Σε μια εποχή όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μετατραπεί σε καθημερινό καθρέφτη του εαυτού μας, η αυτοπροβολή μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη. Μια φωτογραφία στο LinkedIn με τίτλο «Νέα συνεργασία», ένα βίντεο στο TikTok με προσωπικές επιτυχίες, μια ανάρτηση στο Χ για το βραβείο που κερδήθηκε. Όλα αυτά δεν είναι απλώς ψηφιακές στιγμές. Είναι ενδείξεις μιας νέας κανονικότητας, όπου η επαγγελματική και προσωπική πορεία δεν παρουσιάζεται απλώς, αλλά σχεδόν απαιτείται να επιδεικνύεται. Το ερώτημα που γεννάται όμως είναι: πόση αυτοπροβολή είναι αρκετή και πότε το “πολύ” γίνεται τελικά επικίνδυνο;
Η ανάγκη για αναγνώριση είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Από τις αρχαίες αγορές μέχρι τις σύγχρονες εταιρικές αίθουσες, η διάθεση κάποιου να προβάλλει τον εαυτό του συνδέεται με τη φιλοδοξία, την κοινωνική θέση και φυσικά την αίσθηση ταυτότητας. Στη σύγχρονη ψυχολογία η αυτοπροβολή συνδέεται κυρίως με τα χαρακτηριστικά της εξωστρέφειας και της αυτοπεποίθησης. Άνθρωποι που απολαμβάνουν τη σκηνή, που νιώθουν άνετα με τα φώτα στραμμένα επάνω τους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές αυτοί οι άνθρωποι αναλαμβάνουν ηγετικούς ρόλους, είτε στον επαγγελματικό χώρο είτε σε κοινωνικές οργανώσεις.
Η επιστήμη έχει δείξει πως η προσωπικότητα λειτουργεί ως καταλύτης: οι εξωστρεφείς είναι πιο πρόθυμοι να διεκδικήσουν, οι εσωστρεφείς συχνά αφήνουν τις πράξεις τους να μιλούν σιωπηλά. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Δεν αυτοπροβάλλονται μόνο όσοι επιθυμούν την αναγνώριση. Αυτοπροβάλλονται κι εκείνοι που αντιλαμβάνονται το σύστημα μέσα στο οποίο κινούνται. Σε έναν εργασιακό χώρο όταν η ανέλιξη εξαρτάται όχι μόνο από τις δεξιότητες, αλλά και από την εικόνα η αυτοπροβολή γίνεται στρατηγικό εργαλείο. Κάποιος που χαρακτηρίζεται “ανερχόμενος” σε μια αξιολόγηση αποκτά πιθανότητες να φτάσει πιο γρήγορα στην πολυπόθητη προαγωγή.
Το διαδίκτυο επιτάχυνε αυτό το φαινόμενο. Πλατφόρμες όπως το LinkedIn έχουν μετατρέψει την αυτοπροβολή σε βασικό συστατικό της επαγγελματικής ταυτότητας. Σχεδόν επιβάλλεται να “φαίνεσαι”, να δηλώνεις παρών, να μοιράζεσαι κάθε νέα επιτυχία. Ο Gary Vaynerchuk το έχει περιγράψει εύστοχα: πρόκειται για την “υδραυλική” του σύγχρονου επιχειρείν. Αν δεν υπάρχεις στο ψηφιακό περιβάλλον είναι σαν να μην υπάρχεις καθόλου.
Αυτή η ανάγκη για συνεχή παρουσία δεν είναι ουδέτερη. Η αυτοπροβολή δεν αποδίδει με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις ομάδες. Οι “Μαύροι” εργαζόμενοι για παράδειγμα, συχνά τιμωρούνται με χαμηλότερες αξιολογήσεις όταν αυτοπροβάλλονται παρά τις ίδιες δεξιότητες με τους συναδέλφους τους. Οι γυναίκες επίσης διστάζουν: μόνο το 60% κάνει βήματα προς την αυτοπροβολή, ενώ στις ακαδημαϊκές πλατφόρμες εμφανίζονται 28% λιγότερο πιθανές από τους άνδρες να προωθήσουν το έργο τους. Η κοινωνική προκατάληψη παραμονεύει, επιβάλλοντας ένα αόρατο, πλην όμως ισχυρό κόστος.
