Υπήρξε μια εποχή που οι εταιρείες φώναζαν με όλα τους τα μέσα: «Φέρε τον εαυτό σου στη δουλειά». Στα συνέδρια, στις ομιλίες των CEO, στα motivational video που έπαιζαν στα social media η υπόσχεση ήταν σαφής: δεν χρειάζεται να φοράς μάσκες, να κρύβεσαι, να προσαρμόζεσαι. Η αυθεντικότητα παρουσιαζόταν ως αρετή, ως εκείνη η πρώτη ύλη που θα έκανε τον εργαζόμενο να ανθίσει και την εταιρεία να προχωρήσει μπροστά. Μια υπόσχεση γλυκιά και εύκολη, σαν γυαλιστερό περιτύλιγμα.
Όμως το χαρτί σκίστηκε και αποκαλύφθηκε η πικρή αλήθεια: ποτέ δεν ήταν πιο επικίνδυνο να είσαι αυθεντικός στη δουλειά. Ποτέ η “ελευθερία έκφρασης” δεν κόστιζε τόσο ακριβά, ποτέ η αλήθεια του ποιοι είμαστε δεν ήταν τόσο επισφαλής υπόθεση. Στη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα, η αυθεντικότητα δεν είναι γέφυρα, αλλά παγίδα.
Γιατί όμως η αυθεντικότητα έγινε το αγαπημένο σύνθημα των εταιρειών; Διότι βόλευε. Ένας εργαζόμενος που πιστεύει ότι μπορεί να “φέρει τον εαυτό του” στο γραφείο είναι πιο πρόθυμος να δώσει περισσότερα. Να παραχωρήσει και κομμάτια της προσωπικής του ζωής, να συγχωνεύσει το “είμαι” με το “παράγω”. Η αυθεντικότητα έγινε εργαλείο δέσμευσης, όχι ελευθερίας. Στην πραγματικότητα η επιχείρηση ζητούσε: «Δώσε μας όλη σου την ενέργεια, όλη σου την ψυχή, ακόμα και την ευαλωτότητά σου».
Το αποτέλεσμα; Εργαζόμενοι εξαντλημένοι, παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο προσδοκιών. Επειδή κάθε τι που μας κάνει διαφορετικούς (το χρώμα του δέρματος, το φύλο, η σεξουαλική ταυτότητα, η υγεία μας, η ανάγκη για φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων) αντί να γίνεται πλούτος, μετατρέπεται σε βάρος. Ό,τι μας κάνει αυθεντικούς μας καθιστά ταυτόχρονα “δύσκολους”, “ασύμβατους”, “προβληματικούς”.
Ας είμαστε ειλικρινείς: όλοι φοράμε μάσκες στη δουλειά. Άλλος για να αποφύγει τον σεξισμό, άλλος για να γλιτώσει από ρατσιστικά σχόλια, άλλος για να μην κατηγορηθεί ότι δεν είναι αρκετά “ομαδικός”. Η αυθεντικότητα δεν επιβραβεύεται, τιμωρείται. Το βλέπουμε καθημερινά στα χαμόγελα που είναι υποχρεωτικά, στα αστεία που γελάμε ενώ δεν τα βρίσκουμε αστεία, στα “ναι” που λέμε για να αποφύγουμε την ταμπέλα του “δύσκολου συναδέλφου”.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς είμαστε διαρκώς σε μια μορφή κωδικοποίησης: μεταφράζουμε τον εαυτό μας σε μια εκδοχή που χωράει στο πλαίσιο της εταιρείας κι όσο πιο διαφορετικοί είμαστε από το κυρίαρχο πρότυπο (λευκός, άντρας, ετεροφυλόφιλος, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις) τόσο πιο βαριά είναι η μετάφραση που καλούμαστε να κάνουμε.
