Επί 40 χρόνια o, Γερμανός στην καταγωγή, Ρόνι φτιάχνει ποτά πίσω από το μπαρ. Τα κλασικά ποτά, αλλά και όλων των ειδών τα κοκτέιλ που τα έμαθε από τον πατέρα του, ο οποίος δούλευε επί χρόνια ως μπάρμαν σε γερμανικά κρουαζιερόπλοια.
Επί 40 χρόνια ο, Έλληνας γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Μιχάλης παίρνει τα ποτήρια με την πολύτιμη αιθυλική αλκοόλη κάθε είδους και απόσταξης και τα προσφέρει, μέσα από έναν όμορφο δίσκο, στους θαμώνες του μπαρ –οι περισσότεροι εκ των οποίων συναγελάζονται είτε καθήμενοι στη μπάρα, είτε σε 7-8 μικρά, στρογγυλά τραπέζια εντός του χώρου.
Επί 40 χρόνια, οι πελάτες μέσα στο μπαρ «μεθούσανε και πίνανε απ’ τα φιλιά που δίνανε / και σβήναν μία μία οι φωτιές».
Επί 40 χρόνια, ο Μιχάλης και ο Ρόνι αλλάζουν, εναλλάξ, τα βινύλια στο πικάπ ή τα cd στην σιντιέρα –το μαγαζί παίζει μόνο παλιά τζαζ ή κλασική μουσική.
Επί 40 χρόνια το Witzwort στον Άλιμο κλείνει (αυστηρά παρακαλώ, ένεκα και της γερμανικής επιρροής…) τις καθημερινές στις 2 και τις Παρασκευές και τα Σάββατα στις 3 το πρωί.
Αυστηρά όμως.
Οι ίδιοι οι θαμώνες γνωρίζουν, μάλιστα, και το «συνθηματικό» της αποχώρησής τους: επί 40 χρόνια, ο Ρόνι έχει καθιερώσει, ως αποχαιρετιστήριο τραγούδι, να παίζει από το πικάπ το τραγούδι της Λιλί Μαρλέν, το εμβληματικό αυτό τραγούδι από την Γερμανία του Μεσοπολέμου, τραγουδισμένο από την Μάρλεν Ντίντριχ.
Με το που ακουστεί ο στίχος «Wie einst Lili Marleen», τα φώτα, που ήταν μέχρι πρότινος χαμηλωμένα, αυτομάτως αρχίζουν να ανάβουν σιγά σιγά.
Οι θαμώνες πληρώνουν τα ποτά τους, ο Μιχάλης θα πει τις τελευταίες κουβέντες με τους φίλους του – γιατί κανείς στο Witzwort δεν είναι αποκλειστικά και μόνο «θαμώνας» – και μετά θα βοηθήσει τον Ρόνι να καθαρίσουν το μπαρ.
Το Witzwort θα κλείσει για λίγες ώρες, αλλά οι αναθυμιάσεις από την αιθυλική αλκοόλη, τον καπνό και τις ομιλίες των πελατών του θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέχρι το επόμενο βράδυ που θα ξανανοίξει, κλασικά στις 9 το βράδυ, όπως γίνεται επί 40 συναπτά χρόνια.
Ένα αχρονικό ταξίδι στην Βαϊμάρη του 1930
Το όνομα Witzwort έχει διπλή σημασία: αφενός είναι η πόλη απ’ όπου κατάγεται ο Ρόνι. Και αφετέρου σημαίνει, στα γερμανικά, «αστεία λέξη». Και αυτή η διττότητα του ονόματός του μεταφέρεται αυθύπαρκτα και στο εσωτερικό του, καθώς ο πελάτης, στην αρχή… σχεδόν σοκάρεται (τόσο από μια ντυμένη, πορσελάνινη κούκλα στον προθάλαμο του μπαρ), όσο και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Το Witzwort πρέπει να είναι ένα από τα απειροελάχιστα μέρη στην Ελλάδα που, αν μπεις στο εσωτερικό του, είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια χρονοκάψουλα που σε πάει ταξίδι στο παρελθόν.
