Καθώς η Οικία των Vettii της Πομπηίας ανοίγει επιτέλους ξανά μετά από μια μακρά διαδικασία αποκατάστασης, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία φαίνεται να παλεύουν με το πώς να αναφερθούν στην ποικιλόμορφη ρωμαϊκή σεξουαλική κουλτούρα που τόσο καλά καταγράφεται στα ερείπια της πόλης.
Το Metro άνοιξε με τον τίτλο «Το πολυτελές σπίτι της Πομπηίας που λειτουργούσε και ως οίκος ανοχής παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα τέχνη στους τοίχους του», ενώ η Guardian έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην τοιχογραφία του Πρίαπου, του θεού της γονιμότητας (που απεικονίζεται να ζυγίζει το υπερμεγέθες πέος του σε μια ζυγαριά με σακούλες με νομίσματα), καθώς και τις ερωτικές τοιχογραφίες που βρέθηκαν δίπλα στην κουζίνα.
Η Daily Mail, από την άλλη παραδόξως δεν είπε τίποτα για τις ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και αντ’ αυτού εστίασε στα «ιστορικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού σχεδιασμού του οίκου».
Όπως όλα δείχνουν οι σεξουαλικές εικόνες στα ερείπια της Πομπηίας φαίνεται να μπερδεύουν όσους γράφουν γι’ αυτήν.
Επανεξετάζοντας τη ρωμαϊκή σεξουαλικότητα
Ως κοινωνιολόγος, γνωρίζω πολύ καλά τους τρόπους με τους οποίους οι σύγχρονοι ομοφυλόφιλοι άνδρες αναζητούν στην αρχαία Ρώμη αποδείξεις ότι πάντα υπήρχε ομοφυλοφιλία.
Είναι πλέον σαφές στην ερευνητική κοινότητα ότι τέτοιες απλές αναγνώσεις της ομοφυλοφιλίας στην κλασική ιστορία είναι λανθασμένες. Αυτό συμβαίνει επειδή οι σχέσεις του ίδιου φύλου μεταξύ των Ρωμαίων ζούσαν και σκέφτονταν με πολύ διαφορετικούς τρόπους από τον δικό μας.
Η ρωμαϊκή σεξουαλικότητα δεν διαμορφωνόταν με βάση το φύλο των συντρόφων, αλλά με βάση την εξουσία. Το φύλο του σεξουαλικού συντρόφου ενός ελεύθερου άνδρα ήταν λιγότερο σημαντικό από την κοινωνική του θέση.
Η κοινωνικά αποδεκτή ρωμαϊκή σεξουαλικότητα αφορούσε την εξουσία, η εξουσία αφορούσε τον ανδρισμό – και η ρωμαϊκή πατριαρχική σεξουαλικές κουλτούρα ήταν η επιβεβαίωση και των δύο. Ένας ενήλικος ελεύθερος άνδρας μπορούσε να κάνει σεξ ως ενεργητικός σύντροφος με οποιονδήποτε με χαμηλότερη κοινωνική θέση – συμπεριλαμβανομένων των γυναικών ή των σκλάβων και των σεξεργατών και των δύο φύλων.
Παρ’ όλα αυτά, ήταν στρατηγικής πολιτικής σημασίας για το πρώιμο ομοφυλοφιλικό κίνημα να επινοήσει έναν δικό του μύθο προέλευσης και να αφηγηθεί την ιστορία με μορφές του παρελθόντος που όπως πίστευαν υπήρξαν ακριβώς σαν αυτούς.
Η άλλη όψη των σύγχρονων αντιλήψεων για την ομοφυλοφιλία που διαβάζονται στη ρωμαϊκή ιστορία, είναι ο τρόπος με τον οποίο η εκτεταμένη παρουσία του σεξ στην αρχαία Ρώμη (συμπεριλαμβανομένων των γκράφιτι και της οπτικής κουλτούρας που σώζονται στην Πομπηία) έχει αποκηρυχθεί ή – τουλάχιστον – αποσιωποιηθεί από την κυρίαρχη σύγχρονη κουλτούρα.
Η πορνογραφία στην Πομπηία
Το φαινόμενο αυτό ξεκίνησε όταν ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά στην Πομπηία αντικείμενα με σεξουαλικό περιεχόμενο, ωθώντας τους αρχαιολόγους να τα διατηρήσουν λόγω της ιστορικής τους αξίας, αλλά να τα κρατήσουν κρυμμένα από το ευρύ κοινό σε «μυστικά μουσεία» λόγω του άσεμνου περιεχομένου τους.
