Θυμάμαι που παλαιότερα, πολύ πριν την άνοδο της ψηφιακής τεχνολογίας, όταν έπεφτε στα χέρια μου ένα βιβλίο, ακολουθούσε μια τελετουργική διαδικασία ενσωμάτωσης του περιεχόμενου του. Μια διαδικασία που δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ορκισμένους βιβλιόφιλους που μόλις πάρουν ένα καινούργιο βιβλίο αρχίζουν να παίρνουν βαθιές τζούρες από τις σελίδες του. Ειδικά αν αυτό το βιβλίο ήταν δανεισμένο από κάποια βιβλιοθήκη ή αγορασμένο από κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο και έκρυβε στις σελίδες του μικρές ανείπωτες ιστορίες, δάκρυα, σημειώσεις, και λεκέδες από σοκολάτες.
Από τα σχολικά εγχειρίδια μέχρι τα πανεπιστημιακά, από μυθηστορήματα μέχρι έντυπες συλλογές ποίησης, κι από κόμικ μέχρι φανζίν, σίγουρα συνδεθήκαμε με τα βιβλία και την έντυπη μορφή ανάγνωσης κατά έναν πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ότι με τα ψηφιακά κείμενα. Η κατανομή και η γεωγραφία των σελίδων τους σίγουρα έχει βοηθήσει να τα κατανοήσουμε, και παράλληλα να τα κρατήσουμε στη μνήμη μας καλύτερα. Τόσο συναισθηματικά, όσο και νοητικά.
Τι έχει αλλάξει όμως με την άνοδο της ψηφιακής τεχνολογίας στον τρόπο που διαβάζουμε, κατανοούμε, κι εν τέλει αποστηθίζουμε ένα κείμενο;
Είναι η κατανόηση η ίδια είτε ένα άτομο διαβάζει ένα κείμενο στην οθόνη είτε σε χαρτί; Και είναι η ακρόαση και η προβολή περιεχομένου εξίσου αποτελεσματικές με την ανάγνωση του έντυπου υλικού όταν αυτά καλύπτουν την ίδια ύλη;
Οι απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα είναι συχνά «όχι», και οι λόγοι σχετίζονται με διάφορους παράγοντες, όπως η μειωμένη συγκέντρωση και η τάση για multitasking κατά την ανάγνωση ψηφιακού περιεχομένου.
Έντυπη εναντίον ψηφιακής ανάγνωσης
Κατά την ανάγνωση κειμένων με αρκετές εκατοντάδες λέξεις ή περισσότερες, η μάθηση είναι γενικά πιο επιτυχής όταν γίνεται σε χαρτί παρά στην οθόνη. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό αυτό.
Τα οφέλη της έντυπης μορφής αναδεικνύονται ιδιαίτερα όταν οι ερευνώμενοι προχωρούν από την υποβολή απλών εργασιών – όπως ο εντοπισμός της κύριας ιδέας σε ένα κείμενο ανάγνωσης – σε εργασίες που απαιτούν περισσότερη νοητική αφαίρεση – όπως η εξαγωγή συμπερασμάτων από ένα κείμενο. Η ανάγνωση έντυπου υλικού βελτιώνει επίσης την πιθανότητα ανάκλησης λεπτομερειών – όπως «Ποιο ήταν το χρώμα των μαλλιών του ηθοποιού;». – και να θυμάστε πού συνέβησαν τα γεγονότα σε μια ιστορία – «Το ατύχημα συνέβη πριν ή μετά το πολιτικό πραξικόπημα;»
