Σαράντα χρόνια μετά από τη μέρα που άνοιξε τις πόρτες του έχουν περάσει από αυτές πάμπολλοι διεθνείς και ντόπιοι ρόκερς, εικαστικοί, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, αλλόκοτοι, απόκοσμοι, συγκεκριμένοι και αφηρημένοι τύποι. Είναι από τα μαγαζιά που σου φτιάχνουν το κέφι όχι μόνο για την εξωστρέφεια των ρούχων και των αξεσουάρ του, αλλά γιατί κάτι αλλόκοτα ευχάριστο συμβαίνει εδώ, κάτι γνώριμο και οικείο εμφανίζεται μέσω ενός ριγέ, ασπρόμαυρου, πάνκικου κολάν, ένα καρουζέλ αναμνήσεων σε στροβιλίζει στη θέα ενός ζευγαριού καστόρινων, μπορντό creepers.

Από τον αριθμό 79 της οδού Ανδριανού στην Πλάκα, το Remember συνεχίζει να έχει αμείωτη πλάκα στον αριθμό 28 της οδού Αισχύλου στου Ψυρρή με κάποιες ενδιάμεσες στάσεις στο Κολωνάκι και τη Μύκονο.

Remember Μύκονος / Photo: Remember
Remember Μύκονος / Photo: Remember
Remember Μύκονος / Photo: Remember

«Φύγαμε από την Πλάκα το 2016 γιατί ήταν ακατάλληλες οι συνθήκες. Φαντάσου τώρα ένα κτήριο από τις αρχές του 20ου αιώνα, που δεν είχε συντηρηθεί ποτέ, κατέρρεε, θα μας έπεφτε το ταβάνι στο κεφάλι, έπρεπε να φύγουμε πρώτα από όλα για την ασφάλειά μας. Ήταν εκεί από το 1978. Ιστορικό κτήριο, είμαστε πάντα συνδεδεμένοι με αυτόν τον χώρο όλοι μας. Θεωρώ όμως ότι ήταν η σωστή στιγμή για να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, να γίνει μια γερή επανεκκίνηση, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια διαρκούς παρουσίας στο ίδιο σημείο» λέει η Αθηνά ενώ τα κόκκινα μαλλιά της σετάρουν υπέροχα με το κραγιόν της και τις ασημένιες, ζόρικες αλυσίδες στον λαιμό της.

«Μα, το μαγαζί είναι πλέον αξιοθέατο» λέω «έχει μπει σε τουριστικούς οδηγούς». Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου και ένα μπουκέτο από τουρίστες μπουκάρει με χάρη και φόρα, καθοδηγούμενο από μία έμπειρη ιχνηλάτησα που γνώριζε πρόσωπα και καταστάσεις αν κρίνω από την οικειότητά της με την Αθηνά. «Τους έφερα να δουν το μέρος» της λέει. «Καλά έκανες» απαντάει η Αθηνά, σούπερ κουλ, όπως πάντα.

Σχέδιο του Γιάννη Τσουανάτου στο νέο Remember / Photo: Κική Παπαδοπούλου
Μια φωλιά εκζήτησης / Photo: Κική Παπαδοπούλου

Ένα υπέροχα σουρεάλ απόγευμα με τον Δημήτρη Τσουανάτο κάποια χρόνια πριν

«Δεν τα ξέρω όλα αλλά δεν μου διαφεύγει τίποτα, αναφώνησε και έχασε το τραίνο» γράφει με μπλε Bic πάνω σε ένα άσπρο τετράγωνο χαρτάκι σημειώσεων ο Δημήτρης Τσουανάτος. Σε ένα άλλο πιο δίπλα γράφει: «Ο κύριος και η κυρία Στρουμπουλίδη στρογγύλεψαν ανεπανόρθωτα και κατρακυλάνε συνεχώς». Ουσιαστικά μας συστήνεται με δύο φράσεις.

