Με την ονομασία αστακός είναι γνωστά στην Ελλάδα τρία είδη δεκάποδων μακρύουρων μαλακοστράκων, που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες: την οικογένεια των Αστακιδών και στην οικογένεια των Παλινουριδών. Και τα τρία αυτά γένη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και είναι περιζήτητα τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική για το νοστιμότατο κρέας τους. Αλλά το παρόν άρθρο, δεν καταπιάνεται με τη γαστρονομική του αξία, ούτε βέβαια και με τη γνωστή ταινία του Λάνθιμου, αλλά αντιθέτως, με τη σημασία του στο υπαρξιακό παζλ.

Ένα από τα παλαιότερα έργα που διαθέτουμε στην επική λογοτεχνία είναι γνωστό ως το «Έπος του Γκιλγκαμές». Είναι εύκολο να χαθεί κανείς σε όλη την αρχαία μυθολογία – ζώα που μιλούν και ηρωικές μάχες – αλλά στην καρδιά του διηγήματος βρίσκεται μια από τις πιο θεμελιώδεις και οικουμενικές αναζητήσεις όλων των εποχών: η αναζήτηση της αθανασίας. Πρόκειται για τον Γκιλγκαμές που θέλει να ζήσει για πάντα.

Από τη μεσοποταμιακή ποίηση μέχρι τον Ιντιάνα Τζόουνς και την Τελευταία Σταυροφορία, από τα χρυσά μήλα μέχρι τη φιλοσοφική λίθο, οι άνθρωποι, παντού, ήθελαν και αναζητούσαν την αιώνια ζωή.

Και όμως, ίσως το μυστικό της αθανασίας να μην είναι τόσο άπιαστο όσο νομίζουμε. Αντί να ψάχνουμε στα ιερά αντικείμενα ή την επιστημονική φαντασία, θα μπορούσαμε απλά να κοιτάξουμε στον κόσμο των ζώων για να δούμε πώς η φύση, αυτός ο μαγικός μηχανισμός, μπορεί να είναι σε θέση να μας δώσει απαντήσεις σε ένα από τα αρχαιότερα ερωτήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα.

Τα αιώνια οστρακοειδή

Αν βρεθείτε ποτέ μπροστά από ένα πιάτο με κόκκινο αστακό ή αν πρόκειται να τσιμπήσετε ένα ρολό αστακού, σκεφτείτε για λίγο ότι μπορεί να καταβροχθίζετε ένα στοιχείο για την αιώνια νεότητα. Για να καταλάβουμε το γιατί, θα πρέπει να παραθέσουμε λίγες πληροφορίες που αφορούν τη γήρανση.

Καθώς μεγαλώνουμε, είναι αδύνατο να μην παρατηρήσουμε ότι τα πάντα πάνω μας «τρίζουν» λίγο περισσότερο, ότι οι εύκολες δουλειές απαιτούν πλέον μεγαλύτερη προσπάθεια και ότι τα Σαββατόβραδα δεν αντέχουμε να πιούμε πάνω από δύο ποτά. Το σώμα μας είναι σχεδιασμένο να φθείρεται και να παρακμάζει. Αυτή η φθορά, γνωστή ως «γήρανση» στη βιολογία, συμβαίνει σε κυτταρικό επίπεδο. Είναι όταν τα κύτταρα του σώματός μας σταματούν να διαιρούνται, αλλά παραμένουν στο σώμα μας, ενεργά και ζωντανά. Χρειαζόμαστε τα κύτταρά μας να διαιρούνται, ώστε να μπορούμε να αναπτυσσόμαστε και να επιδιορθωνόμαστε κάθε μέρα. Για παράδειγμα, όταν κοβόμαστε στο μαγείρεμα ή σηκώνουμε βάρη στο γυμναστήριο, η κυτταρική διαίρεση είναι αυτή που αντικαθιστά και ανοικοδομεί τη ζημιά που προκλήθηκε. Αλλά, με την πάροδο του χρόνου, τα κύτταρά μας απλά σταματούν να διαιρούνται. Μένουν για να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά τα κύτταρα γίνονται πιο αργοκίνητα και πιο επιρρεπή σε λάθη – και έτσι, γερνάμε.