Σε ένα νεοϋορκέζικο speakeasy, ας πούμε, κατά την εποχή της Ποταπαγόρευσης στις ΗΠΑ ή σε ένα καταλανικό «ιλεγάλ», δηλαδή τα κρυμμένα μπαρ που ξεκίνησαν να φυτρώνουν, ως αντιστασιακές έδρες παρτιζάνων, κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου επίσης κατά την δεκαετία του ’30.
Μέσα στο, αυστηρά διακοσμημένο σαν μπαρ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μπαρ κυριαρχούν οι πίνακες και τα κάδρα. Δεν υπάρχει εκατοστό του τοίχου που να μην καλύπτεται από ένα κάδρο ή έναν πίνακα –μιλάμε για μια επένδυση πολλών χιλιάδων ευρώ που ο Μιχάλης με τον Ρόνι (ζευγάρι στην δουλειά, αλλά και στη ζωή επί 43 χρόνια) έχουν καταθέσει με κόπο, αφοσίωση και ιδρώτα.
Και, φυσικά, ατελείωτη καλαισθησία: ο 75χρονος Μιχάλης έχει σπουδάσει κομμωτής, έχοντας εξασκήσει μάλιστα το επάγγελμα για κάποια χρόνια, ενώ ο 72χρονος Ρόνι ήταν λογιστής σε μια εταιρεία στην Σαουδική Αραβία, όταν οι δυο τους γνωρίστηκαν το μακρινό 1979.
«Εγώ τότε δούλευα σε ένα ξενοδοχείο στο Καβούρι, στη ρεσεψιόν, και ο Ρόνι, που εργαζόταν στη Σαουδική Αραβία, είχε έρθει εδώ για διακοπές» μου αφηγείται ο Μιχάλης σχετικά με την γνωριμία τους. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν και έκτοτε είναι αχώριστοι.
«Το Witzwort το ανοίξαμε αρχικά καθαρά από έρωτα, προκειμένου να μπορέσει να μείνει ο Ρόνι στην Ελλάδα, για να είμαστε μαζί. Μιλάμε άλλωστε για αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η Ελλάδα δεν είχε μπει καν στην ΕΟΚ. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος τότε για έναν Γερμανό να μπορέσει να μείνει νόμιμα σε μια άλλη χώρα» προσθέτει ο Μιχάλης.
Το μπαρ, που σύμφωνα με τον Μιχάλη στέγαζε μια έδρα Μαρτύρων του Ιεχωβά πριν το πάρουν μαζί με τον Ρόνι, άνοιξε επισήμως το 1982 και τα πρώτα τρία χρόνια δεν πατούσε ψυχή, όπως μου εκμυστηρεύεται.
Μετά από περίπου τρία χρόνια το μπαρ άρχισε να γίνεται γνωστό (αποκλειστικά από στόμα σε στόμα, καθώς όπως μου λέει ο Μιχάλης, δεν έχουν δώσει ποτέ τους ούτε ένα ευρώ σε διαφήμιση) και γύρω στο 1987-1988 πλέον είχε καθιερωθεί ως στέκι όλης της Αθήνας –και, παραδόξως, όχι των Νοτίων προαστίων.
Το μέρος όπου γεννήθηκαν και ξέφτισαν έρωτες
«Εγώ ξεκίνησα να έρχομαι στο Witzwort το 1987, παιδί 17 χρονών», μου λέει ο κ. Γρηγόρης Μυλωνάς, τακτικός θαμώνας, ο οποίος κάθεται δίπλα μου στη μπάρα μαζί με τον 20χρονο γιο του, Γιώργο.
«Από τον κόσμο που έρχεται εδώ τόσα χρόνια, μόνο το 20-25% είναι ντόπιοι. Οι υπόλοιποι έρχονται από όλο τον νομό Αττικής, από την Κηφισιά και το Μαρούσι», συμπληρώνει, παραδεχόμενος ωστόσο ότι η προσωπική του επαφή με το Witzwort ήταν… έρωτας με την πρώτη ματιά.
«Εδώ έφερα την μητέρα του Γιώργου στο πρώτο μας ραντεβού. Εδώ μέσα ερωτευτήκαμε», τονίζει ο 52χρονος μόνιμος κάτοικος της περιοχής, για να συμπληρώσει ο Γιώργος: «…και εγώ εδώ έφερα, μετά από 30 χρόνια, την πρώτη μου κοπέλα».