«Προσπάθησα να δώσω το διαφορετικό. Θέλω πάντα αυτό που κάνω να μην είναι το συνηθισμένο. Ωραία η γραβάτα, ωραίο το κοστούμι με τον χαρτοφύλακα αλλά προτιμώ να βάζω τον πελάτη μου σε άλλα επίπεδα» εξηγεί ο Δημήτρης, ο οποίος σήμερα ζει τον απόηχο μιας ξέφρενης διαδρομής έχοντας πιάσει το νόημα του διαφορετικού από νωρίς.

«Είχα ανοίξει μία αποθήκη χοντρικής πώλησης με τους θείους μου και πουλούσαμε εσώρουχα και είδη προικός. Παράλληλα όμως έβγαλα κάτι παντελόνια καμπάνες από τεριλέν ύφασμα, χωρίς ζωνάρι στη μέση, κοντοκάβαλα που ήταν πολύ της μόδας και δεν μπορούσες να τα βρεις εύκολα και κάτι σακάκια με διπλά σκισίματα πίσω και έγινε χαμός. Είδα ότι το να δημιουργείς κάτι καινούργιο έχει αποτέλεσμα. Βρήκαμε αυτόν τον χώρο εδώ στην Ανδριανού 79, ήταν στο κακό του το χάλι, τον φτιάξαμε και ξεκινήσαμε. Ο Γιώργος (σ.σ. Βανάκος, ο ετεροθαλής αδερφός του Δημήτρη) έπαιζε μουσικές και κράταγε το μαγαζί -καμιά φορά μας κάνανε παρατηρήσεις οι γείτονες-, εγώ έστελνα ρούχα από την αποθήκη. Τότε έσκασε και το κίνημα του πανκ και όλα κούμπωσαν».

Η Κλοέ Σεβινί στο Remember / Photo: Remember
H Ντέμπορα Χάρι και ο Δημήτρης Τσουανάτος με χαρακτηριστικά γυαλιά του / Photo: Remember

Γιώργος ο μουσικός, Δημήτρης ο ατίθασος. Άλλο ένα δίδυμο που έγραφε την δική του ιστορία σε μια Αθήνα που άφηνε πίσω της τους τεντιμπόηδες για να ασχοληθεί με τις κιθάρες των εξημερωμένων αγρίων. Το Λονδίνο ήταν η πόλη-οδηγός. Τα δύο αδέρφια το επισκέφτηκαν πολλές φορές γυρνώντας πάντα με τις βαλίτσες τους τίγκα στην εκζήτηση. Η μπουτίκ Sex του Μάλκομ Μακ Λάρεν και της συμβίας του Βίβιαν Γουέστγουντ, ο ναός του πανκ, τους καλοδεχόταν. Το ίδιο και οι ιδιόρρυθμοι ιδιοκτήτες του.

Το αλλιώτικο λειτουργεί σαν πόλος έλξης αλλά και σαν στόχος. Και ο δίσκος έχει πάντα οπισθόφυλλο. «Πολλές φορές μας έκλεψαν, σπάσανε τζάμια, μπήκαν μέσα. Μία φορά είχαν ανοίξει ένα παράθυρο στο υπόγειο και μπήκαν, πήραν καμιά εικοσαριά μποτάκια με λοξά φερμουάρ, creepers και άλλα. Τους πιάσανε μετά. Μια άλλη φορά κάποιος είχε σπάσει την βιτρίνα για να πάρει έναν κούκλο ντυμένο στα δερμάτινα, πέταξε τον κούκλο πιο πέρα και κράτησε τα δερμάτινα. Μία άλλη Κυριακή πάλι, πολύ έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου, είχαν μπουκάρει στο μαγαζί καμιά τριανταριά άτομα, τα οποία δεν ξέρω τι κατηγορίας άνθρωποι ήταν αλλά πήραν με βία ό,τι γούσταραν, ζώνες, Dr. Martens μπότες, κατέβασαν το τηλέφωνο, απειλούσαν να με χτυπήσουν. Δεν μπορώ να βάλω ταμπέλα στους ανθρώπους, δεν ξέρω τι ήταν, ξέρω μόνο ότι έκαναν αυτή την ενέργεια και ότι δεν τους πιάσανε ποτέ» θυμάται ο Δημήτρης, αυτοδημιούργητος και αυτοδίδακτος, ο οποίος λέει ότι δέχεται όλους τους ανθρώπους γιατί η ζωή και οι συνθήκες είναι πάντα δύσκολες.