Η πηγή της νεότητας (1546)

Αλλά όχι οι αστακοί. Σε φυσιολογικές περιπτώσεις κυτταρικής διαίρεσης, οι ασπίδες στο τέλος των χρωμοσωμάτων μας -που ονομάζονται τελομερή- ξαναφτιάχνονται λίγο μικρότερες και έτσι λίγο λιγότερο αποτελεσματικές μετά από κάθε επόμενη κυτταρική διαίρεση στην προστασία του DNA μας. Όταν αυτό φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο, το κύτταρο μπαίνει σε μια διαδικασία γήρανσης και σταματά να διαιρείται. Δεν θα αυτοκαταστραφεί, αλλά απλώς θα συνεχίσει και θα συνεχίσει να υπάρχει όπως είναι. Οι αστακοί, όμως, διαθέτουν ένα ειδικό ένζυμο (που, όπως είναι αναμενόμενο, ονομάζεται τελομερές) το οποίο φροντίζει ώστε τα τελομερή των κυττάρων τους να παραμένουν το ίδιο μακροσκελή και λαμπρά όπως ήταν πάντα. Τα κύτταρά τους δεν πρόκειται ποτέ να μπουν ποτέ σε μια διαδικασία γήρανσης, και έτσι ένας αστακός απλά δεν γερνάει.

Ωστόσο, ό,τι δίνει η εξέλιξη με το ένα χέρι, το παίρνει με το άλλο. Ως καρκινοειδή, ο σκελετός τους είναι εξωτερικά, και έχοντας ένα σώμα που συνεχώς μεγαλώνει, σημαίνει ότι πάντα ξεπερνούν τα εξωσκελετικά τους «καταλύματα». Πρέπει να εγκαταλείπουν συνεχώς το παλιό τους κέλυφος και να αναπτύσσουν ένα νέο. Αυτό, φυσικά, απαιτεί τεράστια αποθέματα ενέργειας και καθώς ο αστακός φτάνει σε ένα ορισμένο μέγεθος, απλά δεν μπορεί να καταναλώσει αρκετές θερμίδες για να χτίσει το κέλυφος που ισοδυναμεί με ένα αρχοντικό. Οι αστακοί δεν πεθαίνουν από γηρατειά αλλά από εξάντληση (όπως και από ασθένειες ή τους ψαράδες).

Η μέδουσα που αντιστρέφει τον κύκλο ζωής της

Υπάρχει όμως ένα άλλο ζώο που τα καταφέρνει ακόμα καλύτερα από τον αστακό, και είναι το μόνο πλάσμα που έχει αναγνωριστεί ως πραγματικά αθάνατο. Το ζώο αυτό είναι η μέδουσα, γνωστή ως Turritopsis dohrnii. Αυτές οι μέδουσες είναι μικροσκοπικές – περίπου στο μέγεθος μιας μύγας στη μεγαλύτερη φάση τους- αλλά έχουν καταφέρει να πετύχουν ένα παράξενο κόλπο: να αντιστρέψουν τον κύκλο ζωής τους.

Μια εμβρυϊκή μέδουσα ξεκινά ως γονιμοποιημένο αυγό πριν αγκιστρωθεί σε κάποια επιφάνεια για να μεγαλώσει στη συνέχεια. Σε αυτό το στάδιο, θα τεντωθούν για να μοιάζουν με οποιαδήποτε άλλη μέδουσα. Τελικά, θα ξεκολλήσουν από αυτή την επιφάνεια για να γίνουν μια ώριμη και πλήρως ανεπτυγμένη μέδουσα, η οποία με τη σειρά της είναι έτοιμη να αναπαραχθεί. Μέχρι εδώ, όλα ακούγονται φυσιολογικά.

Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν -όπως όταν το περιβάλλον γίνεται εχθρικό ή όταν δυσκολεύονται να βρουν τροφή- μπορούν να επιστρέψουν σε ένα από τα προηγούμενα στάδια του κύκλου ζωής τους. Είναι σαν ένας βάτραχος να γίνεται γυρίνος ή μια πεταλούδα να γίνεται σκουλήκι. Είναι το ανθρώπινο ισοδύναμο ενός ώριμου ενήλικα που λέει: «Εντάξει, βαρέθηκα αυτή τη δουλειά, αυτή την κατάσταση, αυτό το καθημερινό στρες, οπότε θα ξαναγίνω νήπιο». Ή, είναι όπως όταν ένας ηλικιωμένος άνδρας που αποφασίζει να ξαναγίνει έμβρυο, για έναν ακόμη γύρο.

