Ο “καταναγκασμός επανάληψης” είναι μια βασική έννοια σε όλες τις μορφές ψυχοθεραπείας. Ο εξαναγκασμός στην επανάληψη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρων επειδή αυτό που επαναλαμβάνεται δεν είναι ευχάριστο. Αντιθέτως, πρόκειται συνήθως για ένα επώδυνο και καταστροφικό πρότυπο συναισθημάτων και συμπεριφοράς που παρόλο που μας βλάπτει επιμένουμε να το αναπαράγουμε.
Πώς ερμηνεύουν την καταναγκαστική επανάληψη οι διάφορες σχολές ψυχοθεραπείας;
Διαφορετικές σχολές ψυχοθεραπείας εξηγούν τα αίτια με ποικίλους τρόπους. Για παράδειγμα, οι συμπεριφορικοί θεραπευτές αντιμετωπίζουν τις επαναλήψεις ως κακές συνήθειες που μπορούν να αλλάξουν με την κλιμάκωση. Οι γνωστικοί θεραπευτές θεωρούν τις επαναλήψεις ως παράλογους τρόπους σκέψης που μπορούν να αλλάξουν με ορθολογική σκέψη. Οι ψυχαναλυτικοί θεραπευτές εντοπίζουν τις επαναλήψεις σε παιδικές εμπειρίες που επαναλαμβάνονται στην ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, τα παιδιά που κακοποιούνται συχνά γίνονται κακοποιητές ή θύτες ως ενήλικες.
Ο Φρόιντ πίστευε ότι ο καταναγκασμός της επανάληψης ήταν μια αντανάκλαση του ενστίκτου του θανάτου – μια ασυνείδητη τάση προς την αυτοκαταστροφή. Οι περισσότεροι ψυχαναλυτές έχουν απορρίψει την έννοια του ενστίκτου του θανάτου και πιστεύουν ότι αυτές οι επαναλαμβανόμενες συναισθηματικές καταστάσεις και συμπεριφορές ήταν αρχικά προσαρμοστικές και απαραίτητες για την ψυχική επιβίωση του παιδιού, αλλά στην ενήλικη ζωή είναι αυτοκαταστροφικές.
Πολλοί σύγχρονοι ψυχαναλυτές αντιλαμβάνονται την επανάληψη ως μια προσπάθεια κυριαρχίας – την ελπίδα ότι αυτή τη φορά η μητέρα ή ο πατέρας ή ο παππούς (ή οι αντικαταστάτες τους, δηλαδή οι φίλοι και οι σύντροφοι) θα συμπεριφερθούν διαφορετικά.
Μετατόπιση, προβολή και μεταβίβαση
Ο καταναγκασμός της επανάληψης εκδηλώνεται μέσω διαδικασιών όπως η μετατόπιση και η προβολή. Η μετατόπιση περιλαμβάνει το ότι ο ασθενής βιώνει και μεταχειρίζεται κάποιο άτομο σαν να ήταν ένα άλλο. Έτσι, ο ασθενής μπορεί να βιώνει την ψυχαναλύτρια σαν να ήταν η μητέρα του. Η προβολή περιλαμβάνει την εμπειρία ότι ένα άλλο άτομο έχει τα ίδια συναισθήματα με τον ασθενή. Για παράδειγμα, ο ασθενής αισθάνεται ένοχος και βιώνει ότι ο αναλυτής πιστεύει ότι είναι κακός. Στην ψυχανάλυση, τα συναισθήματα και οι εμπειρίες που έχει ο ασθενής προς τον αναλυτή ονομάζονται “μεταβίβαση” και η ανάλυση της μεταβίβασης βρίσκεται στο επίκεντρο της ψυχαναλυτικής διαδικασίας.
Η επανάληψη και η μεταβίβαση στην καθημερινή ζωή
Ο καταναγκασμός επανάληψης και η μεταβίβαση δεν εμφανίζονται μόνο στην ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση – εμφανίζονται στη ζωή μας σε καθημερινή βάση. Με τον όρο “επεξεργασία”, αναφερόμαστε στη διαδικασία να μπορέσει κάποιος να διακρίνει τον αναλυτή-ψυχολόγο από το πρόσωπο με το οποίο ανέπτυξε αυτό το μοτίβο στην παιδική ηλικία και να εσωτερικεύσει έναν νέο τρόπο να σχετίζεται και να αισθάνεται.
