Από τότε που μπήκα στην αγορά εργασίας το 2016, θυμάμαι τον εαυτό μου να αγχώνεται και να απογοητεύεται μήνα με το μήνα ολοένα και περισσότερο. Η επαγγελματική διαδρομή μέχρι και σήμερα ήταν ψυχολογικά δαιδαλώδης και δυστυχώς το μέλλον δε φαίνεται ελπιδοφόρο. Αυτή την αίσθηση δεν την έχω μόνο εγώ, αλλά και οι περισσότεροι απ’ όσους συνομιλώ και ανήκουν στη γενιά μου, την περιβόητη Gen Z. Σπουδές, κορωνοϊός, δουλειές part-time με πενιχρά χρήματα και μισά ένσημα, ταμείο ανεργίας, μετά ξανά στην αγορά εργασίας πάλι με τις ίδιες συνθήκες με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα να είναι συνεχώς στο κόκκινο. Αυτή είναι μία περίληψη της έως τώρα εργασιακής μας εμπειρίας και η αλήθεια ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα -γι’ αυτό είμαστε παγιδευμένοι σε στρεσογόνες θέσεις εργασίας χωρίς προοπτικές.
Όλοι μας είμαστε αναλώσιμοι, η απόλυση μπορεί να έρθει από στιγμή σε στιγμή με τον κίνδυνο της μη καταβολής της αποζημίωσης, οι αμοιβές μας δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό -και ούτε φαίνεται ότι θα συμβαδίσουν μετά τη νέα αύξηση των μισθών- και η κοινωνική πίεση είναι αδιάκοπη. «Εγώ στην ηλικία σου έπιανα την πέτρα και την έστυβα», «εγώ στην ηλικία σου ήμουν στην οικοδομή, εσύ τι κάνεις», «όλοι τεμπέληδες είστε», αυτές είναι μερικές από τις πιο συχνές ατάκες που ακούω από τους Baby Boomers, δηλαδή όσους γεννήθηκαν από το 1946 μέχρι και το 1964. Αν έπαιρνα 1€ κάθε που άκουγα μία από τις παραπάνω φράσεις, ίσως να είχα λιγότερο άγχος.
Τo 55% των Ελλήνων Gen Z αισθάνονται κοινωνική πίεση να προσποιούνται ότι αισθάνονται καλά ακόμα και όταν δεν αισθάνονται έτσι, γιατί και να προσπαθήσουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους θα λάβουν ως απάντηση κάποια τοξική ατάκα από τους boomers -που μόνο το ένα τρίτο από αυτούς αισθάνεται αυτή την πίεση.
Ζούμε σε μία αρκετά απαιτητική εποχή. Οι εργοδότες ζητάνε τουλάχιστον 2-3 χρόνια προϋπηρεσίας, αρκετά πτυχία, σεμινάρια, πιστοποιήσεις και καλό θα ήταν να ξέρετε και κάποια άλλη ξένη γλώσσα εκτός από τα αγγλικά για να σας προσφέρουν απλόχερα λίγα παραπάνω χρήματα από τον βασικό. Όσα περισσότερα χαρτιά έχει στην κατοχή του κάποιος, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να μην πνίγεται από την εργασιακή ανασφάλεια. Γιατί, οι περγαμηνές δεν προσφέρουν καλύτερες απολαβές, μόνο την υπεροχή έναντι των άλλων υποψηφίων για την πρόσληψη. Πλέον δεν έχουν όλοι την ίδια οικονομική και επομένως και χρονική ευχέρεια, να επενδύσουν στην εκπαίδευσή τους, με αποτέλεσμα να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.