Η Λάνα Ντελ Ρέι / Photo: Remember
Ο Νικ Κέιβ στο Remember / Photo: Remember
Οι Sex Pistols στην είσοδο του μαγαζιού της Πλάκας / Photo: Remember

Νοστάλτζια Γιοκ

«Όλες οι εποχές είναι ωραίες. Και οι νέες και οι παλιότερες. Πρέπει να είμαστε ερωτευμένοι ακόμα και με τα προβλήματα. Αγαπώ πολύ τη ζωή, αγάπησα πολύ την τέχνη, από πιτσιρικάς, τότε που ήμουν έξι χρονών και ζωγράφιζα στους δρόμους με κιμωλία τον Ταρζάν» συνεχίζει ο ιδιοκτήτης του Remember, οπαδός του εμπειρισμού, του οποίου μία από τις σχεδιαστικές πατέντες είναι τα ζωγραφισμένα στο χέρι T-shirt. Στον χορό αυτού του ντανταϊστικού διαλόγου τέχνης και εμφάνισης έχουν στροβιλιστεί συλλογές ρούχων από μεταλλικά σφουγγαράκια για τα πιάτα, από πλαστικούς σωλήνες, από φελλό. Το μουσικό χαλί πάντα στη διαπασών. Νιου γουέιβ, σκα, μέταλ, ροκ. «Τα πρώτα μου ρούχα τα είχα δείξει στο ξενοδοχείο Αστήρ Παλλάς στο Σύνταγμα απέναντι από την Μεγάλη Βρεταννία, με χορευτές αντί για μοντέλα, μοντάζ από ταινίες με τις πρώτες οικολογικές ανησυχίες και μουσική του Κλάους Νόμι. Όταν αργότερα έμαθα ότι πέθανε ο Κλάους Νόμι από AIDS –που δεν ξέραμε καν τότε τι ήταν αυτή η ασθένεια- έφτιαξα ένα γλυπτό για τον θρήνο του έρωτα. Εγώ είχα την τύχη να ζήσω τις εποχές της αθωότητας του έρωτα, με τα καμάκια όπως τα λέγαμε τότε, που τα πάντα ήταν ελεύθερα. Θυμάμαι που είχα πάρει μία μηχανή BMW με side car, που την κράτησα για επτά χρόνια, ανεβαίναμε μέχρι και επτά άτομα για να πάμε από το ένα κλαμπ στο άλλο».

Ο Δημήτρης πριν γίνει ρόκερ, όταν στα χάι του ήταν το Πεδίον του Άρεως, το μπαρ Πινόκιο, η Φωκίωνος Νέγρη και τα ρεμάλια της, δεν άφηνε διαγωνισμού χορού στον οποίο να μην συμμετέχει αυτός και η παρέα του. «Εγώ ήμουν πολύ καλός στο τσάρλεστον, ο άλλος στη μπόσα νόβα, μετά μοιραζόμασταν το έπαθλο. Μην φανταστείς τίποτα σπουδαίο, ένα μπουκάλι ουίσκι, τρία πακέτα τσιγάρα. Και τώρα όμως, μου αρέσει που μαζεύονται οι νέοι σε σπίτια και κάνουν πριβέ πάρτι, λόγω οικονομικής κρίσης αλλά και επειδή αυτή είναι η τάση» συνεχίζει πατώντας πάντα στο σήμερα. Καλή η αναπόληση αλλά λίγη. Αυτός αναζητά το τώρα διαρκώς.