Σήμερα η εργασία θυμίζει περισσότερο αρένα επιτήρησης παρά χώρο δημιουργίας. Τα κοινωνικά δίκτυα, οι εσωτερικές πλατφόρμες, ακόμη και οι κάμερες στα meetings λειτουργούν ως εργαλεία ελέγχου. Η αυθεντικότητα δεν “αγκαλιάζεται”, παρακολουθείται. Το τι λες, τι ποστάρεις, τι σκέφτεσαι γίνεται μέρος μιας αόρατης αξιολόγησης. Το να φέρεις τη γνώμη σου για την πολιτική, για τα δικαιώματα, για την κοινωνική αδικία, μπορεί να σημάνει την άμεση περιθωριοποίησή σου.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί νέοι εργαζόμενοι δηλώνουν απογοητευμένοι και επιλέγουν μια πιο αποστασιοποιημένη σχέση με τη δουλειά. Γιατί να δείξεις ποιος είσαι όταν το κόστος είναι τόσο μεγάλο; Γιατί να μοιραστείς την αυθεντικότητά σου όταν ξέρεις ότι θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου;
Η αλήθεια είναι ότι η φράση “φέρε τον πλήρη εαυτό σου στη δουλειά δεν ήταν ποτέ ειλικρινής. Κανένα εργασιακό πλαίσιο δεν μπορεί να αντέξει τον “πλήρη εαυτό” μας, με όλες τις αντιφάσεις, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις αδυναμίες μας. Η δουλειά είναι μια μορφή συναλλαγής: δίνεις χρόνο και δεξιότητες, παίρνεις μισθό. Το να παρουσιάζεται ως χώρος “ολοκληρωμένης αυτοπραγμάτωσης»” είναι απλώς ένας μύθος που βολεύει τα αφεντικά.
Η αυθεντικότητα λοιπόν, δεν είναι εργαλείο απελευθέρωσης αλλά μέσο ελέγχου. Όσο περισσότερο αποκαλύπτεις τον εαυτό σου, τόσο περισσότερες πληροφορίες δίνεις για να σε κατηγοριοποιήσουν, να σε εκμεταλλευτούν, να σε κρίνουν.
Μετά το 2020 πολλές εταιρείες έσπευσαν να υιοθετήσουν πολιτικές διαφορετικότητας, ισότητας και ένταξης. Έφτιαξαν τμήματα, προσέλαβαν συμβούλους, έβαλαν σημαίες ουράνιο τόξο στα λογότυπα. Μα σύντομα αποκαλύφθηκε η αλήθεια: η περισσότερη δουλειά ήταν επιφανειακή, σχεδιασμένη να δείχνει πρόοδο χωρίς να αλλάζει τίποτα και μόλις πέρασε το κύμα κοινωνικής πίεσης, οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες κόπηκαν, οι θέσεις χάθηκαν, οι εργαζόμενοι βρέθηκαν πάλι μόνοι.
Έτσι η “αυθεντικότητα” μετατράπηκε σε ένα ακόμη εργαλείο marketing. Δεν ήταν ποτέ για εμάς, τους εργαζόμενους. Ήταν πάντα για εκείνους που θέλουν να πουλήσουν την εικόνα ενός μοντέρνου, προοδευτικού χώρου εργασίας.
Η εποχή που ζούμε απαιτεί μια νέα κατανόηση της σχέσης μας με τη δουλειά. Η αυθεντικότητα δεν μπορεί να είναι απαίτηση, ούτε επιταγή. Είναι προσωπική επιλογή. Να επιλέγουμε πού, πότε και με ποιον τρόπο δείχνουμε τον εαυτό μας. Να γνωρίζουμε ότι δεν χρωστάμε σε κανέναν την ψυχή μας για έναν μισθό.
Το ζητούμενο δεν είναι να “φέρουμε τον εαυτό μας” στη δουλειά, αλλά να δημιουργήσουμε χώρους που αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητά μας χωρίς να μας τιμωρούν γι’ αυτήν. Να απαιτήσουμε συστήματα που προστατεύουν αντί να εκμεταλλεύονται, που σέβονται αντί να χειραγωγούν.
Μέχρι τότε η αυθεντικότητα στη δουλειά παραμένει επικίνδυνο σπορ και ίσως η πιο ώριμη στάση να είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε αυθεντικοί σε κάθε εργασιακό περιβάλλον. Δεν είναι προδοσία να προστατεύεις τον εαυτό σου. Δεν είναι δειλία να κρατάς κάποια κομμάτια σου για σένα.
Δεν υπήρξε ποτέ χειρότερη εποχή για να είσαι αυθεντικός στη δουλειά, αλλά ίσως αυτό το σκοτάδι να κρύβει και μια ευκαιρία: να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει εργασία, ποιοι είμαστε μέσα σε αυτήν και ποια κομμάτια του εαυτού μας θέλουμε να προσφέρουμε. Γιατί στο τέλος της ημέρας, δεν μετριέται η αξία μας από το πόσο “αυθεντικοί” υπήρξαμε στο γραφείο, αλλά από το αν καταφέραμε να μείνουμε ακέραιοι απέναντι στον εαυτό μας.
*Με στοιχεία από το Wired
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.