Ο Πελέ, ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές του κόσμου, μια προσωπικότητα που άλλαξε τον αθλητισμό του 20ού αιώνα και απέκτησε τεράστιο παγκόσμιο κύρος και αναγνώριση, όσο ελάχιστοι αθλητές έχουν γνωρίσει, πέθανε την Πέμπτη στο Σάο Πάολο. Ήταν 82 ετών. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από τον μάνατζέρ του, Τζο Φράγκα. Το Νοσοκομείο Israelita Albert Einstein στο Σάο Πάολο δήλωσε ότι η αιτία ήταν η πολλαπλή ανεπάρκεια οργάνων, αποτέλεσμα της εξέλιξης του καρκίνου του παχέος εντέρου. Ο Πελέ είχε λάβει θεραπεία για καρκίνο τα τελευταία χρόνια, ενώ εισήλθε στο νοσοκομείο πριν από αρκετές εβδομάδες για την αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης μιας λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος.
Εθνικός ήρωας στην πατρίδα του τη Βραζιλία, ο Πελέ ήταν αγαπητός σε όλο τον κόσμο. Στους πολύ φτωχούς, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε, στους πολύ πλούσιους, στους κύκλους των οποίων ταξίδευε, και σχεδόν σε όλους όσους τον είδαν να παίζει. “Ο Πελέ είναι ένας από τους λίγους που διαψεύδουν τη θεωρία μου. Αντί για 15 λεπτά φήμης, θα έχει 15 αιώνες”, είπε κάποτε ο Άντι Γουόρχολ. Γνωστός για το απαράμιλλο ταλέντο και την πρωτοτυπία του στο γήπεδο, ο Πελέ έγινε επίσης αγαπητός στους οπαδούς με την ηλιόλουστη προσωπικότητά του και την πίστη του στη δύναμη του ποδοσφαίρου να συνδέει τους ανθρώπους πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές της φυλής, της τάξης και της εθνικότητας.
Κατέκτησε τρία τουρνουά Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη Βραζιλία και 10 πρωταθλήματα με τη Santos, την ομάδα του, καθώς και το πρωτάθλημα της North American Soccer League το 1977 με τη New York Cosmos. Αφού αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στα 34 του χρόνια, πέρασε τρεις σεζόν με τους Cosmos σε μια σταυροφορία για τη διάδοση του ποδοσφαίρου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από τον τελευταίο του αγώνα, τον Οκτώβριο του 1977 στο στάδιο Giants στο East Rutherford της Νέας Υόρκης, ο Πελέ πήρε το μικρόφωνο σε μια εξέδρα στο κέντρο του γηπέδου, με τον πατέρα του και τον Μοχάμεντ Άλι δίπλα του, και προέτρεψε το πλήθος των 75.000 και πλέον θεατών.“Πείτε μαζί μου τρεις φορές τώρα για τα παιδιά: Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη!”῎
Στα 21 χρόνια της καριέρας του, ο Πελέ -γεννημένος ως Edson Arantes do Nascimento- σημείωσε 1.283 γκολ σε 1.367 επαγγελματικούς αγώνες, συμπεριλαμβανομένων 77 γκολ για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Πολλά από αυτά τα γκολ έγιναν θρυλικά, αλλά η επιρροή του Πελέ στο άθλημα ξεπέρασε κατά πολύ το σκοράρισμα. Βοήθησε στη δημιουργία και την προώθηση αυτού που αργότερα αποκάλεσε “o jogo bonito” – το όμορφο παιχνίδι – ένα στυλ που εκτιμούσε τον έξυπνο έλεγχο της μπάλας, την ευρηματική πάσα ακριβείας και την ασταμάτητη επίθεση. Ο Πελέ όχι μόνο το έπαιξε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, αλλά και το υπερασπίστηκε σε όλο τον κόσμο.
Ανάμεσα στα αθλητικά του προσόντα αξιοσημείωτο ήταν το κέντρο βάρους του. Καθώς έτρεχε, έστριβε, έκανε σπριντ ή οπισθοχωρούσε, η μέση του έμοιαζε να μην κινείται ποτέ, ενώ οι γοφοί του και το πάνω μέρος του σώματός του περιστρέφονταν γύρω του. Μπορούσε να επιταχύνει, να επιβραδύνει ή να περιστρέφεται αστραπιαία. Είτε ήταν εκτός ισορροπίας είτε όχι, μπορούσε να χτυπήσει την μπάλα με ακρίβεια και με τα δύο πόδια. Με ύψος 1,80 μ., μπορούσε να πηδήξει εξαιρετικά ψηλά, συχνά φαινόταν να αιωρείται στον αέρα για να δώσει δύναμη σε μια κεφαλιά. Όπως και άλλα αθλήματα, το ποδόσφαιρο εξελίχθηκε. Σήμερα, πολλοί από τους αστέρες του μπορούν να εκτελέσουν ακροβατικά σουτ ή γρήγορες πάσες ακριβείας. Αλλά στην εποχή του, οι ικανότητες του Πελέ στο παιχνίδι και στο σκοράρισμα ήταν εκπληκτικές.