Αφίσα της έκθεσης του Δημήτρη Τσουανάτου από μία άλλη, υπέροχη εποχή / Photo: Remember

«Και οι δύσκολες εποχές για κάποιους είναι καλές»

Το 1981 ο ντράμερ των Sex Pistols, Πολ Κουκ, επισκέπτεται το Remember και φωτογραφίζεται με τους δύο ιδιοκτήτες ενώ ο Πολ Γιάνγκ φεύγει για την πατρίδα του με μεμοραμπίλια από τα κατάστημα της Ανδριανού. Την επόμενη χρονιά ο Νικ Κέιβ, φρέσκος και γοητευτικός, έρχεται στην Ελλάδα με το συγκρότημά του Birthday Party για το Athenian Sporting Festival και φυσικά περνάει μια βόλτα από το Remember. Η βόλτα αυτή θεσμοθετήθηκε έκτοτε για όλους τους VIP (σ.σ. χαρακτηρισμός των πασοκικών 80s για τους διεθνής σταρ).

Το 1982, η καρδιά του Remember χτυπά στο Κολωνάκι. Ηρακλείτου 12. Στο παιχνίδι και η αδερφή του Δημήτρη και του Γιώργου, Ζωή. Έμεινε ανοιχτό μέχρι το 2000. Μέχρι τα τελευταία στάδια της καλής εποχής; «Αυτό το καλή εποχή, δεν το καταλαβαίνω. Και οι δύσκολες εποχές για κάποιους είναι καλές εποχές. Παράδειγμα προχτές μου είπε κάποιος ότι βρήκε να αγοράσει διαμέρισμα που κάποτε έκανε 40.000 ευρώ με 10.000. Για αυτόν είναι μια καλή αγορά, για αυτούς που έχουν τα κάποια παραπάνω λεφτά είναι καλύτερα όμως, γιατί μπορούν να αγοράσουν όσα διαμερίσματα θέλουν και όταν θα ανέβει ξανά η αξία της ζωής θα τα πουλήσουν και θα επωφεληθούν» βάζει τη δική του λεζάντα στην εποχή ο Δημήτρης Τσουανάτος.

Ο μάνατζερ της Νάντια Κομανέτσι ήθελε να τον ακολουθήσω στον Καναδά, να μου δώσει ένα ολόκληρο μπίλντιγκ δικό μου, να κάθομαι να τους λέω τις ιδέες μου. Δεν με ενδιέφερε.

«Στην Μύκονο ανοίξαμε το 1983 και μείναμε για 15-16 χρόνια. Η Μύκονος φημιζόταν για την πιο ζεστή ζωή, πιο ελεύθερη ζωή. Υπήρχαν όλα, οι γκέι στο Pierros, οι τρανς στο City. Η πασαρέλα της Μυκόνου. Γελάω ακόμα με τα σκηνικά στο νησί. Θυμάμαι στο after κλαμπ, στο παλιό λιμάνι, που είχε σπάσει το τακούνι μιας τρανς και κυκλοφορούσε υποβασταζόμενη, την Μπριγκίτε Νίλσεν που μπήκε στο μαγαζί μας και δεν βρίσκαμε την φωτογραφική μηχανή, τον Κιθ Ρίτσαρτντς, τον Γκωτιέ. Ο μάνατζερ της Νάντια Κομανέτσι ήθελε να τον ακολουθήσω στον Καναδά, να μου δώσει ένα ολόκληρο μπίλντιγκ δικό μου, να κάθομαι να τους λέω τις ιδέες μου. Δεν με ενδιέφερε. Είχα μόλις κάνει και το παιδί μου, ήμουν σε άλλη φάση. Δεν πήγαινα για τα εκατομμύρια. Έρχονταν και μου λέγανε να τους φτιάξω εκατό, διακόσιες ζώνες, τις ίδιες. Όχι ρε παιδιά, δεν φτιάχνω. Φτιάχνω πέντε, δέκα. Αν πουληθούν αυτές θα ασχοληθώ με κάποιο άλλο σχέδιο».

