Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση κατά το ταξίδι μου στην Ισλανδία τον περασμένο Οκτώβριο, ήταν ότι ένα μεγάλο μέρος των παραθύρων δεν είχαν κουρτίνες. Οι άνθρωποι εντός των σπιτιών δεν έδιναν σημασία σε όσους περαστικούς -κυρίως τουρίστες- έστρεφαν το βλέμμα τους προς αυτούς, για να δουν αυθόρμητα τι συμβαίνει εντός αυτών.
Οι κουρτίνες, αυτά τα κομψά μεγάλα κομμάτια υφάσματος που διαχωρίζουν τον ιδιωτικό από το δημόσιο βίο, απουσιάζουν από τα περισσότερα σκανδιναβικά παράθυρα δημιουργώντας μία αίσθηση ανοιχτότητας και συνδεσιμότητας με την πόλη και τους ανθρώπους της.
Ψάχνοντας περισσότερο για την απουσία κουρτινών στις σκανδιναβικές χώρες, ανακάλυψα ότι η Σουηδία έχει έναν νόμο που ψηφίστηκε τον 17ο αιώνα ο οποίος απαγορεύει τις κουρτίνες στα παράθυρα.
Αυτή η απόφαση δεν πάρθηκε για αρχιτεκτονικούς και μινιμαλιστικούς λόγους, είναι μια αντανάκλαση των βαθιά ριζωμένων πολιτιστικών αξιών και των πρακτικών που έχουν εφαρμόσει για να αντιμετωπίσουν την μεγάλη έλλειψη φωτός η οποία κυριαρχεί τους περισσότερους μήνες του χρόνου.
Χωρίς τις κουρτίνες τα σπίτια συλλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο φυσικό φως κατά τη διάρκεια της ημέρας και έτσι μειώνεται η εξάρτηση από τον τεχνητό φωτισμό και γίνεται εξοικονόμηση ενέργειας.
Ωστόσο, υπάρχει ένας πιο σημαντικός λόγος για την μη ύπαρξη κουρτινών. Οι Σουηδοί εκτιμούν τη διαφάνεια, τόσο στις προσωπικές τους αλληλεπιδράσεις όσο και στον τρόπο που σχεδιάζουν τους χώρους διαβίωσής τους. Η προτίμησή τους για τα “γυμνά” παράθυρα μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση αυτών των κοινωνικών αξιών, προάγοντας την αίσθηση της κοινότητας και ως επέκταση, της εμπιστοσύνης. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί την έννοια του απορρήτου και της ιδιωτικότητας. Ο αμοιβαίος σεβασμός και η διακριτικότητα τόσο μεταξύ των γειτόνων, όσο και γενικά μεταξύ των πολιτών είναι μέρος της κουλτούρας τους. Προφανώς, η ίδια κουλτούρα υπάρχει και στην Ισλανδία και στις υπόλοιπες χώρες της Σκανδιναβίας, στις οποίες απουσιάζουν οι κουρτίνες.
Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται και στην Ολλανδία, η οποία έχει διατηρήσει το σκεπτικό του καλβινισμού. Σύμφωνα με αυτό, μια καλή οικογένεια δεν έχει τίποτα να κρύψει – και υπό αυτό το πρίσμα, μια κουρτίνα μπορεί ακόμη και να φαίνεται ύποπτη όταν υπάρχει σε κάποιο σπίτι. Επίσης, είναι μία πρακτική που αρέσει στους Ολλανδούς, όπως παραδέχονται οι ίδιοι στο CNN Travel. Χάρη σε αυτή μπορούν να κοιτούν όποτε θέλουν προς τα έξω και να παρατηρούν τον κόσμο, την πόλη και τη φύση, αν μένουν σε κάποια πιο μικρή πόλη.
Όταν ήμουν στην Ισλανδία, θαύμαζα και λίγο ζήλευα όλα αυτά τα ελεύθερα από κουρτίνες σπίτια. Ένιωθα μία απίστευτη ηρεμία παρατηρώντας τα. Αυτή η διακοσμητική “έλλειψη” δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας και τάξης, χάρη σε αυτή ένιωθα ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να συνέβαινε κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής μου στη χώρα.
