους μπορεί να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή σε πιο επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές και εγκληματικές δραστηριότητες.