«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα/Μες σε καπνούς και σε βρισιές» και «Επί ασπαλάθων» και ποίηση και φορτωμένες τσάντες και σάκες και χαρτοφύλακες και όλη η αλήθεια φυλαγμένη ακριβά μέσα στις λέξεις, αλλά κανείς και καμιά δεν παίρνει την ποίηση στα σοβαρά,

Άλλωστε, Βρεττάκος, Γώγου και Σικελιανός συγκατοικούν, θέλουν δεν θέλουν, με τους ξένους ποιητές του ντουνιά που τα μπαρ της πόλης μιμούνται ξεδιάντροπα και καλά κάνουν, χτίζονται ολόκληρες νέον, κατουρημένες αυτοκρατορίες μες στα στενά πάνω στα θραύσματα και στα μεδούλια ενός Μπουκόφσκι, τα πολύ ξεπεταρούδια παιδάκια τα ημιαμούστακα και «με τον κρατήρα κόκκινο/στραμμένο στο μέλλον» ασχολούνται με τα τσιτάτα και τις ομορφιές του εύκολου λόγου, μερικές λέξεις στη σειρά με τρόπο ανέλπιστο και φύγαμε α λα «είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή».

Πόσα πρώτα ραντεβού στο Au Revoir, πόσοι ματαιωμένοι έρωτες που δεν παρουσιάστηκαν ποτέ ξανά μαζί κυκλοφορούν σαν άχνα και σαν φάντασμα με βαριές αλυσίδες πάνω στις ψάθες του παλιού αρχιτέκτονα; Η αβάσταχτη μυρωδιά της Βαρβακείου, αυτή η ψαρίλα που σκάει στα ρουθούνια, η μασχάλη ολόκληρης της πόλης, ζέχνει ανθρωπίλα και αναμνήσεις από παλιές καθαροδευτέρες, τώρα μάθανε και οι φασαίοι τα χτένια, τα στρείδια και τη γάμπαρη και σπεύδουν ξημερώματα Κυριακής αποκριών να ψωνίσουν για να μισοτραπεζωθούνε αύριο και να λένε αυτιστικά «ωραιό φαϊ ρε, ωραίο» και να κάνουν ερωτικούς ήχους, επιστρέφοντας πρόσκαιρα στο στοματικό στάδιο «μμμ», «μαλάκα, γάμησε», όλα γαμιούνται, βασικά.

Ποια είναι η Αθήνα πίσω από τις πλατείες και τα σημεία της τα πολυδιαφημισμένα; Πόση Αθήνα υπάρχει σε στενάκια που δεν φωτογράφισε ποτέ κανείς; Πόση Αθήνα σταο βλέμμα των γέρων πίσω από τα τζάμια τους στους ψηλούς ορόφους των παλιών πολυκατοικιών με τα πνιγηρά μπαλκόνια και τις πράσινες τέντες; Οι γέροι κοιτούν από ψηλά μια πόλη που τους μοιάζει αλαμπουρνέζικη και οι νέοι δεν έχουν ιδέα ποιος ήταν ο Όθωνας, εκτός και αν τους το μάθει η Μαρίνα Σάττι που κι αυτή σκέτο ποίημα είναι, ποίημα, όπως τα αποκεφαλισμένα μαριδάκια στους υπονόμους.

Στην τελική, ας έρθει κάποιος να μας πει τι δεν είναι ποίηση. Μπορεί;

ποίηση
Ποίηση είναι ό, τι γουστάρουμε;

Πόσος αγώνας, πόσα μικρομηνύματα, πόσα χάδια, πόσες επιμονές για να υφανθεί η ιστορία των αθηναϊκών ερώτων και ποιος θυμάται σήμερα τον απόλυτο έρωτα της άνοιξης του 1959, για ποιαν γράφτηκε το ”Κορίτσι του Μάη” και πόσες εκατοντάδες ζευγάρια είχαν την τιμή να τους αποκαλούν οι φίλοι τους «ο ωραίος κι η ωραία»; Σύνοψη αστικών θρύλων και παραδόσεων, καντάδες της Δανάης και του Αττίκ, ερεθισμένα βαλσάκια και μπαρουτοκαπνισμένες ρεμπετότσαρκες, έπειτα ποπ, πλάστικ-φαντάστικ και ξενύχτια παραλιακή με μπούτια απαστράπτοντα και μακιγιάζ χρωματιστό, μετά σκοτάδι, επιστροφή στην μέσα φλούδα την σκληρή, την πικρή, εσωστρέφεια, πλατεία Καρύτση κι όπου βγει, ακρίβεια, ακρίβεια, ακρίβεια, airbnb, airbnb, airbnb.