«Ξέρεις τι γινόταν εδώ μεταξύ 1988 και 1998;», λέει ο κ. Μυλωνάς. «Χαμός. Τι αποκριάτικα πάρτι, τι χοροί, τι τανγκό και βαλς χόρευε ο κόσμος και οι ουρές των πελατών να φτάνουν μέχρι την είσοδο. Να περιμένουν να φύγει κάποιος από μέσα για να μπουν αυτοί. Μιλάμε για πατείς με πατώ σε κατάσταση», συμπληρώνει και κάνει μια παύση για να πιει μια γουλιά από την μπίρα του.
«Ξέρεις τι θα με ακολουθεί για πάντα στην ζωή μου; Μια εικόνα από αυτό εδώ το μέρος. Να είμαι 22 χρονών, κάπου εκεί γύρω στο 1992, και να έχω έρθει με την γυναίκα μου εδώ, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω να ρίχνει αραιές νιφάδες χιονιού και εμείς μέσα, καθισμένοι σε ένα τραπέζι, να πίνουμε και να γελάμε. Και ξαφνικά, βλέπουμε το ρολόι, είναι περασμένα μεσάνυχτα και κοιτάμε έξω και είναι όλα άσπρα. Το έχει στρώσει παντού. Ε λοιπόν, αυτή είναι μια εικόνα που θα με συντροφεύει μέχρι να πεθάνω!», καταλήγει ο κ. Μυλωνάς με νόημα, με τον γιο του παραδίπλα να παρατηρεί στα μάτια τον πατέρα του και να συγκατανεύει και αυτός με την σειρά του, κοιτώντας στο βάθος, πίσω από το μπαρ έναν τεράστιο πίνακα με το «ζευγάρι του Witzwort»: ένα πορτρέτο, σε κάδρο, που απεικονίζει τις νεότερες εκδοχές των ιδιοκτητών του, τον Ρόνι με ξανθά μαλλιά και ένα καρό πουκάμισο να κρατά ένα βιβλίο ανοιχτό και τον Μιχάλη δίπλα του να φοράει ένα σακάκι και να καπνίζει.
«Πόσα χρήματα έχετε ξοδέψει για την διακόσμηση του μπαρ;», ρωτάω τον Μιχάλη.
«Δεν θυμάμαι. Βασικά, δεν μπορώ καν να το υπολογίσω. Ξέρεις, επειδή με τον Ρόνι αγαπιόμασταν και αγαπιόμαστε ακόμη τόσο πολύ, το μόνο που κάναμε, όταν βγάζαμε χρήματα από το μαγαζί, είναι δυο πράγματα: πρώτον να το γεμίζουμε με αντίκες και διακοσμητικά αντικείμενα και δεύτερον να πηγαίνουμε μαζί ταξίδια. Λατρεύουμε τα μακρινά ταξίδια. Πήγαμε μαζί παντού, από την Καραϊβική μέχρι την Αφρική», μου λέει.
Και μετά ξανά επιστροφή στο Witzwort για μια νέα σεζόν. Και ο δέκατος χρόνος λειτουργίας του, το 1992, έγινε ξαφνικά εικοστός και μπήκαμε στη νέα χιλιετία, στο 2002 και ο Μιχάλης με τον Ρόνι εκεί, σταθεροί, πίσω από την μπάρα, και από εκεί στο 2012, στα τριάντα χρόνια του μπαρ, να κυκλοφορούν επετειακά ποτήρια σαμπάνιας για όλους τους θαμώνες και πελάτες που «ανάβανε και σβήνανε και πάλι ξαναρχίζανε / και το πρωί ξυπνήσανε απ’ τ’ όνειρο που ζήσανε».
Όμως, εντέλει, ακόμη και τα πιο ωραία, και τα πιο συναρπαστικά, κάποια στιγμή, βάσει φυσικής νομοτέλειας, φτάνουν στο τέλος του δρόμου τους.
Και το Witzwort διανύει την τελευταία του σεζόν, κατεβάζοντας οριστικά τα ρολά του στις 15 Μαΐου. Για πάντα.
