Ένα απόγευμα του Μάρτη του 1826 στη Βιέννη, ο Μπετόβεν βρίσκεται στο κρεβάτι καθώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Τ’ αφτιά του αρχίζουν να πονούν και στο στομάχι του νιώθει διαταραχές. Ανάβει με δυσκολία τη λάμπα και γράφει μια ερωτική επιστολή στην «Αθάνατη Αγαπημένη»:
«Παρόλο που είμαι ακόμα στο κρεβάτι, οι σκέψεις μου πάνε σε εσένα, αθάνατη αγαπημένη. Να είσαι ήρεμη-Να με αγαπάς-σήμερα-χτες-πόσο συγκινητικά τα όσα επιθυμώ για εσένα-για εσένα-σε όλη μου τη ζωή και για πάντα. Ω, συνέχισε να με αγαπάς-μην παρερμηνεύσεις ποτέ την πιο πιστή καρδιά του αγαπημένου σου. Πάντα δική μου. Πάντα δικός σου. Πάντα εμείς».
Η γυναίκα μυστήριο που κρύβεται πίσω από αυτόν τον τίτλο, παραμένει ως σήμερα άγνωστη. Μερικοί υποστηρίζουν πως απευθυνόταν στην κουνιάδα του, Γιοχάννα Βαν Μπετόβεν.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ένα απόγευμα του Ιουλίου του 1920, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κάθισε σε ένα γραφείο και απευθυνόμενος στον Σαλβαντόρ Νταλί έκανε το ίδιο: «Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου “Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα”) είναι το καλύτερο “ποίημα” με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς. Όλα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική της φλόγας όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα… Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε».
Εκατό χρόνια μετά, όπως φαίνεται, δεν είχαν αλλάξει και τόσα πολλά. Τα ερωτικά γράμματα υπάρχουν από τότε που υπήρξε και η γραφή. Ο Ρωμαίος κυβερνήτης Πλίνιος έγραφε στη σύζυγό του: «μια λαχτάρα για σένα με κυριεύει». Τον 15ο αιώνα, η ευγενής Μάρτζερι Μπρους εκμυστηρεύτηκε στον αρραβωνιαστικό της ότι ο γάμος της μαζί του θα την έκανε «την πιο ευτυχισμένη κοπέλα στη γη».
«Τίποτα δε συγκρίνεται με τα χέρια σου. Τίποτα με το χρυσοπράσινο των ματιών σου. Το σώμα μου γεμίζει με εσένα μέρες. Είσαι ο καθρέπτης της νύχτας. Η βιολετί λάμψη του φωτός. Η υγρασία της γης. Η φωλιά από τις μασχάλες σου είναι το καταφύγιό μου. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το αίμα σου. Όλη μου η χαρά βρίσκεται στο να νιώθω τη ζωή να αναβλύζει από εσένα και να γεμίζει όλα τα μονοπάτια των νεύρων μου που σου ανήκουν…Να θυμάσαι ότι μόλις τελειώσεις την τοιχογραφία θα είμαστε για πάντα μαζί για πάντα», έγραψε η Φρίντα Κάλο στον απόντα Ντιέγκο Ριβέρα.
Τα ερωτικά γράμματα δεν παλιώνουν ποτέ και φαίνεται ότι δεν τίθενται ποτέ εκτός μόδας: οι άνθρωποι μπορεί να τα θεωρούν τετριμμένα, γραφικά ή ενοχλητικά, αλλά εξακολουθούν να λατρεύουν να τα παίρνουν. Έναν αιώνα μετά τον Λόρδο Βύρωνα ο Τζίμι Χέντριξ γράφει σε κάποιο άγνωστο «Μικρό κορίτσι»:
«Η ευτυχία είναι μέσα σου. Ξεκλείδωσε τις αλυσίδες της καρδιάς σου και άσε τον εαυτό σου να μεγαλώσει, μιας που είσαι ένα γλυκό λουλουδάκι. Γνωρίζω την απάντηση. Απλά άπλωσε τα φτερά σου και απελευθέρωσε τον εαυτό σου.