Ωστόσο, σε πρώτη -μετά την κάλυψη των βασικών μας αναγκών- είναι η ψυχοθεραπεία, τόσο σε εμάς όσο και στους Millennials. Το 88% των προαναφερθέντων που συμμετείχαν σε μια έρευνα υπό τον τίτλο “Συναισθηματική Υγεία της γενιάς Ζ και των Millennials: τι κινητοποιεί τους νέους Ευρωπαίους;” χαρακτήρισαν τη συναισθηματική υγεία ως την πιο σημαντική πλευρά της ζωής τους, ενώ το 87% αξιολόγησε εξίσου υψηλά και τη σωματική του υγεία. Βάσει της έρευνας, οι Έλληνες συμμετέχοντες κατέγραψαν το υψηλότερο ποσοστό (93%) μεταξύ των Ευρωπαίων γεγονός που ότι όχι μόνο έχει σταματήσει να είναι ταμπού η ψυχοθεραπεία, αλλά και ότι έχει αναχθεί πλέον σε βασική ανάγκη.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε από την Merck, μια εταιρία επιστημών και τεχνολογίας και το 50% των εργαζομένων της ανήκουν στις γενιές Ζ και Μillennials. «Οι μελλοντικοί εργαζόμενοι και συνεργάτες μας, είναι μέρος αυτών των γενεών. Συνεπώς, ένας από τους στόχους μας είναι να ακούσουμε τις νεότερες γενιές, να μάθουμε για τις ανησυχίες και τις επιθυμίες τους και να τις εντάξουμε στην ατζέντα μας» επισήμανε η Susan King-Barnardo, Διευθύνουσα Σύμβουλος και Γενική Διευθύντρια για τη Merck στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Μεγάλο μέρος της Gen Z άρχισε την εργασιακή αναζήτηση εν μέσω κορωνοϊού και ενός κύματος κινημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης, στο συμπεριλαμβανόταν και το MeToo. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, το να ζητάς αυτό που χρειαζόσουν έγινε δεδομένο για πολλούς εργαζόμενους. «Αυτό που έκανε η πανδημία ήταν ότι αφαίρεσε την πανοπλία», είπε στο Insider η ψυχολόγος Davina Ramkissoon, που ειδικεύεται σε θέματα εργασίας. «Οι ηγέτες ήταν σε θέση να είναι ευάλωτοι επειδή υπέφεραν οι ίδιοι· όλοι περνούσαμε το ίδιο πράγμα σε μια παράλληλη διαδικασία». Ωστόσο, το να διεκδικούν οι Gen Zeners τα δεδουλευμένα του, την παροχή των απαιτούμενων ενσήμων, τα επιδόματα και να μη δουλεύουν απλήρωτες υπερωρίες, ενέχει ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο, αυτόν της απόλυσης. Η Ramkissoon επισήμανε, επίσης, ότι οι νέοι εργαζόμενοι που μιλούσαν για τις συναισθηματικές τους ανάγκες στο επαγγελματικό τους περιβάλλον, φαίνεται ότι έφερναν σε άβολη και δυσάρεστη τις παλαιότερες γενιές.
Όπως είπαμε στην αρχή το πρόβλημα δεν αφορά μονό την Ελλάδα. Είναι παγκόσμιο. Ας φέρουμε ως παράδειγμα τους νεαρούς Βρετανούς, 18-24 ετών, οι οποίοι βρίσκονται ολοένα και περισσότερο αντιμέτωποι με ψυχικές νόσους, που τους εμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με μια έρευνα του κέντρου μελέτης Resolution Foundation. Οι νέοι έχουν σήμερα «τη χειρότερη ψυχική υγεία από όλες τις ηλικιακές ομάδες» και το κέντρο μελέτης απευθύνει έκκληση για τη λήψη μέτρων εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστεί αυτή η μάστιγα και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας «χαμένης γενιάς».
Στη κακή ψυχική υγεία, εκτός από την πανδημία, συνέβαλαν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως και τα φαινόμενα παρενόχλησης τα οποία διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην έξαρση των ψυχικών ασθενειών στους νέους. Όμως, η έρευνα τονίζει επίσης ότι «η (πολύ ευπρόσδεκτη) μείωση του στιγματισμού των προβλημάτων ψυχικής υγείας τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι περισσότεροι νέοι έχουν την τάση σήμερα να γνωστοποιούν τα συμπτώματά τους σε σύγκριση με το παρελθόν». Αυτές οι δυσκολίες, πέραν του αντίκτυπου στην προσωπική ζωή των νέων, έχουν επιβλαβείς συνέπειες και στην επαγγελματική διαδρομή τους, τα εισοδήματά τους και επιπτώσεις στους εργοδότες και τα οικονομικά του Κράτους, συνεχίζει η Resolution Foundation. Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι νέοι που πάσχουν από ψυχικές νόσους είναι όλο και συχνότερα άνεργοι και καταλαμβάνουν χαμηλόμισθες θέσεις απασχόλησης σε σύγκριση με άλλους νέους της ίδιας ηλικίας.