Και ο Μιχάλης με τον Ρόνι θα αποσυρθούν, ως γνήσιοι συνταξιούχοι της νύχτας, στο κοινό σπίτι τους. Αμφότεροι μπήκαν στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους και, όπως μου λένε, «μεγαλώσαμε, κουραστήκαμε. Και αυτή η πανδημία δεν έκανε καλό στην ψυχολογία μας. Μας τάραξε».
Η πράσινη ταμπέλα που γράφει «Witzwort» στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, στην γωνία της οδού Θουκυδίδου με την Φαν Βάικ, θα σβήσει και θα κατέβει από την θέση στην οποία παρέμεινε στωικά επί 40 συναπτά έτη.
Τον χώρο τον αγόρασε μια εταιρεία για να στεγάσει γραφεία, ενώ τα εκατοντάδες διακοσμητικά αντικείμενα του μπαρ θα πουληθούν σε φίλους και γνωστούς.
Έτσι, σημαντικά κομμάτια από το Witzwort θα συνεχίσουν μια «δεύτερη ζωή» στα σπίτια των μόνιμων θαμώνων τους, όλων όσοι πέρασαν Πρωτοχρονιές και Αποκριές, Χριστούγεννα και Πάσχα, καλοκαίρια και χειμώνες μέσα σε αυτό το μπαρουτοκαπνισμένο μπαράκι των λίγων τετραγωνικών.
Γιατί αυτή είναι, κατά βάση, η μοίρα, αλλά και η παρακαταθήκη, όλων των σπουδαίων μπαρ που ιδρύθηκαν, λειτούργησαν, άφησαν το στίγμα τους και κατόπιν έκλεισαν για πάντα: ότι οι αναθυμιάσεις από την αιθυλική αλκοόλη, τον καπνό και τις ομιλίες των πελατών του θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να στοιχειώνουν τον χώρο αυτό, μέσα στον οποίο γεννήθηκαν φιλίες, έρωτες, ειδύλλια αλλά και χωρισμοί.
Έτσι γλυκά.
Όπως ξυπνούν οι εραστές.
*Το Wiztwort θα είναι ανοικτό και πάντα φιλόξενο έως και τις 15 Μαΐου. Διεύθυνση: Φαν Βάικ 15 και Θουκυδίδου γωνία, Άλιμος.
Επί 40 χρόνια o, Γερμανός στην καταγωγή, Ρόνι φτιάχνει ποτά πίσω από το μπαρ. Τα κλασικά ποτά, αλλά και όλων των ειδών τα κοκτέιλ που τα έμαθε από τον πατέρα του, ο οποίος δούλευε επί χρόνια ως μπάρμαν σε γερμανικά κρουαζιερόπλοια.
Επί 40 χρόνια ο, Έλληνας γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Μιχάλης παίρνει τα ποτήρια με την πολύτιμη αιθυλική αλκοόλη κάθε είδους και απόσταξης και τα προσφέρει, μέσα από έναν όμορφο δίσκο, στους θαμώνες του μπαρ –οι περισσότεροι εκ των οποίων συναγελάζονται είτε καθήμενοι στη μπάρα, είτε σε 7-8 μικρά, στρογγυλά τραπέζια εντός του χώρου.
Επί 40 χρόνια, οι πελάτες μέσα στο μπαρ «μεθούσανε και πίνανε απ’ τα φιλιά που δίνανε / και σβήναν μία μία οι φωτιές».
Επί 40 χρόνια, ο Μιχάλης και ο Ρόνι αλλάζουν, εναλλάξ, τα βινύλια στο πικάπ ή τα cd στην σιντιέρα –το μαγαζί παίζει μόνο παλιά τζαζ ή κλασική μουσική.
Επί 40 χρόνια το Witzwort στον Άλιμο κλείνει (αυστηρά παρακαλώ, ένεκα και της γερμανικής επιρροής…) τις καθημερινές στις 2 και τις Παρασκευές και τα Σάββατα στις 3 το πρωί.
Αυστηρά όμως.
Οι ίδιοι οι θαμώνες γνωρίζουν, μάλιστα, και το «συνθηματικό» της αποχώρησής τους: επί 40 χρόνια, ο Ρόνι έχει καθιερώσει, ως αποχαιρετιστήριο τραγούδι, να παίζει από το πικάπ το τραγούδι της Λιλί Μαρλέν, το εμβληματικό αυτό τραγούδι από την Γερμανία του Μεσοπολέμου, τραγουδισμένο από την Μάρλεν Ντίντριχ.