Μελέτες δείχνουν ότι τόσο οι μαθητές του δημοτικού όσο και οι φοιτητές υποθέτουν ότι θα πάρουν υψηλότερη βαθμολογία σε ένα τεστ κατανόησης αν έχουν κάνει την ανάγνωση ψηφιακά. Και όμως, στην πραγματικότητα σημειώνουν υψηλότερη βαθμολογία όταν πριν την εξέταση έχουν διαβάσει το υλικό σε έντυπη μορφή.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να γνωρίζουν ότι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τις τυποποιημένες εξετάσεις μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Μελέτες σε Νορβηγούς και σε Αμερικανούς μαθητές αναφέρουν υψηλότερες βαθμολογίες όταν οι εξετάσεις γίνονταν με τη χρήση χαρτιού. Σε μια μελέτη που διεξάχθηκε στις ΗΠΑ, οι αρνητικές βαθμολογίες των ψηφιακών διαγωνισμάτων ήταν περισσότερες ανάμεσα σε μαθητές με χαμηλές βαθμολογίες στην ανάγνωση, μαθητές που μάθαιναν την αγγλική γλώσσα και σε μαθητές της ειδικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο, μια έρευνα προσέγγισε το ερώτημα με διαφορετικό τρόπο. Αντί να βάλουμε τους μαθητές να διαβάσουν και να δώσουν ένα τεστ, τους ρώτησαν πώς αντιλαμβάνονταν τη συνολική τους μάθηση όταν χρησιμοποιούσαν έντυπο ή ψηφιακό αναγνωστικό υλικό. Τόσο οι μαθητές γυμνασίου όσο και οι φοιτητές στη συντριπτική τους πλειοψηφία έκριναν ότι η ανάγνωση σε χαρτί ήταν καλύτερη από την ψηφιακή ανάγνωση όσον αφορά τη συγκέντρωση, τη μάθηση και τη μνήμη.
Οι αποκλίσεις μεταξύ των έντυπων και ψηφιακών αποτελεσμάτων σχετίζονται εν μέρει με τις φυσικές ιδιότητες του χαρτιού. Με το χαρτί, υπάρχει μια κυριολεκτική επαφή με τα χέρια, μαζί με την οπτική γεωγραφία της κάθε σελίδας. Οι άνθρωποι συχνά συνδέουν τη μνήμη τους για το τι έχουν διαβάσει με το πόσο βαθιά στο βιβλίο ήταν ή με το πού βρισκόταν στη σελίδα.
Αλλά εξίσου σημαντική είναι η νοητική προοπτική και αυτό που οι ερευνητές αποκαλούν «υπόθεση ρηχότητας». Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι άνθρωποι προσεγγίζουν τα ψηφιακά κείμενα με μια νοοτροπία που αναλογεί στην αποσπασματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και για τον λόγο αυτό αφιερώνουν λιγότερη νοητική προσπάθεια από ό,τι όταν διαβάζουν ένα κείμενο σε έντυπη μορφή.
Podcasts και διαδικτυακά βίντεο
Δεδομένης της αυξημένης χρήσης των «ψηφιακών σχολείων» -όπου οι μαθητές ακούν ή βλέπουν διαλέξεις πριν έρθουν στην τάξη- μαζί με περισσότερα δημόσια διαθέσιμα podcasts και online βίντεο, πολλές σχολικές εργασίες που προηγουμένως συνεπάγονταν τη διαδικασία της ανάγνωσης, έχουν πλέον αντικατασταθεί με τη διαδικασία της ακρόασης ή της προβολής. Αυτή η διαδικασία μετάβασης στην εικονική μάθηση έχει επιταχυνθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Κάνοντας έρευνα σε πανεπιστημιακούς καθηγητές των ΗΠΑ και της Νορβηγίας το 2019, μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Stavanger διαπίστωσε ότι το 32% των καθηγητών των ΗΠΑ αντικαθιστούσε πλέον τα κείμενα με βίντεο και το 15% ανέφερε ότι τα αντικαθιστούσε με ηχητικό υλικό. Στη Νορβηγία οι αριθμοί ήταν κάπως χαμηλότεροι, αλλά και στις δύο χώρες, το 40% των ερωτηθέντων που είχαν αλλάξει τις απαιτήσεις των μαθημάτων τους τα τελευταία πέντε έως δέκα χρόνια ανέφεραν ότι σήμερα αναθέτουν λιγότερο διάβασμα.
