Μία υγιής σχέση γονέα και παιδιού οικοδομεί ίσως από τις πιο ιερές και ανιδιοτελείς μορφές αγάπης που μπορούν να αγγίξουν την ανθρώπινη υπόσταση στον κόσμο αυτό.
Για όσους έχουν μπει στο σύμπαν της ψυχοθεραπείας και ειδικά της ψυχανάλυσης, μία από τις πιο συνήθεις ερωτήσεις που γίνονται στον θεραπευόμενο αφορούν στην παιδική ηλικία και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Και αυτό γιατί η σχέση (ή έλλειψη σχέσης) που έχουμε με τους ανθρώπους που μας έχουν αναθρέψει είναι η πιο πρώιμη σχέση που βιώνουμε. Ο αντίκτυπος της στην υπόλοιπη ζωή μας είναι βαθύς και επηρεάζει τον ψυχισμό μας αλλά και πολλές από τις αποφάσεις μας. Είναι μια σχέση που δεν μοιάζει με καμία άλλη, εν μέρει λόγω του πώς εξελίσσεται δραστικά στη διάρκεια της ζωής μας.
Για τα μικρά παιδιά, οι γονείς είναι παντογνώστες και παντοδύναμοι. Έχουν τις απαντήσεις για όλα και οι απαντήσεις είναι πάντα σωστές. Είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα και να μας προστατεύουν από τα πάντα. Καθώς μεγαλώνουμε όμως έρχεται η κατάρρευση αυτής της ιδέας. Συνειδητοποιούμε ότι οι γονείς μας, όπως όλοι οι άνθρωποι, κάνουν λάθη και έχουν ελαττώματα. Και μερικές φορές, είναι σοβαρά.
Η στιγμή αυτή έρχεται σαν τσουνάμι και παρασύρει κάθε παιδική αθωότητα. Εκθρονίζει τον γονιό από το βάθρο του και ταρακουνάει τα θεμέλια της πραγματικότητάς μας. Συνήθως είναι στην εφηβεία ή στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης που γίνεται αυτή η συνειδητοποίηση. Σαν να αποκόπτεται ο ομφάλιος λώρος, το παιδί μέσα μας εξελίσσεται, αντιλαμβάνεται με δικό του τρόπο την ζωή και διαμορφώνει την προσωπικότητά του και την ανεξαρτησία του ώστε να μπορεί να σταθεί στην κοινωνία χωρίς το δεκανίκι του φροντιστή.
Ουσιαστικά η διαδικασία αυτή αποτελεί το απόλυτο βήμα για την ενηλικίωση. Οι γονείς μας δεν είναι κάποια μοναδική ανίκητη μορφή υπερανθρώπων. Είναι αληθινοί άνθρωποι, με αδυναμίες, αγωνίες, φόβους και ελαττώματα και σίγουρα δεν είχαν manual στο πώς να είναι γονείς.
Αυτή η πραγματικότητα γίνεται πιο προφανής τη μέρα που το παιδί, ως ενήλικας, συνειδητοποιεί ότι ο γονιός του είναι πλέον ο εξαρτημένος, που χρειάζεται φροντίδα, προσοχή, επίβλεψη και καθοδήγηση.
Μια τέτοια αντιστροφή ρόλου περιγράφεται συχνά ως ένα παιδί που γίνεται «γονιός» για τη μαμά ή τον μπαμπά του και η αλλαγή συνήθως συμβαίνει καθώς η ηλικία ή η ασθένεια δυσκολεύουν τον γονέα να συνεχίσει να λειτουργεί μόνος του. Αυτό μπορεί να είναι ένα δύσκολο στάδιο της ζωής και για τα δύο μέρη. Για το ενήλικο παιδί, μπορεί να σημαίνει απώλεια της αίσθησης ασφάλειας που προέκυψε από μια ιεραρχική οικογενειακή τάξη. Μπορεί επίσης να προκαλέσει νέες — μερικές φορές δύσκολες — ευθύνες από το νέο ρόλο που έχει κληθεί να υποστηρίξει. Είναι όμως σίγουρο ότι και για τον γονιό η διαδικασία αυτή είναι επίπονη, καθώς αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάσει την ανεξαρτησία, την εξουσία και την αξιοπρέπειά του.
Το εσωτερικό παιδί ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει σαν την ηχώ του παιδικού εαυτού μας. Όσο και αν μεγαλώνουμε, θα είμαστε πάντα παιδιά των γονιών μας.