Με το που ακουστεί ο στίχος «Wie einst Lili Marleen», τα φώτα, που ήταν μέχρι πρότινος χαμηλωμένα, αυτομάτως αρχίζουν να ανάβουν σιγά σιγά.
Οι θαμώνες πληρώνουν τα ποτά τους, ο Μιχάλης θα πει τις τελευταίες κουβέντες με τους φίλους του – γιατί κανείς στο Witzwort δεν είναι αποκλειστικά και μόνο «θαμώνας» – και μετά θα βοηθήσει τον Ρόνι να καθαρίσουν το μπαρ.
Το Witzwort θα κλείσει για λίγες ώρες, αλλά οι αναθυμιάσεις από την αιθυλική αλκοόλη, τον καπνό και τις ομιλίες των πελατών του θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέχρι το επόμενο βράδυ που θα ξανανοίξει, κλασικά στις 9 το βράδυ, όπως γίνεται επί 40 συναπτά χρόνια.
Ένα αχρονικό ταξίδι στην Βαϊμάρη του 1930
Το όνομα Witzwort έχει διπλή σημασία: αφενός είναι η πόλη απ’ όπου κατάγεται ο Ρόνι. Και αφετέρου σημαίνει, στα γερμανικά, «αστεία λέξη». Και αυτή η διττότητα του ονόματός του μεταφέρεται αυθύπαρκτα και στο εσωτερικό του, καθώς ο πελάτης, στην αρχή… σχεδόν σοκάρεται (τόσο από μια ντυμένη, πορσελάνινη κούκλα στον προθάλαμο του μπαρ), όσο και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Το Witzwort πρέπει να είναι ένα από τα απειροελάχιστα μέρη στην Ελλάδα που, αν μπεις στο εσωτερικό του, είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια χρονοκάψουλα που σε πάει ταξίδι στο παρελθόν.
Σε ένα νεοϋορκέζικο speakeasy, ας πούμε, κατά την εποχή της Ποταπαγόρευσης στις ΗΠΑ ή σε ένα καταλανικό «ιλεγάλ», δηλαδή τα κρυμμένα μπαρ που ξεκίνησαν να φυτρώνουν, ως αντιστασιακές έδρες παρτιζάνων, κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου επίσης κατά την δεκαετία του ’30.
Μέσα στο, αυστηρά διακοσμημένο σαν μπαρ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μπαρ κυριαρχούν οι πίνακες και τα κάδρα. Δεν υπάρχει εκατοστό του τοίχου που να μην καλύπτεται από ένα κάδρο ή έναν πίνακα –μιλάμε για μια επένδυση πολλών χιλιάδων ευρώ που ο Μιχάλης με τον Ρόνι (ζευγάρι στην δουλειά, αλλά και στη ζωή επί 43 χρόνια) έχουν καταθέσει με κόπο, αφοσίωση και ιδρώτα.
Και, φυσικά, ατελείωτη καλαισθησία: ο 75χρονος Μιχάλης έχει σπουδάσει κομμωτής, έχοντας εξασκήσει μάλιστα το επάγγελμα για κάποια χρόνια, ενώ ο 72χρονος Ρόνι ήταν λογιστής σε μια εταιρεία στην Σαουδική Αραβία, όταν οι δυο τους γνωρίστηκαν το μακρινό 1979.
«Εγώ τότε δούλευα σε ένα ξενοδοχείο στο Καβούρι, στη ρεσεψιόν, και ο Ρόνι, που εργαζόταν στη Σαουδική Αραβία, είχε έρθει εδώ για διακοπές» μου αφηγείται ο Μιχάλης σχετικά με την γνωριμία τους. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν και έκτοτε είναι αχώριστοι.
«Το Witzwort το ανοίξαμε αρχικά καθαρά από έρωτα, προκειμένου να μπορέσει να μείνει ο Ρόνι στην Ελλάδα, για να είμαστε μαζί. Μιλάμε άλλωστε για αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η Ελλάδα δεν είχε μπει καν στην ΕΟΚ. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος τότε για έναν Γερμανό να μπορέσει να μείνει νόμιμα σε μια άλλη χώρα» προσθέτει ο Μιχάλης.