Για παράδειγμα, μια ασθενής βιώνει τον ψυχολόγο- αναλυτή της ως αδιάφορο γι’ αυτήν, όπως ήταν μαζί της τη μητέρα της. Αυτό την κάνει εναλλακτικά να θέλει απεγνωσμένα να ασχοληθεί μαζί της και να θυμώνει που δεν ασχολείται μαζί της. Το βιώνει αυτό με τον σύζυγό της, τους φίλους και τους συναδέλφους της, καθώς και με τον ψυχολόγο της. Μέσω του ψυχολόγου όμως, καταφέρνει να δει ότι αυτός είναι απλά το πρίσμα μέσα από τον οποίο βιώνει τον κόσμο. Επομένως δεν είναι απαραίτητα όλοι οι άνθρωποι γύρω της αδιάφοροι για εκείνη, αλλά εκείνη τους εκλαμβάνει ως αδιάφορους επειδή έχει αυτή την τραυματική εμπειρία από τη μητέρα της.
Στις σχέσεις μας με τους εραστές, τους φίλους, τους συζύγους, τις συζύγους, τα παιδιά, τους φίλους και τους συναδέλφους μας, οι επαναλήψεις (με βάση το προσωπικό πρίσμα μέσα από τον οποίο χρωματίζουμε τον κόσμο) γενικά δεν εντοπίζονται, ούτε επεξεργάζονται. Απλά συνήθως επαναλαμβάνονται ως προσωπικά λανθασμένα μοτίβα, στα οποία εγκλωβιζόμαστε και επιμένουμε χωρίς να μπορούμε να νιώσουμε ευτυχία.
Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας για τον καταναγκασμό επανάληψης διαρκεί πολύ καιρό
Δεν σταματάμε απλώς να κάνουμε λάθος συνειρμούς μέσα σε μια στιγμή. Θέλει πολλή δουλειά για να ανατρέψουμε αυτό που αισθανόμαστε ότι είναι φυσιολογικό σε όλη μας την προηγούμενη ζωή. Επιπλέον, η διακοπή ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου συνήθως προϋποθέτει την εγκατάλειψη κάποιου πράγματος. Αυτή είναι η βάση γι’ αυτό που οι ψυχαναλυτές αποκαλούν “αντίσταση” . Αν οι άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να σταματήσουν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που τους προκαλεί πόνο, το μοτίβο αυτό πρέπει να έχει κάποια λειτουργία. Το πιο συγκεκριμένο και συνειδητό παράδειγμα είναι οι εθισμοί. Η έκσταση της ηρωίνης ή της νίκης σε μια ιπποδρομία είναι τόσο έντονη που ο εξαρτημένος δεν μπορεί να την εγκαταλείψει, παρά το γεγονός ότι καταστρέφει την οικογένεια, την καριέρα, τις φιλίες του κ.λπ. Έτσι συμβαίνει και με το άτομο που μπαίνει συνεχώς σε επώδυνα μοτίβα σχέσεων επειδή θεωρεί ότι έστω και για μια φορά να πετύχει κάποιος να του φερθεί λιγότερο κακοποιητικά, θα είναι γι αυτό μια μικρή νίκη. Αυτό όμως είναι τόσο μα τόσο λάθος.
Με λίγα λόγια, επιμένουμε να βρισκόμαστε συνεχώς σε επώδυνες σχέσεις, όχι επειδή φταίνει οι άλλοι, αλλά επειδή φταίμε εμείς, που επαναλαμβάνουμε να βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο όλα τα άτομα. Και ασυνείδητα, να επιλέγουμε και άτομα στα οποία με τη συμπεριφορά μας επιτρέπουμε να μας καταδυναστεύσουν επειδή κάποτε κάποιος μας το έκανε κι εμείς προσπαθούμε να καταφέρουμε κάποιος άλλος να μην μας το προκαλέσει. Ενώ απλά θα πρέπει να βλέπουμε τον κάθε άνθρωπο με διαφορετικό, καθαρό πρίσμα και να μην τον ταυτίζουμε με κάποιον άλλον, όπως επίσης και να αποφεύγουμε να επαναλαμβάνουμε να εμπλεκόμαστε με άτομα που δεν μας φέρονται καλά έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα τα αλλάξουμε.