Όσο κι αν φανταζόμουν τα δικά μου παράθυρα, στο σπίτι μου πίσω στα Πατήσια, να είναι χωρίς κουρτίνες, τόσο αντιλαμβανόμουν ότι αυτό είναι αδύνατο να συμβεί. Πάντα υπήρχε στο σπίτι, άλλοτε υπό τη μορφή προσταγής «κλείσε τους κουρτίνες» και άλλοτε υπενθύμισης «μην ξεχάσεις να κλείσεις τις κουρτίνες», το άγχος της κουρτίνας.
Οι κουρτίνες για την Ελλάδα δεν έχουν απλώς τον ρόλο ενός παραβάν και σαφώς δεν τοποθετούνται μόνο διακοσμητικούς λόγους. Είναι μία προστατευτική γραμμή, ένα εμπόδιο που οριοθετεί τον έξω με τον μέσα κόσμο.
Το χοντρό ύφασμα της κουρτίνας δεν είναι απαραίτητα μία στιλιστική δήλωση, μπορεί να υποδεικνύει τον φόβο των ενοίκων για μία ενδεχόμενη διάρρηξη του διαμερίσματος ή την ανάγκη για προστασία από τα περίεργα βλέμματα των περαστικών και των γειτόνων. Σε κάθε περίπτωση δεν θέλουν να γίνουν “στόχοι” και να λαμβάνουν προσοχή.
Σε αντίθεση με τις σκανδιναβικές χώρες, στην Ελλάδα δεν υπάρχει σεβασμός στην ιδιωτικότητα, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι στον δικό σου χώρο. Ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να παραβιαστεί η προσωπική σου στιγμή, όχι εξαιτίας του διαρρήκτη, αλλά λόγω του κουτσομπόλη γείτονα.
Δυστυχώς, η πυκνοκατοικημένη Αθήνα με τα μικρά διαμερίσματα μας δυσκολεύει ακόμα περισσότερο να νιώθουμε άνετα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Όταν πήγα για πρώτη φορά στο σπίτι μιας φίλης μου, της Μ. στη Βικτώρια και τη ρώτησα αν μπορούμε να ανοίξουμε τις κουρτίνες για να βλέπουμε έξω, μου απάντησε: «αν θες να βλέπουμε έξω, να ξέρεις ότι θα μας βλέπουν και όσοι βρίσκονται έξω» και, οι κουρτίνες έμειναν κλειστές καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μου.
Παρόλο που ήμασταν στο σπίτι της, ένιωθα σαν ήμασταν σε φυλακή, που όμως ήταν ζεστή και φιλόξενη. Οι κουρτίνες είχαν τον ρόλο των κάγκελων, τα οποία μας προστάτευαν από την κακόβουλη περιέργεια που εννοείται δεν υπάρχει μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή. Μου φάνηκε απίστευτο πως ένα κομμάτι ύφασμα μπορεί να σε κάνει να νιώσεις τόση ασφάλεια μέσα σε ένα κατά τ’ άλλα ασφαλές περιβάλλον όπως είναι ένα σπίτι.
Όσο κι αν ονειρευόμουν στην Ισλανδία τα σπίτια της Αθήνας χωρίς κουρτίνες και τους ανθρώπους μέσα σε αυτά να χορεύουν, να συζητάνε και να είναι αγκαλιά καθώς μπαίνει μέσα το φυσικό φως, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Δυστυχώς δεν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι στα σπίτια μας.
Το βλέμμα των περαστικών έχει τη δύναμη να μας εξουσιάσει. Να αλλάξει τη διάθεση μας και να μας δημιουργήσει αισθήματα φόβου, αμηχανίας, αλλά και θύμου. Να μην είμαστε ο εαυτός μας. Προκειμένου να τα αποφύγουμε όλα αυτά, πολλές φορές επιλέγουμε να παραμείνουμε στο σπίτι με κλειστές τις κουρτίνες όπως η Μ..