Θα έχουμε ανάγκη την αγκαλιά και την φροντίδα του ανθρώπου που μας μεγάλωσε και στάθηκε δίπλα μας. Και όταν αυτό παύει να υπάρχει και οι ρόλοι αντιστρέφονται, ο κόσμος μας καταρρέει. Δεν έχουμε ούτε εμείς εγχειρίδιο για το πώς να αντιμετωπίσουμε τα νέα δεδομένα και να χαράξουμε γραμμές που θα βοηθήσουν στα γονεϊκά αδιέξοδα. Η ψυχολογική πρόκληση είναι μεγάλη και το βάρος που ξαφνικά πέφτει στους ώμους νιώθεις να σε συνθλίβει. Ειδικά αν δεν έχει κάποιος αδέλφια και επωμίζεται κάθε απόφαση μόνος, χωρίς στήριξη και βοήθεια.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα όταν ο γονιός δεν ακολουθεί καν τις υποδείξεις. Όταν αρνείται ή δεν μπορεί ψυχικά ή νοητικά να ακολουθήσει το δρόμο που το ενήλικο παιδί πια χαράζει. Η αποδόμηση του ανθρώπου που σε έφερε στον κόσμο είναι καταιγιστική. Αισθάνεσαι πως η παιδική σου ηλικία στηρίχθηκε σε ψέμα. Νιώθεις ανήμπορος να βοηθήσεις και ακόμα περισσότερο, ανίκανος να ανταπεξέλθεις και είναι λογικό. Ένα συνονθύλευμα, θυμού, ενοχών ότι δεν είμαστε αρκετοί αλλά και ματαίωσης κατακλύζει τον συναισθηματικό μας κόσμο
Η ζωή όμως έχει ματαιώσεις και σκαμπανεβάσματα από την αρχή μέχρι το τέλος της. Και όπως εκείνοι ήταν δίπλα όταν μεγαλώναμε, όταν ακόμα ήμασταν στα χαμένα, όταν φοβηθήκαμε και χρειαζόμασταν μία αγκαλιά, είναι η ώρα εμείς να πάρουμε τη σκυτάλη. Και λάθη θα κάνουμε, και αποφάσεις βιαστικές θα πάρουμε, και την υπομονή μας θα χάσουμε, γιατί όπως και αυτοί δεν είμαστε υπεράνθρωποι, αλλά απλοί θνητοί που αναζητούμε ισορροπία ανάμεσα στους νέους ρόλους που μας έχουν ανατεθεί.
Ένα είναι σίγουρο όμως, όταν μας είπαν «εγώ θα είμαι δίπλα σου ό,τι και αν γίνει» αυτό σίγουρα δεν ήταν ψεμα ούτε μία ψευδαίσθηση.
Παιδική γονεοποίηση
Το πρόβλημα σε αυτήν την αντιστροφή ρόλων είναι ουσιαστικό, όταν αυτή δε λαμβάνει χώρα στην ενήλικη ζωή του παιδιού, αλλά σε μικρή τρυφερή ηλικία. Στις υγιείς σχέσεις γονιού-παιδιού, οι γονείς δίνουν και τα παιδιά λαμβάνουν. Ο ρόλος του γονέα είναι να παρέχει φροντίδα, στήριξη και αγάπη έτσι ώστε τα παιδιά να είναι ελεύθερα να εστιάζουν την ενέργειά τους στη μάθηση και την ανάπτυξη. Ωστόσο, δεν έχουν όλα τα άτομα τη σταθερότητα και τους εσωτερικούς πόρους για να είναι αυτού του είδους οι γονείς. Αντίθετα, μπορεί να βασίζονται στα παιδιά τους με ακατάλληλους τρόπους. Το αποτέλεσμα είναι ένα φαινόμενο γνωστό ως γονεοποίηση (parentification).
Η γονεοποίηση συμβαίνει όταν οι γονείς αναζητούν συναισθηματική ή/και πρακτική υποστήριξη στα παιδιά τους, αντί να την παρέχουν. Ως εκ τούτου, το παιδί γίνεται ο φροντιστής και αναγκάζεται να αναλάβει ευθύνες συμπεριφορές ενηλίκων που δεν του αναλογούν, διαταράσσοντας τη φυσική διαδικασία ανάπτυξης του ενώ συχνά δεν λαμβάνουν αναγνώριση ή υποστήριξη για την ανάληψη αυτών των ευθυνών.
Ο όρος επινοήθηκε από τον Ούγγρο-Αμερικανό ψυχίατρο Ivan Boszormenyi-Nagy, έναν από τους ιδρυτές του τομέα της οικογενειακής θεραπείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει εκτεταμένες αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία του παιδιού.
Η γονεοποίηση μπορεί να είναι μια μορφή γονικής παραμέλησης ή κακοποίησης, ιδιαίτερα σε ακραίες περιπτώσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που είναι γνωστό ως σχεσιακό τραύμα. Το σχεσιακό τραύμα εμφανίζεται στην παιδική ηλικία όταν οι δεσμοί μεταξύ γονέα και παιδιού με κάποιο τρόπο διαταράσσονται ή διασπώνται. Αυτό δημιουργεί μια κατάσταση χρόνιου στρες κατά την οποία τα παιδιά δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στην υποστήριξη και την προστασία που χρειάζονται.
View this post on Instagram
Τα παιδιά – γονείς μπορεί να δυσκολεύονται να χτίσουν εμπιστοσύνη και να έχουν προβλήματα με τον θυμό και τη συναισθηματική ρύθμιση. Καθώς γίνονται νέοι ενήλικες, συχνά παλεύουν με σχέσεις, ιδιαίτερα τις προσωπικές, καθώς δεν έχουν μάθει να θέτουν όρια με τους άλλους ή πώς να καλύψουν τις ανάγκες τους με υγιείς τρόπους.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η αναζήτηση εξειδικευμένης επιστημονικής υποστήριξης είναι χρήσιμη και συχνά η Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία είναι η πλέον βοηθητική μέθοδος αντιμετώπισης της άνισης αυτής κατανομής των ρόλων μέσα στην οικογένεια.