Το μπαρ, που σύμφωνα με τον Μιχάλη στέγαζε μια έδρα Μαρτύρων του Ιεχωβά πριν το πάρουν μαζί με τον Ρόνι, άνοιξε επισήμως το 1982 και τα πρώτα τρία χρόνια δεν πατούσε ψυχή, όπως μου εκμυστηρεύεται.
Μετά από περίπου τρία χρόνια το μπαρ άρχισε να γίνεται γνωστό (αποκλειστικά από στόμα σε στόμα, καθώς όπως μου λέει ο Μιχάλης, δεν έχουν δώσει ποτέ τους ούτε ένα ευρώ σε διαφήμιση) και γύρω στο 1987-1988 πλέον είχε καθιερωθεί ως στέκι όλης της Αθήνας –και, παραδόξως, όχι των Νοτίων προαστίων.
Το μέρος όπου γεννήθηκαν και ξέφτισαν έρωτες
«Εγώ ξεκίνησα να έρχομαι στο Witzwort το 1987, παιδί 17 χρονών», μου λέει ο κ. Γρηγόρης Μυλωνάς, τακτικός θαμώνας, ο οποίος κάθεται δίπλα μου στη μπάρα μαζί με τον 20χρονο γιο του, Γιώργο.
«Από τον κόσμο που έρχεται εδώ τόσα χρόνια, μόνο το 20-25% είναι ντόπιοι. Οι υπόλοιποι έρχονται από όλο τον νομό Αττικής, από την Κηφισιά και το Μαρούσι», συμπληρώνει, παραδεχόμενος ωστόσο ότι η προσωπική του επαφή με το Witzwort ήταν… έρωτας με την πρώτη ματιά.
«Εδώ έφερα την μητέρα του Γιώργου στο πρώτο μας ραντεβού. Εδώ μέσα ερωτευτήκαμε», τονίζει ο 52χρονος μόνιμος κάτοικος της περιοχής, για να συμπληρώσει ο Γιώργος: «…και εγώ εδώ έφερα, μετά από 30 χρόνια, την πρώτη μου κοπέλα».
«Ξέρεις τι γινόταν εδώ μεταξύ 1988 και 1998;», λέει ο κ. Μυλωνάς. «Χαμός. Τι αποκριάτικα πάρτι, τι χοροί, τι τανγκό και βαλς χόρευε ο κόσμος και οι ουρές των πελατών να φτάνουν μέχρι την είσοδο. Να περιμένουν να φύγει κάποιος από μέσα για να μπουν αυτοί. Μιλάμε για πατείς με πατώ σε κατάσταση», συμπληρώνει και κάνει μια παύση για να πιει μια γουλιά από την μπίρα του.
«Ξέρεις τι θα με ακολουθεί για πάντα στην ζωή μου; Μια εικόνα από αυτό εδώ το μέρος. Να είμαι 22 χρονών, κάπου εκεί γύρω στο 1992, και να έχω έρθει με την γυναίκα μου εδώ, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω να ρίχνει αραιές νιφάδες χιονιού και εμείς μέσα, καθισμένοι σε ένα τραπέζι, να πίνουμε και να γελάμε. Και ξαφνικά, βλέπουμε το ρολόι, είναι περασμένα μεσάνυχτα και κοιτάμε έξω και είναι όλα άσπρα. Το έχει στρώσει παντού. Ε λοιπόν, αυτή είναι μια εικόνα που θα με συντροφεύει μέχρι να πεθάνω!», καταλήγει ο κ. Μυλωνάς με νόημα, με τον γιο του παραδίπλα να παρατηρεί στα μάτια τον πατέρα του και να συγκατανεύει και αυτός με την σειρά του, κοιτώντας στο βάθος, πίσω από το μπαρ έναν τεράστιο πίνακα με το «ζευγάρι του Witzwort»: ένα πορτρέτο, σε κάδρο, που απεικονίζει τις νεότερες εκδοχές των ιδιοκτητών του, τον Ρόνι με ξανθά μαλλιά και ένα καρό πουκάμισο να κρατά ένα βιβλίο ανοιχτό και τον Μιχάλη δίπλα του να φοράει ένα σακάκι και να καπνίζει.
