Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ Α’, η Αγγλία γνώρισε το πρώτο ίσως, αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας στον κόσμο. Θεσπίστηκαν νόμοι που προστάτευαν με επιτυχία τους ανθρώπους από τις αυξήσεις των τιμών των τροφίμων. Περισσότερα από 400 χρόνια αργότερα, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ Β’, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει και πάλι μεγάλες αυξήσεις στο κόστος ζωής.
Οι τιμές των τροφίμων, όπως και σχεδόν όλα τα άλλα προϊόντα, αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς, κι απ’ότι φαίνεται, η «εποχή των φθηνών τροφίμων» έχει τελειώσει, ενώ ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας έχει δηλώσει ότι «η ακρίβεια είναι εισαγόμενο πρόβλημα, την αντιμετωπίζει όλος ο πλανήτης».
Τέτοιες δηλώσεις έχουν συνδεθεί με τις τρικυμισμένες οικονομίες που προσπαθούν να ανακάμψουν από την πανδημία και τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς τροφίμων στον κόσμο. Έτσι, ίσως οι σημερινές Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να μάθουν κάτι από το νομοθετικό παράδειγμα της Ελισάβετ Α’.
Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, ήταν δεδομένο σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη ότι όταν οι τιμές των τροφίμων αυξάνονταν, θα υπήρχε συνακόλουθη αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας, καθώς οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και οι ασθένειες εξαπλώνονταν ταχύτατα μεταξύ των υποσιτισμένων.
Οι ελισαβετιανοί νόμοι περί φτωχών του 1598 και του 1601 ανέτρεψαν την κατάσταση στην Αγγλία. Αυτό που θεσπίστηκε, ήταν όντως πολύ αποτελεσματικό. ‘Όταν οι τιμές των τροφίμων αυξάνονταν υπερβολικά, οι τοπικές ενορίες ήταν υποχρεωμένες να δίνουν μετρητά ή τρόφιμα σε όσους δεν διέθεταν την οικονομική δυνατότητα να ψωνίσουν τρόφιμα και επομένως να τραφούν. Για πρώτη φορά στην ιστορία, έγινε παράνομο να αφήσει κανείς κάποιον να λιμοκτονήσει.
Οι νόμοι ήταν σαφείς και απλοί, και απαιτούσαν από την κάθε μία από τις πάνω από 10.000 αγγλικές ενορίες να δημιουργήσει και να καθιερώσει ένα ταμείο ανακούφισης για τη στήριξη των ευάλωτων πληθυσμών. Οι ομάδες των ευάλωτων πληθυσμών περιλάμβαναν τους κουτσούς, τους ασθενείς και τους ηλικιωμένους, καθώς και τα ορφανά, τις χήρες, τις ανύπαντρες μητέρες και τα παιδιά τους και όσους δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Οι κάτοχοι γης (γαιοκτήμονες ή οι ενοικιαστές τους) έπρεπε να καταβάλλουν φόρο προς το ταμείο ανάλογα με την αξία της εκμετάλλευσής τους.
Υπό την εποπτεία των τοπικών δικαστών, η διαφάνεια του συστήματος δεν παρείχε παραθυράκια για την αποφυγή του φόρου. Στην πραγματικότητα, ενθάρρυνε μια ακμάζουσα κουλτούρα φιλανθρωπικής προσφοράς που παρείχε πτωχοκομεία, θέσεις μαθητείας και νοσοκομεία για τους φτωχούς της ενορίας για την ανακούφιση της ανέχειας.
Με αυτόν τον πολλαπλασιασμό των τοπικών μικρο-κρατών πρόνοιας, η Αγγλία έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη για περισσότερα από 150 χρόνια που έθεσε ουσιαστικά τέρμα στην εκτεταμένη πείνα. Με αυτόν τον τρόπο, επέτρεψε επίσης στην Αγγλία να δεχτεί στη συνέχεια τον ταχύτερο ρυθμό αστικοποίησης στην Ευρώπη.