Η αλήθεια είναι πως η αυτοπροβολή εμπεριέχει πάντα ρίσκο. Από τη μία, σε έναν κόσμο γεμάτο ανταγωνισμό προσφέρει διαφοροποίηση. Σου επιτρέπει να ξεχωρίσεις, να αναδειχθείς, να δώσεις φωνή στο έργο σου. Από την άλλη, μπορεί εύκολα να παρερμηνευθεί ως αλαζονεία. Μια υπερβολική δόση αυτοπροβολής συχνά δημιουργεί απέχθεια. Το κοινό εντυπωσιάζεται αρχικά, αλλά γρήγορα κουράζεται. Ο “θαυμασμός” μπορεί να μετατραπεί σε “ενόχληση” και η κοινωνική αποδοχή σε κριτική.
Η ισορροπία λοιπόν είναι το ζητούμενο. Η αυτοπροβολή μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν ενσωματώνει το “εγώ” στο “εμείς”. Όταν ο επαγγελματίας αναδεικνύει όχι μόνο τα δικά του επιτεύγματα, αλλά και εκείνα της ομάδας το μήνυμα αποκτά άλλη βαρύτητα. Το ίδιο ισχύει και για τη διαχείριση των κινήτρων: αν η αυτοπροβολή γίνεται αποκλειστικά για το χειροκρότημα, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αντίθετα όταν προκύπτει από γνήσια διάθεση να μοιραστείς γνώση ή να εμπνεύσεις, τότε αποκτά θετικό αποτύπωμα.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά: εκείνοι που αποφεύγουν την αυτοπροβολή. Συχνά θεωρούμε ότι είναι δειλοί ή ανασφαλείς, όμως η εικόνα αυτή είναι παραπλανητική. Πολλοί απλώς είναι πιο σίγουροι για τον εαυτό τους δεν έχουν ανάγκη την επιβεβαίωση. Ή θεωρούν ότι η υπερβολική έκθεση αλλοιώνει το κύρος τους. Σε μια κοινωνία όπου όλοι μιλούν για τα επιτεύγματά τους η σιωπή μπορεί να λειτουργήσει ως πιο ηχηρή δήλωση.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η επιτυχία δεν απαιτεί πάντα αυτοπροβολή. Η Κοντολίζα Ράις προτίμησε τον ακαδημαϊκό δρόμο αντί για την πολιτική κορυφή. Η Μισέλ Ομπάμα απέρριψε τα επίμονα καλέσματα για προεδρική υποψηφιότητα. Δεν θέλουν όλοι όσα η κοινωνία θεωρεί αυτονόητα. Αυτές οι επιλογές δείχνουν ότι η σιωπή ή η αποφυγή της σκηνής μπορεί να είναι εξίσου συνειδητή και δυνατή απόφαση.
Το ζητούμενο είναι ποια μορφή της ταιριάζει στον καθένα. Κάποιοι χρειάζονται την αναγνώριση για να κινηθούν μπροστά. Άλλοι την αποφεύγουν για να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Το σίγουρο είναι ότι κάθε δρόμος έχει το κόστος του. Ο υπερπροβαλλόμενος κινδυνεύει να φθαρεί, ο αποστασιοποιημένος να παραμείνει αόρατος.
Επομένως η αυτοπροβολή μοιάζει με το αλάτι στο φαγητό. Λίγη προσθέτει γεύση, πολύ καταστρέφει τη συνταγή. Στην τελική η ισορροπία μεταξύ προβολής και σιωπής είναι προσωπική επιλογή και όπως εύστοχα λέγεται, «θα σε κρίνουν και για όσα κάνεις και για όσα δεν κάνεις».
Το κρίσιμο είναι να αποφασίσει κανείς συνειδητά. Να αναλογιστεί τι ζητά: αναγνώριση, εξέλιξη ή απλώς γνήσια επικοινωνία και από εκεί και πέρα να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο με την επίγνωση ότι η αυτοπροβολή μπορεί να είναι άλλοτε μοχλός ανόδου κι άλλοτε βαρίδι.
*Με στοιχεία από το Psychology Today.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.