Ένας βασικός λόγος για τη στροφή σε βίντεο και ήχο είναι η άρνηση των φοιτητών να κάνουν την ανάγνωση που τους έχει ανατεθεί. Αν και το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, καθώς μια μελέτη του 2015 σε περισσότερους από 18.000 τελειόφοιτους κολεγίων διαπίστωσε ότι μόνο το 21% ολοκλήρωνε συνήθως την ανάγνωση της ύλης που του είχε ανατεθεί.
Ο ήχος και τα βίντεο αποδεικνύονται πιο ελκυστικά από το κείμενο, και έτσι οι καθηγητές καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε αυτές τις τεχνολογίες – για παράδειγμα, αναθέτοντας μια ομιλία TED αντί για ένα άρθρο του ίδιου του συγγραφέα.
Μεγιστοποίηση της νοητικής συγκέντρωσης
Οι ψυχολόγοι έχουν αποδείξει ότι όταν οι ενήλικες διαβάζουν ειδήσεις ή σενάρια μυθοπλασίας, θυμούνται πολλά περισσότερα από το περιεχόμενο απ’ ό,τι αν ακούσουν αντίστοιχα ηχητικά κείμενα.
Οι ερευνητές βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα σε φοιτητές πανεπιστημίου που διάβαζαν ένα άρθρο σε σχέση με την ακρόαση ενός podcast του ίδιου κειμένου. Μια σχετική μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι φοιτητές κάνουν μεγαλύτερη περιπλάνηση του μυαλού όταν ακούνε ήχο παρά όταν διαβάζουν.
Τα αποτελέσματα από έρευνα σε νεότερους φοιτητές είναι παρόμοια, αλλά με μια ανατροπή. Μια μελέτη στην Κύπρο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχέση μεταξύ των δεξιοτήτων ακρόασης και ανάγνωσης αντιστρέφεται καθώς τα παιδιά εξοικειώνονται με την ανάγνωση. Ενώ οι μαθητές της δευτέρας τάξης είχαν καλύτερη κατανόηση με την ακρόαση, οι μεγαλύτεροι μαθητές έδειξαν καλύτερη κατανόηση όταν διάβαζαν.
Μια έρευνα σχετικά με τη μάθηση από βίντεο έναντι του έντυπου κειμένου είχε τα ίδια αποτελέσματα με τη διαδικασία ακρόασης. Για παράδειγμα, ερευνητές στην Ισπανία διαπίστωσαν ότι οι μαθητές της τετάρτης έως έκτης δημοτικού που διάβαζαν κείμενα παρουσίαζαν πολύ μεγαλύτερη νοητική καταανόηση του υλικού από ό,τι εκείνοι που παρακολουθούσαν βίντεο. Οι συγγραφείς υποψιάζονται ότι οι μαθητές «διαβάζουν» τα βίντεο πιο επιφανειακά και δεν τα αποστηθίζουν επειδή τα συνδέουν με την ψυχαγωγία και όχι με τη μάθηση.
Η συλλογική έρευνα δείχνει ότι τα ψηφιακά μέσα έχουν κοινά χαρακτηριστικά και πρακτικές που μπορούν να περιορίσουν τη μάθηση. Σε αυτά περιλαμβάνονται η μειωμένη συγκέντρωση, η σύνδεσή τους με την ψυχαγωγία παρά με την μάθηση, η τάση για multitasking, η έλλειψη σταθερού φυσικού σημείου αναφοράς, και η λιγότερο συχνή επανεξέταση των όσων έχουν διαβαστεί, ακουστεί ή προβληθεί.
Ισχύει ότι τα ψηφιακά κείμενα, ο ήχος και τα βίντεο έχουν εκπαιδευτικό ρόλο, ιδίως όταν παρέχουν πληροφορίες που δεν είναι διαθέσιμες σε έντυπη μορφή. Ωστόσο, για τη μεγιστοποίηση της μάθησης, όπου απαιτείται πνευματική εστίαση και αναστοχασμός, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς δεν θα πρέπει να θεωρούν ότι όλα τα μέσα είναι ίδια, ακόμη και όταν περιέχουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις.