Η σχέση μου με το κινητό μου είναι κάπως περίπλοκη. Από τη μία προσπαθώ όσο μπορώ – και αυτό εξαρτάται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες – να είμαι (να νιώθω βασικά) ανεξάρτητος από αυτό και από την άλλη απολαμβάνω να περνάω χρόνο μαζί του.
Το screen time της χθεσινής ημέρας, οι ώρες δηλαδή που κατανάλωσα μπροστά στην οθόνη του κινητού μου, δείχνει πως για 3 ώρες και 57 λεπτά ήμουν άμεσα συνδεδεμένος με τον κόσμο του ίντερνετ και με τους υπόλοιπους. Χάζεψα στο Instagram για 1 ώρα και 12 λεπτά, έβλεπα συνολικά (και όχι συνεχόμενα) YouTube για 53 λεπτά, μιλούσα με δικούς μου ανθρώπους για 23 λεπτά, τσάταρα στο Messenger 22 λεπτά και διάβαζα trivia στο IMDB για 12 λεπτά. Σε γενικές γραμμές αποφεύγω να κοιτάζω τα συγκεκριμένα στατιστικά, αλλά αυτή την φορά η εξαίρεση έγινε για το συγκεκριμένο κείμενο. Ουσιαστικά, ήθελα να πω στον εαυτό μου «Μα πώς μπόρεσες και το έκανες;», έτσι ώστε να γράψω τις παρακάτω γραμμές.
Ο χρόνος είναι, ίσως, ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε. Ένας βασικός πόρος της ζωής και το μόνο πράγμα που δεν μπορείς να αγοράσεις – και η αγάπη φυσικά, αλλά πολλές φορές τα λεφτά δημιούργησαν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθεί ένας έρωτας που κατέληξε σε αγάπη, αλλά και η έλλειψή τους οδήγησε σε χωρισμούς. Οπότε, τι μας μένει; Το τικ τακ των δεικτών του ρολογιού.
Με τα smartphones, πλέον, μπορούμε να οργανώσουμε πλήρως το ημερήσιο/εβδομαδιαίο/μηνιαίο πρόγραμμά μας, έτσι ώστε όλα να είναι όμορφα και τακτοποιημένα. Πατάμε ένα κουμπί, κατεβάζουμε μία εφαρμογή, και τοποθετούμε σε σειρά προτεραιότητες, εκκρεμότητες, επιθυμίες κτλ με σκοπό να τα κάνουμε «όλα» μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Εγώ δεν το κάνω, αφού η σχέση μου με την έννοια του χρόνου εγκλωβίστηκε σε ένα συρτάρι τον Ιούλιο του 2018 που πήγα στην Ανάφη, αλλά αρκετός κόσμος έχει σύμμαχό του το screen time και apps προγραμματισμού. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το 21% των Αμερικανών (το 31% όσων βγάζουν πάνω από 75.000 δολάρια ετησίως) χρησιμοποιούν smartwatch για την διαχείριση του χρόνου τους και πάνω από το 80% διαθέτουν smartphone οργανώνοντας την ζωή τους μέσω εφαρμογών. Ωστόσο, άλλη έρευνα δείχνει ότι οι άνθρωποι αν και άμεσα συνδεδεμένοι με τις smart συσκευές τους που κάνουν tracking την καθημερινότητά τους, σπάνια αλλάζουν τον τρόπο που διαχειρίζονται τον χρόνο τους όταν αυτός «δεν είναι αρκετός». Οι άνθρωποι τείνουν να πιέζουν τον εαυτό τους αντί να επαναπροσδιορίσουν την ζωή τους.
Προφανώς, αυτό συμβαίνει γιατί οι smart συσκευές δεν μας δίνουν πάντα τις επιθυμητές συμβουλές. Κανείς δεν θέλει ακόμα έναν «μπαμπούλα» να τον τρομάζει με notification επειδή ξεπέρασε το ημερήσιο όριο που έχει ορίσει στο Facebook ή στο Pinterest. Αυτές οι πληροφορίες είναι ένα καμπανάκι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – πως χάνουμε χρόνο, άρα κάτι πολύτιμο. Και, συνήθως, όλα ξεκινάνε με ένα αθώο scroll μέχρι να δεις κάτι που θα σε μαγνητίσει.
Το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας των Η.Π.Α. συλλέγει στοιχεία για «δείκτες χρήσης χρόνου» εδώ και σχεδόν 20 χρόνια. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους για το 2020, ο μέσος Αμερικανός έχει αρκετό ελεύθερο χρόνο (5,5 ώρες) για να χωρέσει σε αυτές διάφορες δραστηριότητες που θα βελτιώσουν την υγεία του, σωματική – ψυχική – συναισθηματική. Μέσα σε αυτό το χρονικό περισσευούμενο πλαίσιο ένας άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του, να γυμναστεί, να διαβάσει μερικές σελίδες από εκείνο το ξεχασμένο βιβλίο, να ακούσει 2-3 δίσκους, να συναντήσει αγαπημένους φίλους ή συγγενείς.
Σε σύγκριση με τα στατιστικά στοιχεία του 2019, παρουσιάζεται μια αύξηση 37 λεπτών/ημέρα, που οφείλεται, κυρίως, όπως λένε οι ερευνητές, στο ότι πλέον λιγότεροι άνθρωποι εργάζονται και ταξιδεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης. Όμως η έρευνα έδειξε επίσης ότι συχνά αποφεύγουμε εκείνες τις δραστηριότητες που θα μας προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην ζωή μας και προτιμάμε παθητικές δραστηριότητες, βασισμένες στην οθόνη.
Ο μέσος Αμερικανός ξοδεύει 22 λεπτά/ημέρα συμμετέχοντας σε αθλήματα, άσκηση και ψυχαγωγία, 32 λεπτά/ημέρα επικοινωνώντας με άλλους ανθρώπους και 26 λεπτά/ημέρα χαλαρώνοντας ή σκεπτόμενος. Αντίθετα, οι Αμερικανοί περνούν 211 λεπτά/ημέρα παρακολουθώντας τηλεόραση. Αυτός ο χρόνος είναι 2,6 φορές περισσότερος χρόνος από ότι άσκησης, χαλάρωσης και κοινωνικοποίησης μαζί.
Μπορεί αυτό το αντιστάθμισμα να ακούγεται «τρομακτικό», αλλά ταυτόχρονα μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Τουλάχιστον εμένα – μία που το διάβασα και μία που το ξέχασα.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η παρακολούθηση τηλεόρασης για πολλές ώρες ανά ημέρα σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή και ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν περισσότερο τα social media είναι και οι πιο απομονωμένοι κοινωνικά. Τα ευρήματα αυτά, αντιπαραβάλλουν εκείνους που παρακολουθούν τηλεόραση για λιγότερο από 30 λεπτά/ημέρα και νιώθουν πιο ικανοποιημένοι από την ζωή τους, ενώ όσοι έχουν περιορίσει τον χρόνο τους στα social media στα 30 λεπτά/ημέρα ή και λιγότερο, έχουν χαμηλότερα ποσοστά μοναξιάς ή κατάθλιψης.
Αλλά δεν χρειάζεται να διαβάσουμε κάποια έρευνα για να οδηγηθούμε σε τέτοιους είδους συμπεράσματα. Και αυτό αφορά διάφορες επιστημονικές μελέτες που πραγματοποιούνται και δημοσιεύονται καθημερινώς. Αν χρησιμοποιήσουμε, έστω για λίγο, την κοινή λογική και εμπνευστούμε από όλα τα ερεθίσματα που μας προσφέρονται, οδηγούμαστε στα ίδια αποτελέσματα με αυτά των ερευνητών. Ποιος μπορεί να έχει μία φυσιολογική κοινωνική ζωή όταν είναι 24/7 στο Facebook και σχολιάζει καθετί; Ποιος έχει μια ισορροπημένη καθημερινότητα όταν τα Instagram stories είναι προέκταση του εαυτού του; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως τα προλαβαίνει «όλα» όταν έχει δει όλο το περιεχόμενο Netflix; Ποιος πιστεύει πως ένας φανατικός gamer είναι ευτυχισμένος στην σχέση του;
Όμως, για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, δεν φταίμε εξ ολοκλήρου για αυτές τις επιλογές. Η τεχνολογία και οι οθόνες έχουν σχεδιαστεί για να μας «αιχμαλωτίζουν». Όπως ανέδειξε μια πρόσφατη μελέτη, μπορεί να εθιστούμε στα social media εξαιτίας ενός χαρακτηριστικού της ανατομίας μας: ο βρόχος ανατροφοδότησης ντοπαμίνης που προκαλεί ευεξία, διεγείρεται από τον τρόπο λειτουργίας αυτών των πλατφόρμων και τον τρόπο με τον οποίο «ανταμείβουν» τη συμμετοχή μας σε αυτά. Αυτή η ανταμοιβή έχει πολλές ομοιότητες με τα τυχερά παιχνίδια και, κυρίως, με τον κουλοχέρη. Κάθε άγγιγμα της οθόνης για scroll και swipe up, μοιάζει με ένα κατέβασμα του μοχλού, και η προσμονή για κάτι «καλό» που θα βρεθεί μπροστά μας, εθιστική.
Η επιλογή της τηλεόρασης και των social media έναντι άλλων δραστηριοτήτων, είναι ένας «κοινωνικός συμβιβασμός», μία προσπάθεια εναρμόνισης με το σύνολο.
Ο μόνος τρόπος για να σιγουρευτούμε ότι δεν είμαστε έρμαια της τεχνολογίας και πως οι επιλογές που κάνουμε αντικατοπτρίζουν τις δικές μας ανάγκες, είναι η «κοινωνική οικονομία». Με αυτήν χακάρουμε τον χρόνο και σημαίνει ότι οι αποφάσεις μας σχετικά με το πώς ξοδεύουμε τον χρόνο μας επηρεάζονται πρωτίστως από το πώς επενδύουμε σε αυτόν και τι εξοικονόμηση θέλουμε να κάνουμε.
Βέβαια, δεν γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που ξέρουν πραγματικά τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους, αλλά μία μελέτη έρχεται να καλύψει και αυτό το κενό «γνώσης», αφού υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος και αρκετός χρόνος για να καταλάβουμε προς τα που τείνουμε. Και αυτό εφαρμόζεται σε διάφορους τομείς της ζωής μας.
Για παράδειγμα, αρκούν 3,3 πίνακες ζωγραφικής για να καταλάβουμε αν μας αρέσει κάποια Σχολή ή τεχνοτροπία, με 1,5 ποτήρι ενός ποτού μπορούμε να αποφασίσουμε αν αυτό είναι «το ποτό μας», ένας εργοδότης μπορεί να καταλάβει μέσα σε 2 παραγράφους αν ο υποψήφιος για την θέση εργασίας που άνοιξε πληροί τις προϋποθέσεις, και το πιο «περίεργο» είναι πως χρειαζόμαστε μόλις 173 ημέρες, κατά μέσο όρο, για να αποφασίσουμε ότι το άτομο με το οποίο έχουμε ξεκινήσει να βγαίνουμε είναι ο σύντροφος της ζωής μας – ανεξάρτητα από το αν αυτό αλλάξει στην πορεία.
Όλα αυτά εφαρμοσμένα στο κόνσεπτ της κοινωνικής οικονομίας, σημαίνουν δύο πράγματα. Πρώτον, ότι μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις σχετικά γρήγορα και δεύτερον, ότι ξέρουμε ήδη τι θέλουμε. Αν το καλοσκεφτείτε, αυτή η προσέγγιση δεν είναι καθόλου ακραία, αφού βασίζεται στις υπάρχουσες συνθήκες της ζωής μας. Ξυπνώντας σήμερα το πρωί, ήξερα με ποιους ανθρώπους δεν θέλω να κάνω παρέα, γνωρίζω ποιοι είναι οι φίλοι μου, τα μουσικά μου γούστα δεν άλλαξαν εν μία νυκτί, ούτε η κοσμοθεωρία μου. Δεν χρειάζεται να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου σήμερα. Αυτό θα συμβεί σταδιακά. Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία – κι αν έρθει – ξέρω τι αποφάσεις πρέπει να πάρω.
Όπως ανακαλύπτει η Ντόροθι στο τέλος του «Μάγου του Οζ», το κλειδί για την εκμετάλλευση του χρόνου είναι ένα εργαλείο που είχαμε από την αρχή: Η επιλογή.
Έχουμε την επιλογή για το πώς θα ξοδέψουμε τις περίπου 5,5 ώρες ελεύθερου χρόνου που μας αντιστοιχούν. Μην εξαπατάμε τον εαυτό μας νομίζοντας ότι μας απορροφά η τεχνολογία, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, οι ταχύτατοι ρυθμοί, τα social media. Αν το Σαββατοκύριακο των Χριστουγέννων άφηνα ενεργές τις ειδοποιήσεις των New York Times, θα ήταν μία δική μου συνειδητή επιλογή. Επέλεξα να απέχω γιατί ήθελα χρόνο με εμένα και όχι με την ειδησεογραφία. Αυτή θα την έβρισκα πάλι μπροστά μου στο γραφείο. Τι θα άλλαζε αν δεν ήμουν άμεσα ενήμερος για τα δεινά του κόσμου;
Γι’ αυτό χρειάζεται να επανεξετάσουμε την επιρροή που έχει η τεχνολογία στην ζωή μας και να της δώσουμε τον ρόλο που οφείλει να έχει. Δεν ωφελεί να της χρεώνουμε την «μαυρίλα» του κόσμου. Αυτές οι αντιλήψεις μας αποπροσανατολίζουν από κάποια βασικά στοιχεία της ζωής, που δεν είναι άλλα από την «επιλογή» και την «αποδοχή».
