Αυτό δεν είναι ένα κείμενο για την σεξεργασία, το ανδρικό βλέμμα πάνω στις γυναίκες και τις θηλυκότητες, αυτό δεν είναι ένα κείμενο για την σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος και τα δικαιώματα των γυναικών. Υπάρχουν εξαιρετικά τέτοια κείμενα, πραγματείες, διπλωματικές εργασίες, έχει ανοίξει πολύ ωραία ο διάλογος σε σχέση με αυτά τα πολύ σοβαρά θέματα, ενισχύοντας την ενδυνάμωση κάποιων γυναικών-κυρίως εκτός του χώρου της σεξεργασίας, μιας που το κοινό στο οποίο συνήθως απευθύνονται δεν έχει σχέση με την κοινότητα των γυναικών που είναι θύματα τράφικινγκ ή οτιδήποτε τέτοιο. Γυναίκες ειδήμονες στις νεόκοπες σπουδές φύλου, πληγωμένες σύζυγοι-κόρες-μάνες-σύντροφοι από κάποιον άντρα ή την ίδια την ζωή (που την ταυτίζουν συχνότατα με την πατριαρχία, δηλαδή ζωή=πατριαρχία), γυναίκες που δεν χρειάστηκε να βιοποριστούν ποτέ κάνοντας σεξ, γυναίκες που έχουν αντιμετωπίσει άλλου τύπου δυσκολίες.

Το gap που υπάρχει ανάμεσα στην άποψη ότι η γυναίκα αντικειμενοποιείται και εξαναγκάζεται στην αρένα της πατριαρχίας να βγει γυμνή και να πουλήσει το κορμί της με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και στην άλλη άποψη (και υπαρκτότατη πραγματικότητα) ότι η γυναίκα επιθυμεί και δικαιούται να διαθέτει το σώμα της κατά βούληση, ενώ μάλιστα πολλές γυναίκες κονσοματρίς-στρίπερ-συνοδοί πολυτελείας-σεξεργάτριες απολαμβάνουν τα χρήματα που κερδίζουν, την δουλειά τους η οποία έχει δυσκολίες αλλά δεν τις θέλει και 7 η ώρα το πρωί σε καμιά γραμμή παραγωγής στο εργοστάσιο φέρνει ορισμένους ανθρώπους σε άβολη θέση. Κάναμε αυτήν ακριβώς την συζήτηση με την έγκριτη δημοσιογράφο Έλενα Μοσχίδη, την συγγραφέα ενός βιβλίου που διείσδυσε στην ζωή της πόρνης, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η Έλενα μού είπε ότι καμία από τις δεκάδες ιερόδουλες που συνάντησε δεν απαίτησε ή κιόλας, ούτε καν επιθύμησε, να την αποκαλούν σεξεργάτρια. Γνωρίζω κι εγώ από πρώτο χέρι ότι κοπέλες που δουλεύουν στο σεξ θέλουν σεβασμό, καθαριότητα, εντιμότητα, όχι πολιτική ορθότητα. Ακόμα πιο άβολο είναι να ανοίγει η κουβέντα γύρω από την επιθυμία κάποιων γυναικών (που, όχι, δεν είναι η Μπέλα των Poor Things) να εκπορνευτούν ή να κερδίσουν χρήματα από τις πατούσες ή τους πισινούς τους. Το ε-πι-θυ-μούν. Οι λόγοι πίσω από τους οποίους το επιθυμούν φυσικά και είναι σύνθετοι, φυσικά και συνδέονται με την πατριαρχία. Το ίδιο άλλωστε μπορεί να ισχύει για την επιθυμία ενός αγοριού να γίνει πιλότος ή ενός κοριτσιού να γίνει νηπιαγωγός ή ενός αγοριού να γίνει make up artist και ενός κοριτσιού να γίνει οδηγός ταξί. Ελπίζω να γίνομαι κατανοητή.

Στην εποχή μας, για κάθε άνθρωπο που έχει ξεστραβωθεί να διαβάσει λίγο και να δει τι γίνεται με τα φύλα, τα στερεότυπα, τις καταπιέσεις και την σεξουαλικότητα, είναι λογικό το βλέμμα του, το βλέμμα μας, να διαθέτει αρκετά φίλτρα. Η διεκδίκηση της δικαιοσύνης και το ανακάτεμα του χυλού δεν είναι πάντα εύκολες διαδικασίες-βασικά, δεν είναι ποτέ εύκολες και, συχνά, μπορεί να είναι δυσάρεστες, να αλλοιώσουν πλήρως την αισθητική μας, τις ιδέες που νομίσαμε πως είχαμε δικές μας, μπορεί να μας κάνουν να ξενερώσουμε για τα καλά. Προσπαθώ να αντιστέκομαι σθεναρά σε κάθε λογής απολυτότητες και ευκολίες. Τα στριπτιτζάδικα δεν κλείνουν επειδή υπάρχει προσφορά και ζήτηση, επειδή κάποιοι άνθρωποι (από όλες τις μπάντες της κατάστασης, δηλαδή και της ζήτησης και της προσφοράς) γουστάρουν να βρίσκονται εκεί.