Ωστόσο, η Turritopsis dohrnii κάνει κάτι το αξιοσημείωτο. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν -όπως όταν το περιβάλλον γίνεται εχθρικό ή όταν δυσκολεύονται να βρουν τροφή- μπορούν να επιστρέψουν σε ένα από τα προηγούμενα στάδια του κύκλου ζωής τους. Είναι σαν ένας βάτραχος να γίνεται γυρίνος ή μια πεταλούδα να γίνεται σκουλήκι. Είναι το ανθρώπινο ισοδύναμο ενός ώριμου ενήλικα που λέει: «Εντάξει, βαρέθηκα αυτή τη δουλειά, αυτή την κατάσταση, αυτό το καθημερινό στρες, οπότε θα ξαναγίνω νήπιο». Ή, είναι όπως όταν ένας ηλικιωμένος άνδρας που αποφασίζει να ξαναγίνει έμβρυο, για έναν ακόμη γύρο.

Προφανώς, μια μέδουσα σε μέγεθος νυχιού δεν είναι αθάνατη, όπως μάλλον θα θέλαμε να σημαίνει η λέξη. Είναι τόσο ευάλωτες, όσο και κάθε ζώο. Όμως, η ικανότητά τους να επιστρέφουν πίσω σε παλαιότερες μορφές ζωής, όπου τα περιβάλλοντα είναι πιο φιλόξενα ή όπου υπάρχουν περισσότερες πηγές τροφής, σημαίνει ότι θα μπορούσαν, θεωρητικά, να συνεχίσουν να ζουν για πάντα.

Γιατί θέλουμε να ζήσουμε για πάντα;

Αν και η αναζήτηση της αθανασίας είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η ανθρωπότητα, είναι εκπληκτικά δύσκολο, έως αδύνατο να τη βρούμε στον κόσμο της φύσης. Για να λέμε την αλήθεια, η εξέλιξη δεν ενδιαφέρεται για το πόσο θα ζήσουμε, αρκεί να ζήσουμε αρκετά ώστε να μεταβιβάσουμε τα γονίδιά μας και να εξασφαλίσουμε ότι τα παιδιά μας θα έχουν μια στοιχειώδη φροντίδα. Οτιδήποτε περισσότερο από αυτό είναι περιττό, και η εξέλιξη δεν διαθέτει πολύ χρόνο για άσκοπη μακροζωία.

Όπως υποστήριξε ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο θάνατος είναι αυτό που ουσιαστικά δίνει νόημα στη ζωή.

Το πιο φιλοσοφικό ερώτημα, όμως, είναι γιατί θέλουμε να ζήσουμε για πάντα; Όλοι μας είμαστε επιρρεπείς στην υπαρξιακή αγωνία και όλοι μας, τουλάχιστον κάποιες φορές, φοβόμαστε τον θάνατο. Δεν θέλουμε να αφήσουμε πίσω τους αγαπημένους μας, θέλουμε να ολοκληρώσουμε τα έργα μας και προτιμούμε περισσότερο τη ζωή που γνωρίζουμε ήδη, από μια άγνωστη μετά θάνατον ζωή. Ωστόσο, ο θάνατος εξυπηρετεί έναν σκοπό. Όπως υποστήριξε ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο θάνατος είναι αυτό που ουσιαστικά δίνει νόημα στη ζωή.

Η ύπαρξη του τέλους κάνει το ταξίδι να αξίζει τον κόπο. Είναι δίκαιο να πούμε ότι το να παίζεις ένα παιχνίδι είναι διασκεδαστικό μόνο και μόνο επειδή δεν διαρκεί για πάντα, ένα θεατρικό έργο θα χρειάζεται πάντα την αυλαία του, και μια λέξη αποκτά νόημα μόνο στο τελευταίο γράμμα της. Όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία επαναλαμβάνουν ανά τους αιώνες: memento mori, ή «θυμήσου ότι θα πεθάνεις».

Το να είσαι θνητός σε αυτόν τον κόσμο κάνει τη ζωή πολύ πιο γλυκιά, και γι’ αυτό σίγουρα οι αστακοί και οι μικροσκοπικές μέδουσες «πεθαίνουν» από πλήξη.