Επιλέγουμε ή όχι να ζούμε με τα smartphones, αυτή είναι η νέα πραγματικότητα. Οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε να φανταστούμε μία ζωή χωρίς τα κινητά μας τηλέφωνα. Μας παρέχουν ασφάλεια, ενημερωνόμαστε, επικοινωνούμε, δουλεύουμε, καταγράφουμε τις στιγμές μας σε αυτά. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πω σε κάποιον «Ρε συ, τι το θες το κινητό; Τι το χρειάζεσαι;». Ούτε καν στην κόρη μου που κοντεύει 8 χρονών. Να στρουθοκαμηλίσω;
Θεωρώ πως είναι φυσιολογικό να εξαρτάται κάποιος από το τηλέφωνό του ή από οποιαδήποτε άλλη οθόνη. Αλλά όταν οι συσκευές αρχίζουν να παρεμβαίνουν στη ζωή και να εξουσιάζουν αντί να μας βοηθάνε, τότε κάτι πρέπει να αλλάξει. Και σίγουρα, όχι ο σχεδιασμός των νέων προϊόντων της Xiaomi.
Οι αλλαγές, όμως, καθορίζονται από κάποια συγκεκριμένα στάδια. Την πρώτη σκέψη, την περισυλλογή των πληροφοριών, την προετοιμασία και την δράση. Οι δύο πρώτες φάσεις, συνήθως, απαιτούν κάποιον χρόνο, αλλά τα δύο τελευταία (πρέπει) χαρακτηρίζονται από αμεσότητα.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πώς αν η πρώτη σκέψη είναι ότι έχουμε κουραστεί με τα social, η δεύτερη (περισυλλογή) αφορά τους τρόπους που θα ξεμπλοκάρουμε τον εαυτό μας. Στην τρίτη (προετοιμασία), ξεκινάμε να καταστρώνουμε το σχέδιό μας – για παράδειγμα, unfriend σε τοξικά προφίλ, απενεργοποίηση ειδοποιήσεων κτλ – και στο τέλος (δράση), που θα μπορούσε να είναι ποιοτικός χρόνος με τον/την σύντροφό μας ή κάποιον/α φίλο/η.
Η κοινωνική οικονομία δεν είναι εύκολη. Κανείς δεν μπορεί να το ισχυριστεί. Οι μελέτες δείχνουν πως χρειάζονται περίπου 66 ημέρες για να παγιωθεί μια νέα συνήθεια και να έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας. Αλλά η άλλη όψη του νομίσματος, λέει, πως δύο μήνες μπροστά σε μία «νέα» ζωή μετά τις νέες μας επιλογές, είναι σταγόνα στον ωκεανό. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο να μην αλλάξει τίποτα. Το ότι παίρνουμε αποφάσεις και προχωράμε σε αλλαγές, δεν σημαίνει πως βελτιώνεται η ζωή μας, ότι θα ζήσουμε κάτι εξαιρετικό και όμορφο, ότι θα αναρωτιόμαστε «Μα πως ζούσαμε πριν;» και θα πλέουμε σε πελάγη ευτυχίας.
Ίσως, τελικά, ο μόνος τρόπος που έχει ο άνθρωπος να χακαρει το χρόνο, να τον κερδίσει ουσιαστικά, είναι να τον αφήσει για λίγο στην άκρη. Μαζί με κάθε smart συσκευή που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα για να τον μετρά, να τον διαιρεί, να τον προσθέτει, να τον αφαιρεί και γενικώς να τον υπολογίζει με οποιονδήποτε ευφάνταστο τρόπο μπορούμε να σκεφτούμε. O άνθρωπος, η ισχυρότερη «μηχανή», έχει ένα μηχανογραφημένο σύστημα λειτουργίας στο οποίο για να παρακαμφθούν συγκεκριμένες διασυνδέσεις του χρειάζονται μη τυποποιημένα μέσα – όπως ορίζει και το χάκινγκ. Ο χρόνος, είναι μια τυποποιημένη, κατασκευασμένη έννοια. Αψηφώντας τον, δεν χακάρουμε τον ίδιο, αλλά την ζωή.