Δε θέλω να ξεπλύνω το σύστημα από τις σάπιες, αληθείς πληγές του. Θέλω να ξεπλύνω τα μάτια μου από την σαπίλα της ανθρώπινης κατάστασης που αδυνατεί, συχνά, να υπάρξει εκτός Άποψης, Θέσης και Στάσης ζωής. Θέλω να πάω στο Alcatraz -χρόνια πάω στο Alcatraz. Πηγαίνω και γράφω, όχι για να το παίξω Ηλίας Πετρόπουλος και Τσάρλς Μπουκόφσκι. Όχι γιατί αυτοί οι χώροι έχουν τους συμβολισμούς που είχαν κάποτε -κάποτε η πουτάνα ήταν ιερή, ήταν παλλακίδα, ήταν υπερήφανη πάροχος ηδονών και ψυχοθεραπειών. Πάω γιατί τα κορμιά (γυναικών, αλλά και αντρών) βρίσκονται κουρδισμένα σε ερωτικές δονήσεις, ενώ έξω η ζωή μαίνεται και φυσά φουλ αντιερωτικά, φουλ καχύποτπα, φουλ μιζέρικα πολλές φορές, τις περισσότερες φορές. Γιατί το σεξ έχει γίνει δυσκολότερο από ποτέ, μες στην υποτιθέμενη ευκολία διάθεσής του. Γιατί ένα σώμα που στριφογυρίζει αργά από έναν στύλο είναι ποιητική πράξη με τον τρόπο του σινεμά και της τέχνης. Γιατί μπαίνω σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μου. Γιατί νιώθω τα ένστικτα υπαρκτά ξανά, ακονισμένα, εξασκημένα στην ομορφιά της γυμνότητας, των περίτεχνων εσωρούχων και στολιδιών που αναδεικνύουν κάθε καμπύλη και οπή.

Παυσίλυπες μπάρες και λικνίσματα

Μιλώ με την Κριστίνα στο μπαρ, πίνουμε σφηνάκια (το δικό της πανάκριβο, γιατί κρατά προμήθεια), κοιταζόμαστε με την Κριστίνα, απορώ για την ζωή της, αδιαφορεί για την δική μου, ίσως παραξενεύεται λίγο τι δουλειά έχω εκεί, στο γήπεδό της, μόνη, με μια φίλη ή με τον σύντροφό μου, συναλλάσσομαι ανθρωπίνως χωρίς να περιμένω κάτι, να θέλω να δείξω κάτι, να θέλω να χτίσω κάτι. Τα στριπτιτζάδικα είναι οι ναοί του παροντικού, στιβαρού χρόνου, ένα τώρα ακοολούχο, ερεθιστικό, υπενθυμίζουν στη λίμπιντό μας την χρήση των υπόλοιπων αισθήσεων πλην της αφής-υπάρχει και η αφή, υπάρχει το παιχνίδι του «χορού», ιδιωτικά, αρχαιοπρεπώς, ιεροτελεστικά. Στην φύση, τα αρσενικά εξωτικά πουλιά καλούν ερωτικά τις κοπέλες τους χορεύοντας με την ουρά και τα φτερά τους, στην ανθρώπινη φύση που μεταβολίζεται σε κοινωνία και σε καθεστώς πιθανά, οι γυναίκες πλουμίζονται και φτιασιδώνονται, κουνιούνται, προσκαλούν, προκαλούν τους αρσενικούς, την στύση τους, το πρόσκαιρο ή οριστικότερο τάξιμό τους σε εκείνες.