Μία άλλη έρευνα, παγκόσμια αυτή τη φορά, τονίζει ότι το 91% των νέων ηλικίας 18-24 ετών αναφέρουν ότι πάσχουν από μόνιμο στρες – έναντι 84% του γενικού πληθυσμού. Η γενιά Z αναδεικνύεται ως η δημογραφική ομάδα με το μεγαλύτερο στρες στον εργασιακό χώρο και σχεδόν το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων 18-24 ετών (το 23%) προσθέτει ότι αντιμετωπίζει συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout). Το άγχος φαίνεται να καταβάλλει τη νέα γενιά, η οποία το 2025 θα αποτελεί το 27% του εργατικού δυναμικού στις χώρες του ΟΟΣΑ και το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Όπως είναι φυσικό, αν η Gen Z νιώθει παγιδευμένη, το αίσθημα της παραίτησης θα είναι συνεχές και θα έχει κοινωνικοικονομικό αντίκτυπο.
Την ίδια στιγμή με το αυξημένο άγχος τους, τα χρήματά τους δεν επαρκούν για να υποστηρίξουν όλοι τους οικονομικά την ψυχοθεραπεία, γιατί στη χώρα μας είναι άμεσα προσβάσιμη μόνο σε ιδιωτικό επίπεδο. Και η αλήθεια είναι ότι δε νομίζω να γίνει σύντομα δημόσια γιατί ακόμα μελετάται τι απαιτείται για να θεωρηθεί κάποιος ψυχοθεραπευτής σύμφωνα με την τέως υφυπουργό Υγείας, Ζωή Ράπτη. Όπως είχε δηλώσει στο OW, μόνο η Αυστρία το έχει κάνει μέχρι στιγμής. «Είναι ζητούμενο, λοιπόν, της επόμενης κυβέρνησης στη χώρα μας να ορίσει το ποιος μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτής, ούτως ώστε να δούμε αν υπάρχει και η δυνατότητα αποζημίωσης από τον ΕΟΠΥΥ τέτοιων συνεδριών και για πόσο διάστημα. Για την ώρα δεν αποζημιώνονται αυτές οι υπηρεσίες. Ο ΕΟΠΥΥ αποζημιώνει τις υπηρεσίες που σας είπα προηγουμένως. Δηλαδή είναι δωρεάν τα Κέντρα Ημέρας και η λειτουργία της Εθνικής Γραμμής Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 1030», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Από τη στιγμή που η Gen Z δεν έχει χρήματα για να κάνει ψυχοθεραπεία και μέχρι να οριστεί ποιος μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτής, πώς θα μειωθεί το άγχος της; Συνομιλώντας με επισφαλείς ανθρώπους της γενιάς μου, οι περισσότεροι τόνισαν ότι αν οι εργοδότες τους, τους προσέφεραν οικονομικά όσα προβλέπει ο νόμος κι αν πράγματι περιορίζονταν στο job description τους -και δεν επιβαρύνονταν και με άλλες αρμοδιότητες- τότε δεν θα ένιωθαν τόσο έντονα το αίσθημα της αδικίας και το άγχος τους θα μειωνόταν έστω και κατά κάποιο ποσοστό.
Όπως μου λένε, επειδή δε βλέπουν στον ορίζοντα προοπτικές και συμβαδίζουν διαρκώς με την αβεβαιότητα, είναι απόλυτα διεκπεραιωτικοί και προσπαθούν να μην παραμένουν ούτε ένα λεπτό παραπάνω πέραν του ωραρίου τους στην εργασία τους, «εκτός κι αν υπάρχει μεγάλη ανάγκη». Το άγχος πνίγει τους νέους, που έχουν σταματήσει να έχουν όραμα, που έχουν εγκαταλείψει το όνειρο της αγοράς ενός σπιτιού, που λαμβάνει μισθούς ανειδίκευτου εργάτη. Δεν ξέρω αν η Gen Z θα καταλήξει «χαμένη γενιά» εργασιακά, αλλά αν το περιβάλλον προσφέρει ασφάλεια και υγιείς ψυχικά συνθήκες, τότε μόνο ίσως θα καταφέρει να γλιτώσει.