Σε αντίθεση με την ανοιχτότητα των σκανδιναβικών χωρών, η κλειστότητα μπορούμε να πούμε ότι είναι αυτή που χαρακτηρίζει τα αθηναϊκά σπίτια.
Ας φέρουμε ως παράδειγμα μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές της Αθήνας: την Κυψέλη. Η μία πολυκατοικία από την άλλη βρίσκονται σε τόσο κοντινή απόσταση που αν θες μπορείς να δεις πεντακάθαρα όσα συμβαίνουν στο απέναντι σπίτι. Όσοι δεν έχουν μία σχέση εμπιστοσύνης με το απέναντι διαμέρισμα, το πιο πιθανό είναι να έχουν το περισσότερο διάστημα τις κουρτίνες τους κλειστές. Ξέρετε, για να μην νιώθουν το βλέμμα των γειτόνων καθώς προσπαθούν να χαλαρώσουν στο σπίτι τους.
Η απουσία κουρτινών έχει αρχίσει να παρατηρείται και στην Αμερική ως τάση σε αυτή την περίπτωση και πιο συγκεκριμένα ως επίδειξη πλούτου. Τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες εδώ εξυπηρετούν την επιθυμία των ιδιοκτητών να δείξουν στους περαστικούς τους εντυπωσιακούς καναπέδες, το χειροποίητο τραπέζι, τους τεράστιους μασίφ μαρμάρινους πάγκους κουζίνας και τον ασημένιο πολυέλαιο.
Εκατοντάδες σπίτι στη Νέα Υόρκη έχουν εκθεσιακό χαρακτήρα το οποίο επιβεβαιώνεται από μία μελέτη του 2013 από το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ που είχε ήδη συνδέσει τον οικογενειακό πλούτο με την απόφαση να ζεις με γυμνά παράθυρα.
Σύμφωνα με την μελέτη, οι κάτοικοι των ΗΠΑ που κέρδιζαν περισσότερα από 150.000 δολάρια το χρόνο είχαν διπλάσιες πιθανότητες να ζήσουν χωρίς κουρτίνες σε σχέση με εκείνους που κέρδιζαν μεταξύ 20.000 και 29.000 δολάρια. Μια δεκαετία αργότερα, τέτοιοι αριθμοί οδήγησαν στη δημιουργία μιας γενιάς νέων που ζουν σε εξευγενισμένες αστικές περιοχές της χώρας.
Προφανώς, τη συγκεκριμένη τάση για λόγους οικονομικούς και ασφάλειας δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε στην Ελλάδα, αλλά πιστεύω ότι είναι το τελευταίο που μας απασχολεί.
Πρώτα πρέπει να σταματήσει η κουλτούρα της αδιακρισίας η οποία παραβιάζει καθημερινά την ιδιωτικότητα των κατοίκων της Αθήνας, καθώς και των κατοίκων όλης της Ελλάδας.
Πρέπει να σταματήσουν τα βλέμματα τα ελεγκτικά, τα περίεργα, τα εξουσιαστικά που δυστυχώς έχουν φυσιολογικοποιηθεί. Δεν είναι φυσιολογικό να σε κοιτάει κάποιος και εσύ να αναγκάζεσαι να κλείνεις την κουρτίνα. Δεν είναι φυσιολογικό να κοιτάει η γειτόνισσα για να σε σχολιάσει μετά με τον γείτονα. Δεν είναι φυσιολογικό η κουρτίνα αντί να λειτουργεί ως μέθοδος προστασίας από τον ήλιο, να λειτουργεί ως ηδονοβλεπτικό προστατευτικό.
Ας αρχίσουμε τουλάχιστον να ζούμε με ανοιχτές τις κουρτίνες και να μην επιτρέπουμε σε κανέναν να παραβιάζει την ιδιωτικότητά μας, ξεκινώντας από τους περίεργους γείτονες.