Από το μπαρ του Alcatraz χαζεύω ένα ωραίο γκέι αγόρι να χάσκει απέναντι στα γεμάτα τατουάζ μπράτσα και μπούτια ενός χορευτή που καμώνεται τον πυροσβέστη. Μια γυναικοπαρέα παραληρεί, ένας μεθυσμένος κατεβάζει μονομιάς το τέταρτο ουίσκι του, δεν ξέρεις αν είναι 2000, 1995 ή 2027, ο μπάρμαν πρυτανεύει στον χώρο, ο dj δίνει το τέμπο με sex songs, ρυθμικά, επιτελεστικά που ηχούν αλλιώς όταν χορεύονται από δεκάδες γυμνούς κώλους στην πίστα, ο έρωτας κάνει λίγο χώρο στην ορμή, η ορμή τελικά γίνεται έρωτας κι αυτή, έρωτας για το ωραίο, το ξένο, το ποθητό που η μοίρα του είναι, όταν κατακτηθεί, να λιγοστέψει. Οι άνθρωποι που ήρθαν για να καυλώσουν απόψε σε ένα τέτοιο μαγαζί, ένα στριπτιτζάδικο, δεν γουστάρουν απλώς ψηφιακές μαλακίες, μικρά βιντεάκια με λάγνα βλέμματα, δεν θέλουν τίποτα μόνο για πάρτη τους για να το καταναλώσουν μοναχικά στο διαμέρισμά τους, πιθανά με την γυναίκα ή τον άντρα τους να κοιμάται στο έσα δωμάτιο. Στο στριπτιτζάδικο όλες, όλοι είμαστε συνένοχοι μιας κατάστασης, συνυπεύθυνοι για την δημιουργία μιας ατμόσφαιρας, είμαστε κομμάτια ενός εύθραυστου παζλ, το κορίτσια σχολούν το πρωί με χλωμά πρόσωπα, όχι τόσο ευτυχισμένα όσο νομίζουν οι κρυπτοτολμηροί γαμιάδες και αυνάνες, όχι τόσο δυστυχή όσο θαρρούν και θεωρούν οι κρυπτοδυτυχισμένες επικρίτριες του ζωογόνου ανδρικού βλέμματος, απλώς κουρασμένα, τρώνε μια σούπα ή σάντουιτς, χυμό, ζεσταίνουν το Iqos, ετοιμάζονται για ένα τηλεφώνημα στην Γεωργία ή την Λεκορωσία με τις μάνες τους, αλλά αυτό δεν μας αφορά, δεν θέλουν εκείνες να μας αφορά, εκείνες θέλουν να είναι μαγικές και αστεράτες, μες στις θολούρες του μαγαζιού, ονειρεύονται ίσως (ίσως και όχι) έναν καθόλου πολύπλοκο έρωτα, να ξυπνούν πρωί με τον άντρα των μελλοντικών τους χρόνων κι αυτός να τις πηγαίνει μια βόλτα στην θάλασσα (την φάλασσά τους), χωρίς να νιώθουν ούτε λίγο θύματα, ούτε λίγο υπό, ούτε λίγο καταπιεσμένες.

Σπίτι τους, αφαιρούν τα καλσόν, τα στρας, τις βλεφαρίδες, λούζονται με μάτια κλειστά, φορούν φαρδιά κιλότα άνετη βαμβακερή, την φλις ρομπίτσα, γέρνουν ή κάνουν καφέ, σκρολάρουν, νυστάζουν, ορέγονται, σκέφτονται την ερχόμενη νύχτα όπως εμείς το επόμενο πρωί το γραφείο μας, στο τέλος κάθε βαρύγδπυπης ανάλυσης που προσλαμβάνει τη σύνθετη ανθρώπινη κατάσταση ως φύλα/τάξεις/καταγωγές, απομένει αίμα, κόκαλα, σπέρμα, δόντια, χέρια που χάιδεψαν ή χτύπησαν, ψυχές που πέταξαν ή ισοπεδώθηκαν. Θέλω να πάω στο Alcatraz ξανά, μετά να κάνω έρωτα μέχρι το πρωί, να φαντασιωθώ πως είμαι χορεύτρια της νύχτας, πως πληρώνω το νοίκι μου χάρη στα βυζιά μου, όχι χάρη στα γραπτά μου, όλα πώληση και αγορά είναι ούτως ή άλλως, συχνά εκπόρνευση, μέρα-νύχτα, εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, κάποια γωνιά στον Παράδεισο έχει ένα στριπτιτζάδικο, κάποια γωνιά στην κόλαση έχει ένα δωμάτιο όπου άνθρωποι συζητούν, αναλύουν, παραθέτουν τσακώνονται και καπνίζουν αντί να καυλώνουν και αντί να αγγίζουν, να μυρίζουν, να γαμιούνται. Οι άκρες των δαχτύλων τους έχουν πρόκες και δεν μπορούν ούτε τον εαυτό τους να χαϊδέψουν.