«Πόσα χρήματα έχετε ξοδέψει για την διακόσμηση του μπαρ;», ρωτάω τον Μιχάλη.
«Δεν θυμάμαι. Βασικά, δεν μπορώ καν να το υπολογίσω. Ξέρεις, επειδή με τον Ρόνι αγαπιόμασταν και αγαπιόμαστε ακόμη τόσο πολύ, το μόνο που κάναμε, όταν βγάζαμε χρήματα από το μαγαζί, είναι δυο πράγματα: πρώτον να το γεμίζουμε με αντίκες και διακοσμητικά αντικείμενα και δεύτερον να πηγαίνουμε μαζί ταξίδια. Λατρεύουμε τα μακρινά ταξίδια. Πήγαμε μαζί παντού, από την Καραϊβική μέχρι την Αφρική», μου λέει.
Και μετά ξανά επιστροφή στο Witzwort για μια νέα σεζόν. Και ο δέκατος χρόνος λειτουργίας του, το 1992, έγινε ξαφνικά εικοστός και μπήκαμε στη νέα χιλιετία, στο 2002 και ο Μιχάλης με τον Ρόνι εκεί, σταθεροί, πίσω από την μπάρα, και από εκεί στο 2012, στα τριάντα χρόνια του μπαρ, να κυκλοφορούν επετειακά ποτήρια σαμπάνιας για όλους τους θαμώνες και πελάτες που «ανάβανε και σβήνανε και πάλι ξαναρχίζανε / και το πρωί ξυπνήσανε απ’ τ’ όνειρο που ζήσανε».
Όμως, εντέλει, ακόμη και τα πιο ωραία, και τα πιο συναρπαστικά, κάποια στιγμή, βάσει φυσικής νομοτέλειας, φτάνουν στο τέλος του δρόμου τους.
Και το Witzwort διανύει την τελευταία του σεζόν, κατεβάζοντας οριστικά τα ρολά του στις 15 Μαΐου. Για πάντα.
Και ο Μιχάλης με τον Ρόνι θα αποσυρθούν, ως γνήσιοι συνταξιούχοι της νύχτας, στο κοινό σπίτι τους. Αμφότεροι μπήκαν στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους και, όπως μου λένε, «μεγαλώσαμε, κουραστήκαμε. Και αυτή η πανδημία δεν έκανε καλό στην ψυχολογία μας. Μας τάραξε».
Η πράσινη ταμπέλα που γράφει «Witzwort» στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, στην γωνία της οδού Θουκυδίδου με την Φαν Βάικ, θα σβήσει και θα κατέβει από την θέση στην οποία παρέμεινε στωικά επί 40 συναπτά έτη.
Τον χώρο τον αγόρασε μια εταιρεία για να στεγάσει γραφεία, ενώ τα εκατοντάδες διακοσμητικά αντικείμενα του μπαρ θα πουληθούν σε φίλους και γνωστούς.
Έτσι, σημαντικά κομμάτια από το Witzwort θα συνεχίσουν μια «δεύτερη ζωή» στα σπίτια των μόνιμων θαμώνων τους, όλων όσοι πέρασαν Πρωτοχρονιές και Αποκριές, Χριστούγεννα και Πάσχα, καλοκαίρια και χειμώνες μέσα σε αυτό το μπαρουτοκαπνισμένο μπαράκι των λίγων τετραγωνικών.
Γιατί αυτή είναι, κατά βάση, η μοίρα, αλλά και η παρακαταθήκη, όλων των σπουδαίων μπαρ που ιδρύθηκαν, λειτούργησαν, άφησαν το στίγμα τους και κατόπιν έκλεισαν για πάντα: ότι οι αναθυμιάσεις από την αιθυλική αλκοόλη, τον καπνό και τις ομιλίες των πελατών του θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να στοιχειώνουν τον χώρο αυτό, μέσα στον οποίο γεννήθηκαν φιλίες, έρωτες, ειδύλλια αλλά και χωρισμοί.
Έτσι γλυκά.
Όπως ξυπνούν οι εραστές.
*Το Wiztwort θα είναι ανοικτό και πάντα φιλόξενο έως και τις 15 Μαΐου. Διεύθυνση: Φαν Βάικ 15 και Θουκυδίδου γωνία, Άλιμος.