Σ ’αγαπώ για πάντα».
Κάποιος θα μπορούσε ακόμη και να προβάλει το επιχείρημα ότι η ερωτική επιστολή αποτελεί από μόνη της ένα είδος γραφής. Σίγουρα έχει κανόνες. Πρέπει να αναγνωρίζει με κάποιο τρόπο την απουσία του αγαπημένου, να τον επικαλείται και ταυτόχρονα να τον απομακρύνει: τον επικαλείται, εκφράζει τα συναισθήματα θλίψης και λαχτάρας και επιχειρεί να διατηρεί την μνήμη ζωντανή. Το πιο περίεργο είναι ότι η ερωτική επιστολή εστιάζει σχεδόν πάντα περισσότερο στον ίδιο τον εραστή που γράφει το γράμμα παρά στο αντικείμενο του πόθου: συχνά το αντικείμενο της αγάπης μοιάζει με απλή δικαιολογία για την έκφραση συναισθημάτων.
Στις πορνογραφικές επιστολές του Τζέιμς Τζόις προς τη Νόρα Μπάρνακλ, για παράδειγμα, εκείνη μοιάζει απλώς με αγωγό μέσω του οποίου βρίσκει αφορμή να γράφει και να σκέφτεται το σεξ:
«“Σ’ έχω σοκάρει με τις βρομιές που σου έγραψα. Ίσως να σκέφτεσαι πως η αγάπη μου είναι κάτι βρόμικο. Είναι, αγαπημένη μου, ορισμένες στιγμές. Σε ονειρεύομαι μερικές φορές σε αναίσχυντες πόζες. Φαντάζομαι πράγματα τόσο βρόμικα, που δεν θέλω να σου τα γράψω μια και δεν ξέρω πώς θα μου απαντήσεις».
Ο Μπάιρον που έγραψε στην Τερέζα Γκουιτσιόλι ότι «σε αγαπώ περισσότερο από όσο πρέπει και δεν μπορώ να πάψω να σε αγαπώ» σε εκείνο τον κήπο το 1819, είχε γράψει τρία χρόνια νωρίτερα στην ετεροθαλή αδελφή που αγαπούσε περισσότερο από αδελφή: «Δεν θα βρω ποτέ κανέναν σαν εσένα – ούτε εσύ -όσο μάταιο κι αν φαίνεται- σαν εμένα. Είμαστε απλά φτιαγμένοι για να περάσουμε τη ζωή μας μαζί». Καμία από αυτές τις γυναίκες δεν φαίνεται να είναι πραγματικά το θέμα – αφορά περισσότερο την βουτιά του Μπάιρον στο συναίσθημα – και αντίστοιχα του Τζόις στο σεξ – που τους απορροφά.
Μια ελεγεία του έρωτα
Με μια φιλοσοφική διάθεση, θα μπορούσε κανείς να συνδέσει τις ερωτικές επιστολές με τους επικήδειους λόγους, ένα άλλο είδος που τείνει να αφορά περισσότερο τον ομιλητή παρά το θέμα. Αυτό που έχουν κοινό και τα δύο αυτά είδη γραπτών, φυσικά, είναι η απουσία, η απουσία ενός προσώπου που ήταν προηγουμένως σταθερά παρόν. Τόσο ο νεκρός όσο και ο απών εραστής ήταν υλικοί – αισθητοί, μπορούσες να τους αγγίξεις, και ίσως να νιώσεις την αίσθηση της πληρότητας – και τώρα δεν είναι. Υπάρχει, επίσης, και στα δύο είδη, η αίσθηση ότι αυτός που πραγματικά θαυμάζεται, που πραγματικά αγαπιέται, είναι ο γράφων και όχι αυτός στον οποίο απευθύνεται το γράμμα.