Μεταξύ του 1600 και του 1800, τεράστιος αριθμός νέων εγκατέλειψε τις αγροτικές ενορίες για να βρει δουλειά στις πόλεις, με τη σιγουριά ότι οι γονείς τους θα υποστηρίζονταν από την ενορία σε περιόδους ανάγκης – και ότι οι ίδιοι θα λάμβαναν βοήθεια αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Πολύ πριν από την άφιξη των πρώτων ατμομηχανών, οι νόμοι περί φτωχών είχαν δημιουργήσει ένα αστικό εργατικό δυναμικό που επέτρεψε στη βιομηχανική επανάσταση να απογειωθεί.
Η φτωχή κατάσταση των πραγμάτων
Στη συνέχεια, το 1834, όλα άλλαξαν. Το κόστος αυτού του επιπέδου προνοιακής υποστήριξης κρίθηκε υπερβολικά υψηλό και αντικαταστάθηκε από ένα νέο, σκόπιμα σκληρό σύστημα, στο οποίο οι φτωχότεροι άνδρες και γυναίκες χωρίζονταν μεταξύ τους και από τα παιδιά τους και τους παρείχαν μόνο χυλό με αντάλλαγμα κουραστικές δουλειές σε πτωχοκομεία σε εξευτελιστικές συνθήκες. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης των πτωχοκομείων σχεδιάστηκαν έτσι επί τούτου, ώστε να δημιουργεί φόβο, αναγκάζοντας τους φτωχούς να προτιμήσουν την εργασία – για όποιον άθλιο μισθό προσέφερε η αγορά.
Αυτή η εκδοχή νομοθεσίας για τους φτωχούς, είναι και αυτή που χαράκτηκε στη λαϊκή μνήμη, γνωστή από τα βιβλία του Κάρολου Ντίκενς, επισκιάζοντας το επιτυχές μοντέλο της νομοθεσίας της Ελισάβετ Α’ που αφορούσε την προνοιακή μέριμνα για τους φτωχούς. Αλλά πρόσφατη έρευνα έχει αναδείξει πώς ο ελισαβετιανός νόμος άλλαξε ολόκληρη τη βρετανική ιστορία – παρέχοντάς μας σημαντικά διδάγματα για το (ανύπαρκτο) σημερινό σύστημα πρόνοιας και τις πιέσεις του ολοένα αυξανόμενου του κόστους ζωής.
Ακριβώς όπως οι παλιοί νόμοι περί φτωχών στήριξαν μια εξαιρετική περίοδο οικονομικής ευημερίας, έτσι και το κράτος πρόνοιας του Ηνωμένου Βασιλείου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι χρηματοδοτούμενες από φόρους επενδύσεις στην εκπαίδευση (δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια) και το νεοσύστατο ΕΣΥ (NHS) διεύρυναν τις ευκαιρίες και το βιοτικό επίπεδο, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο απολάμβανε πάνω από δύο δεκαετίες την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας στην ιστορία του (1951-73).
Σήμερα, οι άνθρωποι τακτικά αναφέρουν ότι αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ φαγητού και θέρμανσης, καθώς οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας αυξάνονται κατακόρυφα. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη αποζημίωση για εκείνους των οποίων οι μισθοί και τα επιδόματα δεν φτάνουν αρκετά ψηλά. Μια έκτακτη παροχή, όταν εκατομμύρια νοικοκυριά αντιμετωπίζουν τόσο την ενεργειακή όσο και την επισιτιστική φτώχεια, δεν είναι παρά ένα προσωρινό τσιρότο.
Μέχρι να υπάρξει μόνιμη αύξηση των πληρωμών του δικτύου ασφαλείας για όσους λαμβάνουν καθολική πίστωση, οι τράπεζες τροφίμων θα συνεχίσουν να πολλαπλασιάζονται και τα παιδιά θα συνεχίσουν να πηγαίνουν στο σχολείο πεινασμένα. Η σύνδεση μεταξύ πλούτου και φορολογίας χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά από τους Ελισαβετιανούς, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ανισότητας. Αλλά η σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία διευκολύνει τα υπεράκτια κέρδη και την ολοένα αυξανόμενη ανισότητα.
Οι νόμοι για τους φτωχούς μπορεί να απείχαν κατά πολύ από ένα τέλειο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, αλλά το γεγονός ότι η προστασία των φτωχότερων της κοινωνίας οδήγησε ένα κράτος σε ευρεία οικονομική ανάπτυξη, αποτελεί ένα μάθημα ιστορίας που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί από καμία κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του ολοένα αυξανόμενου κόστους ζωής.