Η Αθήνα είναι πισίνα τσιμεντένια για τα γλυκά ξενάκια τουριστάκια που βρίσκουν μια χαρά φθηνό το SOUVLAKI στα 4 ευρώ. Λίγοι ξέρουν ότι στην Αθήνα κάνουμε τέχνη. Η Αθήνα έχει τόση αρχαία τέχνη που, για κάποιους, περισσεύει εντελώς η καινούργια. Και τι άλλο θέατρο να κάνουμε δηλαδή; Όλα γύρω παραληρηματικά queer, με αύρα νικητήρια, με φόρα στους νέους καιρούς, οι στρέιτ γκρινιάζουμε περισσότερο από ποτέ πως δεν αρέσουμε μάλλον σε κανέναν, αλλά κι οι γκέι φίλοι μας το ίδιο κενό αισθάνονται. Όταν ερωτεύονται οι γκέι φίλοι μας και το ζουν μαλβινίστικα, πάνω από τηλέφωνα, φριτέζες και τασάκια, τότε εμείς ζηλεύουμε και λαχταρούμε και γράφουμε μπορεί και κανένα κείμενο της προκοπής που θα διαβάσουν γύρω στα 469 άτομα, 469 άτομα από μια εκατομμυριούχα πόλη, το απόλυτο τίποτα, μια ποιητική φυσαλίδα μες στο σφηνοπότηρο της Αθήνας-και πολύ σας λέω.

Την ποίηση την επαναδιδασκόμαστε μέσα από την ασχήμια. Οτιδήποτε άσχημο το λέμε όμορφο ετσιθελικά και τα όμορφα τα καμουφλάρουμε με τόνους πολιτικής ορθότητας μη και μας σηκωθεί κανένα ζωώδες ένστικτο και κάνουμε κανένα θανάσιμο σφάλμα. Είναι πασέ και μπας κλας πια να ομνύουμε στην ομορφιά, διαβάζουμε αθλιουργήματα, ακούμε τερατουργήματα, βλέπουμε μετριότητες στο σινεμά που αποκαλούμε αριστουργήματα κι όταν μάς τύχει, κατά τύχη, κάτι πραγματικά καλό τότε ως δια μαγείας αφοπλιζόμαστε από τις άμυνές μας, μένουμε γυμνοί, ανυπεράσπιστοι, μπήγουμε κλάματα στη μέση του δρόμου.

Και συναντάμε την ποίηση. Πάντοτε, όποτε θέλει εκείνη. Δεν την προσκαλείς. Έρχεται όποτε της καπνίσει. Και κυρίως αν, αν της καπνίσει. Η ποίηση είναι, για να σας γίνω και λιγάκι συμπαθής, η τρανς ξανθιά γειτόνισσα που κάθεται τις νύχτες στο παγκάκι του Πάρκου Κύπρου κι ατενίζει τα καράβια και τις μαούνες της ανταριασμένης Πατησίων. Η ποίηση γεννήθηκε άστεγη και ανέστια, κατοικεί για λίγο μόνο στα δικά μας βλέμματα. Καταριέται τους ανθρώπους που λερώνουν το όνομά της με ηλιοβασιλέματα εξαναγκαστικά στη Σαντορίνη, καταριέται εκείνους που αφήνουν ένα κορίτσι να κλαίει μόνο στο διαμέρισμά του «γιατί δεν μπορούν να το διαχειριστούν τώρα αυτό» και καταριέται εμένα που λέω ό, τι να’ ναι γι’ αυτήν, καταριέται την Παγκόσμια Μέρα της και πάει και κρύβεται να φυλαχθεί από τον χιονιά της φλυαρίας μέσα στο αφράτο στήθος ενός αηδονιού σε δάσος μακρινό, απάτητο, για λίγο ακόμα, από τους ανθρώπους.

ΥΓ: Αφήστε την Πρωτογένους, τραβάτε καμιά βόλτα στην οδό Νάξου στην Κυψέλη και τα ξαναλέμε.