Πράγματι, η επινόηση της λέξης «πορνογραφία» ήταν αποτέλεσμα της αρχειακής ανάγκης να ταξινομηθούν αυτά τα ρωμαϊκά αντικείμενα. Ο όρος «πορνογράφοι» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να χαρακτηρίσει τους δημιουργούς αυτών των ρωμαϊκών εικόνων στο εγχειρίδιο του Karl Otfried Müller για την αρχαιολογία της τέχνης (Handbuch der Archäologie der Kunst), από το 1830.
Η ειδησεογραφική κάλυψη γύρω από την επαναλειτουργία της Οικίας των Vettii είναι ένα τέτοιο παράδειγμα της κυρίαρχης σύγχρονης κουλτούρας που παρουσιάζει με αποστειρωμένο τρόπο τη ρωμαϊκή ιστορία.
Όταν εστιάζουν στην τοιχογραφία του Πρίαπου, για παράδειγμα, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία σπεύδουν να ισχυριστούν ότι το υπερμεγέθες πέος του θεού ήταν απλώς μια μεταφορά για τον πλούτο που είχαν συσσωρεύσει οι άνδρες στους οποίους ανήκε το σπίτι. Το ζευγάρι αφού απελευθερώθηκε από τη δουλεία είχε δημιουργήσει την περιουσία του πουλώντας κρασί.
Αυτή η ανάγνωση της τοιχογραφίας, αν και δεν είναι απαραίτητα λανθασμένη, παραβλέπει τον πιο σύνθετο -και γι’ αυτό το λόγο πιο ενδιαφέροντα- ρόλο των φαλλικών εικόνων στη ρωμαϊκή κουλτούρα.
Όπως γράφει ο κλασικιστής Craig Williams, οι εικόνες ενός υπερ-προικισμένου, υπερ-αρσενικού Πρίαπου που ήταν ευρέως διαδεδομένες στον ρωμαϊκό πολιτισμό λειτουργούσαν όχι μόνο ως πηγή ταύτισης αλλά και ως αντικείμενο επιθυμίας για τους Ρωμαίους άνδρες – αν όχι για τους διεισδύσει ένας μεγάλος φαλλός, τότε τουλάχιστον για να ευχηθούν να ήταν δικός τους.
Ο Πρίαπος, με τον μεγάλο ανδρισμό του και την ασίγαστη επιθυμία του να κυριαρχεί τους άλλους μέσω της διείσδυσης ήταν, μας λέει ο Williams: «κάτι σαν τον προστάτη άγιο ή τη μασκότ της ρωμαϊκής ματσίλας».
Τι λείπει από την ιστορία;
Η ειδησεογραφική κάλυψη των ερωτικών τοιχογραφιών που βρέθηκαν σε ένα μικρότερο δωμάτιο του οίκου, υποστηρίχτηκε ότι αποτελούν απόδειξη ότι το δωμάτιο αυτό χρησιμοποιήθηκε για σεξουαλική εργασία.
Ενώ ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει απόλυτα αυτή την άποψη, άλλοι το θεωρούν απίθανο. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί υποστηρίζουν ότι οι ερωτικές τοιχογραφίες σε αυτό το δωμάτιο (το οποίο πιθανότατα ανήκε στη μαγείρισσα του σπιτιού) είχαν μάλλον δωριστεί στον αγαπημένο σκλάβο των Vettii και ταιριάζουν πολύ με την ευρύτερη αισθητική της ιδιότυπης υπερβολής που χαρακτηρίζει το σπίτι στο σύνολό του.
Σε έναν πολιτισμό όπου το σεξ δεν ήταν ταμπού, αλλά αντίθετα προβαλλόταν ως ένδειξη δύναμης, πλούτου και πολιτισμού, είναι δίκαιο να υποθέσουμε ότι οι ερωτικές απεικονίσεις δεν θα ανήκαν μόνο στους οίκους ανοχής. Το σεξ υπήρχε παντού στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένων των λογοτεχνικών έργων και των εικαστικών τεχνών.
Όταν διάβασα τις πρόσφατες ειδήσεις, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι οι ερμηνείες τους, αν και δεν ήταν εντελώς λανθασμένες, ήταν πολύ στρεβλές και παρουσίαζαν τις ρητές τοιχογραφίες είτε ως μεταφορές για κάτι πιο ευγενές, είτε ως κάτι που περιοριζόταν σε έναν συγκεκριμένο χώρο της ρωμαϊκής ζωής – τον οίκο ανοχής.
Ίσως αυτές οι αναγνώσεις να είναι προνομιούχες έναντι άλλων, επειδή διστάζουμε να δεχτούμε ότι το σεξ στον αρχαίο ρωμαϊκό πολιτισμό – έναν πολιτισμό που τόσο συχνά μυθοποιείται ως «προέλευσή» της ομοφυλοφιλίας – γινόταν με τρόπους με τους οποίους δεν νιώθουμε άνετα κι έτοιμοι να αποδεχτούμε.