Το 1930, η Αθήνα είναι αγνώριστη σε σχέση με το σημερινό της προφίλ. Μια μικρή πόλη, με διώροφα σπίτια από πέτρα και τούβλο, κεραμίδια, ξύλινες σκεπές, φυσικά υλικά. Τα ξακουστά και παινεμένα νεοκλασικά της άρχισαν να χτίζονται επί Όθωνα, το 1834. Αξιόλογοι αρχιτέκτονες από το εξωτερικό, ιδίως από τη Γερμανία, ήρθαν για να σχεδιάσουν την πόλη και έφεραν το ρεύμα του νεοκλασικισμού που επικράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Ήδη όμως από τότε, οι αντιπαροχές κτιρίων που θα άλλαζαν άρδην τη μορφή της ξεκινούσαν να συζητώνται. Μάλιστα, άρχισαν να λαμβάνουν χώρα και οι πρώτες κατεδαφίσεις νεοκλασικών, ώστε στην θέση τους να ανεγερθούν πολυκατοικίες. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, το σκηνικό έπρεπε υποχρεωτικά να αλλάξει, η Αθήνα δεν θα ξαναήταν ποτέ εκείνη η αραιοκατοικημένη πόλη.

Πάντως, μέχρι και την λήξη του ΒΠΠ, στην Αθήνα συνέχιζαν να χτίζονται νεοκλασικά κτίρια. Κάποια, καταστράφηκαν στην διάρκεια του εμφυλίου.
Στην κατεδάφιση των νεοκλασικών για την ανέγερση πολυκατοικιών έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ο νόμος του 1929 περί οριζόντιας ιδιοκτησίας επί κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τον διαχωρισμό ενός ενιαίου κτιρίου σε αυτοτελείς ιδιοκτησίες, σε διαμερίσματα στην πραγματικότητα. Αυτό σηματοδότησε την γέννηση της πολυκατοικίας, αλλά και το σύστημα της αντιπαροχής. Τι σημαίνει αντιπαροχή; Αυτό που λέει η λέξη:Ο ιδιοκτήτης γης παραχωρούσε δωρεάν το οικόπεδό του που είχε συνήθως μια κατοικία ενός ή δύο ορόφων στον εργολάβο, ο οποίος δεσμευόταν να του δώσει ως αντάλλαγμα ένα συγκεκριμένο αριθμό διαμερισμάτων, μετά την ολοκλήρωση της πολυκατοικίας.

Η αντιπαροχή βάρεσε κόκκινο τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970. Οι άνθρωποι είχαν να κερδίσουν, εξασφάλιζαν τις οικογένειές τους, ένιωθαν κιόλας ότι συμμετέχουν σε κάτι μοντέρνο, κάτι in. Οι κυβερνήσεις των δεκαετιών εκείνων δεν νοιάστηκαν για την αισθητική και την ιστορικότητα του πράγματος, σε αντίθεση με κυβερνήσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών που, τουλάχιστον σε μεγάλα, κεντρικά τμήματά τους, παρέμειναν φροντιστικές ως προς το παρελθόν τους. Οι εργολάβοι εν Αθήναις φυσικά και κερδοσκόπησαν προβαίνοντας σε αυθαιρεσίες. Έτσι, κατασκευάστηκαν ένα σωρό επικίνδυνα κτίρια, κακοελεγμένα, τσάτρα πάτρα-οι γνωστές ελληνοπρέπειες!

Στο πολύ ψαγμένο ρεπορτάζ της Ντιάννας Βασιλείου στο Vice σχετικά με το θέμα της αρχιτεκτονικής όψης της Αθήνας διαβάζω την παρακάτω μικρή λίστα κυβερνήσεων που ευθύνονται για την κατεδάφιση πανέμορφων, ιστορικών κτιρίων. Που αντί να τα διατηρήσουν λειτουργικά, να σκεφτούν λύσεις για να τα συμπεριλάβουν στη δημόσια ζωή, τα γκρέμισαν.

– Η κυβέρνηση του στρατιωτικού Αλέξανδρου Παπάγου από το 1952 μέχρι τον θάνατό του το 1955.

– Οι κυβερνήσεις υπό τον Κωνσταντίνου Καραμανλή από το 1955-1963 (με σύντομα διαλείμματα μηνών όπου υπηρέτησαν υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί)

– Από το 1963 και την παραίτηση Καραμανλή μέχρι το 1967 και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, επικρατούσε μεγάλη πολιτική αναταραχή με πρωθυπουργούς που παραιτούνταν μετά από λίγους μήνες όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και κυβερνήσεις που καταψηφίζονταν στη Βουλή όπως αυτή του Γεώργιου Αθανασιάδη–Νόβα και του Ηλία Τσιριμώκου.