Ο μίστερ Remember, έχοντας πάντα κρεμασμένα στο στήθος του με κορδόνια το σήμα κατατεθέν του, τα μπεζ γυαλιά οξυγονοκόλλησης, έχει χορτάσει από ζωή. Μια ζωή που μέσα στην παραδοξότητά της είναι εντελώς κανονική. Μόνο ένα πράγμα θα ήθελε να αλλάξει αν μπορούσε. «Κάθε τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς έκανα πάρτι με θέμα. Σε ένα από αυτά τα πάρτι έγινε κάτι που με έχει στενοχωρήσει πολύ. Το παιδί που είχα στην πόρτα, δεν άφησε τον Σίμο τον Υπαρξιστή να μπει γιατί δεν ήταν ντυμένος ανάλογα. Εντωμεταξύ ο Σίμος ήταν πολύ φίλος, πολύ αγαπητός. Εγώ πιο μικρός, αυτός πιο μεγάλος, τον έβλεπα με τα μούσια του, τον θεωρούσα και ήταν φυσικά πολύ σπουδαίος. Και του στοίχησε αυτό του Σίμου και εγώ το φέρω βαρέως».

Τα μηνύματα υπάρχουν παντού στον χώρο / Photo: Κική Παπαδοπούλου
Οι ζωγραφιστές στο χέρι δημιουργίες του Remember / Photo: Κική Παπαδοπούλου

Ξανά εδώ, στο καλοκαίρι του 2022. Ξανά στο Remember

Ανεβαίνω την στριφογυριστή σκάλα της Αισχύλου, στου Ψυρρή και δεν ξέρω τι θα αντικρίσω. Το γκράφιτι «Hello Gorgeous», με χρυσό σπρέι, με φτιάχνει. Ο νέος χώρος της θρυλικής μπουτίκ παραμένει το ίδιο φιλόξενος, μια τρυφερή αγκαλιά εκζήτησης, πρωτόγνωρης αλλά γνώριμης αγαλλίασης. Κάθε φορά που περνάω το κατώφλι του νιώθω την ίδια μικροχαρά σαν να ξαναμπαίνω στο Μινιόν ή σαν να ξανακάνω ταψί στο πάλαι ποτέ λούνα παρκ του Αλίμου. Εκτός από το προσωπικό κόλλημα μου με ό,τι κουβαλάει παρελθόν στις πλάτες του έχω να θυμάμαι και την ζώνη με τα καρφιά που έλιωσαν οι άκρες της από την χρήση όπως και το δερμάτινο περικάρπιο που φόραγα ακόμα και με το μαγιό μου. Επίσης, η φωτογραφία μου φιγουράρει μαζί με πάρα πολλών άλλων φίλων Αθηναίων στα άλμπουμ του Remember, δίπλα στην Κλοέ Σεβινί, την Ντέμπορα Χάρι και την Ντάριλ Χάνα. Και επειδή αγαπώ τα άλματα σκέψης, καταλήγω στο ότι αν το φέισμπουκ μας ενώνει τώρα όλους, το Remember το είχε κάνει πολλές δεκαετίες πριν.

«Γεια σου Αθηνά, τι ωραία που είσαι εδώ». Αγκαλιές και γέλια. Καθόμαστε σε δύο καρέκλες μπροστά από το μεγάλο, κεντρικό τραπέζι με τα άλμπουμ και τα κοσμήματα. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην κουβέντα αλλά το ένστικτο της κοκεταρίας με τραβάει στα αξεσουάρ. Θέλω κάτι να προσθέσω πάνω μου. Πάντα.

«Το έχει αναλάβει πλέον ο γιος του Δημήτρη, ο Γιάννης, ο οποίος δούλευε στο μαγαζί από τα δώδεκά του, εκεί μεγάλωσε, είναι ουσιαστικά η ζωή του, στα σόου του Δημήτρη, στα backstage, παντού» μου λέει.