Γλυκό ή ανατριχιαστικό;
Πράγματι, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές των ερωτικών επιστολών είναι ότι έχουμε σχετικά λίγα στοιχεία για το πώς τις λάμβαναν. Όταν ο Τζον Κητς γράφει το εξής ανατριχιαστικό στην αρραβωνιαστικιά του Φάννυ Μπράουν: «Έχω δύο μεγάλες απολαύσεις να συλλογίζομαι στους περιπάτους μου, την ομορφιά σου και την ώρα του θανάτου μου», δεν ξέρουμε αν εκείνη χαμογέλασε ή αν ανατρίχιασε. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, η ερωτική επιστολή κερδίζει τη θέση της ως λογοτεχνικό είδος, ένα πεδίο στο οποίο η ανταπόκριση του εραστή που λαμβάνει την επιστολή παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να αξιολογηθεί.
Και, όπως και οι περισσότερες μορφές λογοτεχνίας, οι ερωτικές επιστολές συνεχίζουν να γράφονται μέχρι σήμερα. Μια γρήγορη δημοσκόπηση θα υποδείκνυε ότι τα ερωτικά κείμενα έχουν εξίσου μεγάλη αξία με τις ερωτικές επιστολές. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τόσο το γράμμα όσο και το κείμενο περιλαμβάνουν ένα αντικείμενο που μπορείτε να κρατήσετε στο χέρι σας, ή στο γεγονός ότι και τα δύο περιλαμβάνουν έναν βαθμό προσμονής.
Πρόκειται, ωστόσο, για ερωτικά κείμενα, όχι για sexts. Το sexting παραμένουν ένας τόπος γρήγορης ικανοποίησης, εγωκεντρικότητας και ωφελισμού, ενώ τα ερωτικά γράμματα και κείμενα έρχονται σαν σύννεφα γοητείας και λαχτάρας που εκφράζουν ουσιαστικά την αίσθηση του ανικανοποίητου. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως έγραψε κάποτε ο W.HAuden :
Η απόδειξη ότι η πορνογραφία δεν έχει λογοτεχνική αξία είναι ότι, αν κάποιος προσπαθήσει να την διαβάσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός από το σεξουαλικό ερέθισμα, να την διαβάσει, ας πούμε, ως ψυχολογική ιστορία των σεξουαλικών φαντασιώσεων του συγγραφέα, βαριέται μέχρι θανάτου.
Το sexting πετυχαίνει την ίδια ωφελιμιστική ανία. Οι ερωτικές επιστολές – και οι προσεκτικά επεξεργασμένες ερωτικές επιστολές τους – αντίθετα, δεν παλιώνουν ποτέ. Άλλοτε δίνουν δύναμη και έμπνευση σε ένα ζευγάρι να διατηρεί αναμμένη την ερωτική φλόγα, όπως το γράμμα το Τζόνι Κας προς τη σύζυγό του Τζουν Κάρτερ:
«Γεια σου Τζουν,έχεις τον τρόπο σου με τις λέξεις. Όπως έχεις και με εμένα. Μπορεί η φωτιά και ο ενθουσιασμός να έχουν φύγει τώρα που δεν βγαίνουμε έξω στον κόσμο να τραγουδάμε. Όμως, ο φλεγόμενος κύκλος ακόμα καίει γύρω μας, διατηρώντας την αγάπη μας πιο καυτή και από κόκκο πιπεριού».
Κι άλλοτε επιστολές που αποκαλύπτουν νέες ερωτικές δυνητικότητες σε κάθε ανάγνωση, όπως μαρτυρά μια επιστολή του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούντα προς την Ματίλντε Ουρούτια τον Οκτώβριο του 1959:
«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που στα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Εγώ, όμως, με μεγάλη ταπεινοφροσύνη έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους».
Οι ερωτικές επιστολές είναι γεμάτες υποσχέσεις και αυτό που τελικά τις καθιστά γοητευτικές είναι το γεγονός ότι φαντασιώνονται τους εραστές σε ένα τρυφερό παρελθόν ή σε ένα απολαυστικά ελπιδοφόρο μέλλον, αποκαλύπτοντας, πως ο παράδεισος βρίσκεται πάντα στο βλέμμα ή ακόμα και στην απουσία εκείνου που λαχταρούμε.