Ο λόγος που οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε τόσες κατεδαφίσεις έχει να κάνει, φυσικά, και με την εσωτερική μετανάστευση που όλο και εντεινόταν, για να κορυφωθεί το ’80 και το ’90. Πού θα έμεναν τόσες ψυχές; Η γιαγιά μου, Γεωργία Σαλουφάκου, από τους τελευταίους κατοίκους αυτής της πόλης που έδωσε το σπίτι της για αντιπαροχή, μου λέει ότι τη δεκαετία του 60 και του 70 (μέχρι και αρχές του 80!), γινόντουσαν συνεχώς έργα, υπήρχαν μπετά, μπάζα, βαβούρα. Το τοπίο άλλαζε άρδην. «Δεν φαινόταν όμως να νοιάζεται και κανείς», μου λέει η γιαγιά μου. «Τουλάχιστον, όχι όπως τώρα που τα νέα παιδιά αγαπάτε τα παλιά κτίρια του Τσίλλερ κι όλα αυτά.»

Οι κατεδαφίσεις στο σήμερα

Τα κτίρια που δεν έχουν κηρυχθεί δια νόμου διατηρητέα κινδυνεύουν με κατεδάφιση και, κάθε τόσο, όλο και χάνονται σπουδαία αρχιτεκτονήματα, σε γειτονιές και εκτός κέντρου, όπως στον Πειραιά και την Καλλιθέα, στο Παγκράτι και στο Ψυχικό. Η αντιπαροχή έχει ξαναμπεί μπροστά, μιας που η πολύ σφιχτή εποχή της κρίσης φαίνεται να παρήλθε και ρέουν ξανά χρήματα στην αγορά, γίνονται επενδύσεις, χτίζονται κτίρια για τουριστική εκμετάλλευση, γραφεία εταιρειών και έδρες εταιρειών του εξωτερικού.

Η πόλη φαίνεται να χάνει σημαντικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της λόγω της μεγάλης αύξησης, πλέον, αυτών των κατεδαφίσεων και της όλο και αυξανόμενης κατασκευαστικής δραστηριότητας, η οποία είναι κυρίως προσανατολισμένη στην ανέγερση πολυώροφων κτιρίων. Οι ιδιοκτήτες, με δέλεαρ τους υψηλούς συντελεστές δόμησης και το κέρδος που θα έχουν από τα πανύψηλα κτίρια που μπορούν να χτιστούν στις μικρές διώροφες ή τριώροφες κατοικίες τους, λόγω του bonus δόμησης σε ύψος ορόφων που προβλέπει ο οικοδομικός κανονισμός προχωρούν σε κατεδαφίσεις κατά συρροή.

Κι ενώ υπάρχουν ακόμα συνοικίες (μάλλον δρόμοι) που κρατούν μια αίγλη από το παρελθόν (όπως η γραφική οδός Παμίσου, παράλληλη της Αχαρνών), σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Monumenta ένα 80% κτιρίων έχει χαθεί. Η Ελένη Γρατσία, αρχαιολόγος και ιδρυτικό μέλος της εν λόγω Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρίας για την προστασία της φυσικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας – Κύπρου, μίλησε αυτή την εβδομάδα στον Αθήνα 984 και στη Μαργαρίτα Μυτιληναίου για το κύμα κατεδαφίσεων, κρούοντας κώδωνα κινδύνου και προειδοποιώντας για την ανάγκη άμεσης κινητοποίησης της πολιτείας. Είπε τα εξής ενδιαφέροντα, μεταξύ άλλων:

«Υπάρχει μια κορύφωση στις κατεδαφίσεις. Με οδηγό την έως τώρα καταγραφή που έχουμε κάνει σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά, βλέπουμε ότι έχει διατηρηθεί μόνον ένα 20% των ιστορικών κτιρίων, τα οποία χρήζουν άμεσης προστασίας από την ελληνική διοίκηση. Τώρα είναι η ώρα να αποφασίσουμε χωρίς αναβολή, τι ακριβώς θέλουμε να παραμείνει και τι να παραδοθεί στη λαίλαπα του χρόνο. Πρέπει κάπως να υπάρξει μια διαχείριση σχετικά με όσα κρίνουμε πως επιθυμούμε να κρατήσουμε και να συντηρήσουμε. Οι Δήμοι μπορούν να προτρέψουν τους ιδιοκτήτες να ζητήσουν τη χορήγηση κινήτρων προκειμένου» όπως επισημαίνει «να κρατήσουν τα διατηρητέα ιστορικά κτίρια, ως αγαθά που πρέπει να προστατευθούν. Σε αυτά, όμως, δεν περιλαμβάνονται κτίρια των δεκαετιών 20 και 30, καθώς αντιμετωπίζονται ως μη αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που εκπροσωπούν την μεσοαστική τάση στην Αθήνα την εποχή του Μεσοπολέμου. Διώροφες- «ταπεινές» για κάποιους – κατοικίες, χωρίς ιδιαίτερες συνθέσεις στις κατόψεις τους, με εκλεκτικιστικά χαρακτηριστικά μοντερνισμού. Αυτή ήταν τότε η τάση, με εξαίρεση τα οικοδομήματα στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, την οδό Πατησίων και μερικές ακόμα γειτονιές της πρωτεύουσας».

Αυτό, κατά την άποψή της (και την δική μας!), πρέπει άμεσα να αλλάξει, αφού αποτελεί τμήμα της αθηναϊκής ιστορίας και προσθέτει στην αρχιτεκτονική αξία της πόλης.