«Με τον Γιάννη ναι, στο Remember γνωριστήκαμε». / Photo: Κική Παπαδοπούλου
Η ιστορία διάχυτη παντού / Photo: Κική Παπαδοπούλου

«Με τον Γιάννη ναι, στο Remember γνωριστήκαμε. Ήμουν στιλίστρια σε περιοδικά, πολλά χρόνια στο Marie Claire, αλλά αφού γίναμε ζευγάρι με τον Γιάννη αποφάσισα να αφήσω και τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με αυτό το κομμάτι, είπαμε ας το κάνουμε παρέα» συνεχίζει.

Η Αθηνά και ο Γιάννης έχουν ένα παιδί, τη 12χρονη Δήμητρα, «αρτίστα κι αυτή, μεγάλωσε μέσα στην τέχνη και τη μόδα, στα χνάρια του παππού της».

«Από τον Δεκέμβριο του 2016 είμαστε εδώ. Βρήκαμε σχετικά εύκολα χώρο μετά από ένα διάστημα μόλις έξι μηνών. Εντελώς συμπτωματικά. Να φανταστείς περνούσαμε για καιρό και δεν το είχαμε εντοπίσει. Κάποια στιγμή, τρώγαμε εδώ πιο κάτω γλυκό και μου λέει ο Γιάννης “δες εκεί” δείχνοντάς μου ένα τεράστιο “ενοικιάζεται” στο μπαλκόνι. Πήραμε κατευθείαν τηλέφωνο. Σκεφτόμασταν μήπως πάνω σε όροφο είναι κάπως αλλά και το πρώτο Remember σε όροφο ήταν. Έτσι το πήραμε.

»Εδώ πριν ήταν τυπογραφείο, όταν ήρθαμε με τον Γιάννη αντικρίσαμε ένα μαύρο χώρο με εκατομμύρια καρφάκια παντού, προφανώς από τα καλώδια των μηχανημάτων. Αμέσως κάναμε brainstorming πώς θα κάνουμε θελκτικό αυτόν τον χώρο και αυτή τη σκάλα της εισόδου κυρίως ώστε να θέλει κάποιος να την ανέβει.

»Το φτιάξαμε μέσα σε ένα μήνα με πολλή προσωπική δουλειά. Είχαμε καταφέρει και είχαμε βρει μια αποθήκη στο μεταξύ, πάλι είχαμε σταθεί τυχεροί και είχαμε βάλει το στοκ και το ασύλληπτο αρχείο του Remember, οπότε όλα μεταφέρθηκαν από εκεί εδώ».

«Σας ήθελε η τύχη. Έπρεπε η ιστορία να συνεχιστεί» της λέω. Γελάει. «Βέβαια, είναι μία οικογενειακή επιχείρηση».

«Είναι μία ιστορική επιχείρηση» προσθέτω. «Μόνο το αρχείο να δεις θα καταλάβεις. Οι εκατοντάδες φωτογραφίες, οι βιντεοκασέτες, τα κοστούμια. Είναι τεράστια ευθύνη» συμπληρώνει η Αθήνα.

«Αυτόν τον πολιτιστικό θησαυρό δεν πρέπει να τον κάνετε κάτι;» ρωτάω. «Πρέπει να τον κάνουμε κάτι εφόσον υπάρχει το ανάλογο ενδιαφέρον. Και για την ώρα ενδιαφέρον έχει υπάρξει μόνο από το εξωτερικό» απαντάει η Αθηνά. «Η έκθεση στο Μπενάκη, με το ίδρυμα Δέστε και το New Museum της Νέας Υόρκης, από το εξωτερικό έγινε. Είχαν έρθει ξένοι curators να ανακαλύψουν εγχώριους καλλιτέχνες και μας βρήκαν. Συμμετείχαν 31 καλλιτέχνες σε αυτή την έκθεση. Φανταστική εμπειρία, φανταστική συνεργασία. Από ’κει και πέρα δεν έχει υπάρξει κάποια άλλη πρόταση, πέρα από κάποιες γκαλερί».

Από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη / Photo: Remember
H χειροποίητη νέα είσοδος στου Ψυρρή / Photo: Κική Παπαδοπούλου

 

Η αιώνια λιακάδα των αλλόκοτων μυαλών

«Θα έλεγα πως εξελίσσεται το κοινό μας. Σίγουρα μέσα σε αυτές τις τέσσερις δεκαετίες έχουν υπάρξει διακυμάνσεις και είναι λογικό, γιατί αλλάζει η μόδα, αλλάζει η διάθεση, αλλάζει η νοοτροπία. Στην παρούσα φάση εμείς δουλεύουμε πάρα πολύ με performers, με θέατρα, με διαφημιστικά, με καλλιτέχνες που κάνουν drug show, με εικαστικούς που θέλουν να φορέσουν κάτι μοναδικό αλλά και με συλλέκτες. Μέχρι λίγο πριν την πανδημία είχαμε παρατηρήσει ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ήταν βαθιά συντηρητικό, δεν μπορούσε να βρει ομορφιά στα ρούχα μας, του φαίνονταν υπερβολικά. Τώρα, λοιπόν, που έχουμε μπει σε μία πιο αισιόδοξη κατάσταση βλέπω ότι τα παιδιά θέλουν να εντυπωσιάσουν με την εικόνα τους, θέλουν να ξεχωρίσουν, αναζητούν τη μοναδικότητα. Κι αυτό είναι ωραίο. Αυτό τουλάχιστον βλέπω στους δικούς μας πελάτες» περιγράφει τη φάση η Αθηνά και μου δίνει την τέλεια πάσα για το μάντρα μου και την εξωστρέφεια και 90s.

«Φυσικά, στα 90s το ντύσιμο ήταν το εισιτήριό σου για το +Soda» γελάει η Αθηνά. Ξέρει.

Δεν έχει να κάνει με τις φυλές που λέγαμε παλιά, τους κιουράδες, τους newwaveάδες τους ντάρκηδες, τους μεταλλάδες, τους ravers. Σήμερα υπάρχει μία ρευστότητα, ένα fluidity, τόσο στο στυλ όσο και στη σεξουαλικότητα.

Μιλάμε για την γενιά Α που δεν την πολυκαταλαβαίνουμε. «Είναι σαν να έχουν έναν δικό τους κώδικα. Μπορεί ενδεχομένως να γεννιέται ένα καινούργιο underground. Συγκεκριμένο dresscode δεν υπάρχει όπως δεν υπάρχει και συγκεκριμένη μόδα, ανεξάρτητα από τις τάσεις που βλέπουμε να εμφανίζονται, πλέον το παιχνίδι παίζεται με το πως σετάρονται τα κομμάτια μεταξύ τους κι αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον γιατί δημιουργεί μοναδικές εικόνες. Κι αυτό είναι εντυπωσιακό. Δεν έχει να κάνει με τις φυλές που λέγαμε παλιά, τους κιουράδες, τους newwaveάδες τους ντάρκηδες, τους μεταλλάδες, τους ravers. Σήμερα υπάρχει μία ρευστότητα, ένα fluidity, τόσο στο στυλ όσο και στη σεξουαλικότητα. Δεν υπάρχουν ταμπέλες. Μπορεί να δεις φορεμένο κάτι τελείως μέταλ με κόκκινο βινύλ και πλατφόρμες. Τέλειο. Ανάδειξη της προσωπικότητας. Μπορεί να μην ξέρουν τα πιτσιρίκια ποια είναι η Ντέμπι Χάρι ή οι Iron Maiden αλλά είναι πολύ γλυκό όλο αυτό» λέει η Αθηνά που διαβάζει την κατάσταση από μέσα.

«Το Remember είναι ένα ζωντανό βεστιάριο» της λέω. Τον δέχεται αυτόν τον χαρακτηρισμό; «Μα ναι. Υπάρχουν πολλά κομμάτια vintage από 80s και 90s. Βέβαια, κάποια πολύ σπάνια κομμάτια δεν υπάρχουν σε κοινή θέα, αυτά αγοράζονται από συλλέκτες» μου εξηγεί και συνεχίζει: «Ένα ρούχο από μόνο του δε λέει κάτι, αυτός που το φοράει θα το κάνει έργο τέχνης».

Photo: Κική Παπαδοπούλου
Photo: Κική Παπαδοπούλου

»Συναντάμε φοβερά άτομα εδώ μέσα, που μας εμπνέουν, έχουμε την τύχη να γνωρίζουμε σπουδαίες προσωπικότητας, φοβερές μορφές. Στην πλειοψηφία τους οι πελάτες μας είναι κομμάτι της ζωής του μαγαζιού. Έρχονται εδώ με τις ώρες. Συζητάμε για τα πάντα, θα μιλήσουμε ουσιαστικά. Έχει υπάρξει πελάτης που του άρεσε τόσο πολύ αυτό που συνέβαινε εδώ μέσα, του άρεσε τόσο πολύ να χαζεύει τα φωτογραφικά άλμπουμ που μας ζήτησε να έρχεται κάθε μέρα για κάποια ώρα ώστε να δει όσα περισσότερα άλμπουμ μπορούσε. Τελικά τα είδε όλα μέχρι να φύγει από την Αθήνα. Οι πελάτες μας μάς επισκέπτονται κάθε φορά που έρχονται στη χώρα μας».

Κάπου εκεί φτάνουμε στο ερώτημα εάν υπάρχει underground σήμερα και η Αθηνά κάνει μια ολόσωστη διαπίστωση. «Το underground έχει γίνει mainstream. Το βλέπουμε στις πασαρέλες, στις γκαλερί… Οι εικόνες του streetstyle, του bdsm, του goth, του punk κυριαρχούν».

Γιατί αισθάνομαι τόσο ωραία εδώ, βρε παιδί μου. Αναρωτιέμαι. «Πρώτα από όλα είναι επισκέπτης και δεν είναι πελάτης. Αυτό που θέλουμε εμείς είναι έρθει εδώ ο επισκέπτης και να είναι άνετος» σχολιάζει η Αθηνά. Τότε, ξαφνικά, μπαίνει στην κουβέντα η δίμετρη Μέιζι από το Σιάτλ. Ζει στην Αθήνα και δουλεύει στο Booze Cooperativa. «Έχω νέα» φωνάζει με χαρά στην Αθηνά. «Με είδαν στον δρόμο οι σκάουτερς του Next Top Model και μου είπαν να πάω για οντισιόν». Γελάμε όλες μαζί. «Θα σε δω στην τηλεόραση» της λέω ενώ αυτή δοκιμάζει ένα πλεκτό μαγιό.

«Έχει έρθει κάποιος πελάτης που δεν κόλλαγε με το vibe;» ρωτάω. «Ναι», λέει η Αθηνά, «Είχε έρθει κάποιος που προβλήθηκε όταν είδε ότι κάναμε fitting για ένα drug show. Οπότε για να μην ενοχληθεί κανείς του εξηγήσαμε ευγενικά ότι οι καλλιτέχνες απλά έκαναν τη δουλειά τους, του προτείναμε εάν δε θέλει να μην παρακολουθήσει το fitting να βγει στο μπαλκόνι, να πάρει λίγο αέρα και μόλις φύγουν οι άνθρωποι να συνεχίζει αυτός την επίσκεψή του. Ακριβώς επειδή του το είπαμε με αυτόν τον τρόπο αποφάσισε να βγει στο μπαλκόνι και να ηρεμήσει.

»Το σίγουρο είναι ότι μέσα σε αυτόν τον χώρο δεν ανεχόμαστε προσβλητικές συμπεριφορές και σχόλια αποκλεισμού για αυτό και δεν επιτρέπουμε συζητήσεις που μπορεί να πολώσουν τις καταστάσεις» καταλήγει η Αθηνά.

Το σίγουρο είναι ότι δεν έχει υπάρξει στην Αθήνα άλλο μαγαζί σαν το Remember.

Σκίτσο της νέας εισόδου / Photo: Remember