Ο Πελέ ήρθε στο διεθνές προσκήνιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία. Ένας 17χρονος, μικρόσωμος, ο οποίος ως παιδί έπαιζε ποδόσφαιρο ξυπόλητος στους δρόμους του φτωχού χωριού του, χρησιμοποιώντας για μπάλα τυλιγμένα κουρέλια. Αστέρι της Βραζιλίας, πέτυχε έξι γκολ στο τουρνουά, εκ των οποίων τρία στον ημιτελικό με τη Γαλλία και δύο στον τελικό, μια νίκη με 5-2 επί της Σουηδίας. Αυτό ήταν το πρώτο από τα πέντε τρόπαια που κατέκτησε η Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Πελέ έπαιξε επίσης στις ομάδες της Βραζιλίας που κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1962 και το 1970. Στο Μουντιάλ του 1966, στην Αγγλία, οι αντίπαλοι τον αντιμετώπιζαν με αντιαθλητικά μαρκαρίσματα στα πρώτα παιχνίδια και τελικά τέθηκε εκτός του τουρνουά από ένα μαρκάρισμα ενός Πορτογάλου παίκτη που σήμερα θα ήταν αποβολή, αλλά τότε ούτε καν παρατηρήθηκε από τον διαιτητή. Με τον Πελέ ουσιαστικά απόντα, η Βραζιλία αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο. Ήταν τόσο απογοητευμένος που ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί από την εθνική ομάδα.
Αλλά το ξανασκέφτηκε και έπαιξε στην ομάδα της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού το 1970. Εκείνη η ομάδα χαρακτηρίζεται ευρέως ως η καλύτερη όλων των εποχών- ο αρχηγός της, ο Κάρλος Αλμπέρτο, εντάχθηκε αργότερα στην Cosmos. “Εύχομαι να είχε συνεχίσει να παίζει για πάντα”, έγραψε ο Clive Toye, πρώην πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Cosmos, σε απομνημονεύματά του το 2006. “Αλλά από την άλλη, το ίδιο κάνουν και όλοι οι άλλοι που τον είδαν να παίζει, και οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου που δεν τον είδαν ποτέ να παίζει είναι οι πιο άτυχοι άνθρωποι στον κόσμο”.
Ο Edson Arantes do Nascimento γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1940 στο Três Corações, μια μικροσκοπική αγροτική πόλη στην πολιτεία Minas Gerais. Οι γονείς του τον ονόμασαν Έντσον σε φόρο τιμής στον Τόμας Έντισον, μια και ο ηλεκτρισμός είχε έρθει στην πόλη λίγο πριν γεννηθεί ο Πελέ. Όταν ήταν περίπου 7 ετών, άρχισε να γυαλίζει παπούτσια στον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό για να συμπληρώσει το εισόδημα της οικογένειας. Ο πατέρας του, επαγγελματίας παίκτης του οποίου η καριέρα διακόπηκε λόγω τραυματισμού, είχε το παρατσούκλι Ντοντίνιο. Οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές χρησιμοποιούν συχνά ένα μόνο όνομα, αλλά ακόμη και ο ίδιος ο Πελέ δεν ήταν σίγουρος για το πώς πήρε το δικό του. Ο ίδιος προσέφερε διάφορες πιθανές προελεύσεις στο βιβλίο του “Pele: The Autobiography”.
Πιθανότατα το παρατσούκλι ήταν μια αναφορά σε έναν παίκτη της ομάδας του πατέρα του, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί όταν ήταν μικρός. Ο παίκτης ήταν γνωστός ως Bilé. Τα άλλα αγόρια πείραζαν τον Έντσον, αποκαλώντας τον Μπίλε μέχρι που του κόλλησε. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις του Πελέ ήταν ότι είδε τον πατέρα του να κλαίει, όταν η Βραζιλία έχασε από την Ουρουγουάη με 2-1 στον καθοριστικό αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο αγώνας αυτός εξακολουθεί να είναι για τους Βραζιλιάνους εθνική συμφορά. Ο Πελέ θυμάται να λέει στον πατέρα του ότι μια μέρα, μεγαλώνοντας, θα κέρδιζε το Παγκόσμιο Κύπελλο για τη Βραζιλία.
Υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, με μια ομάδα Νέων, όταν ήταν 14 ετών και μεταγράφηκε στη Santos στα 15 του. Πέτυχε τέσσερα γκολ στο πρώτο του επαγγελματικό παιχνίδι, το οποίο κέρδισε η Santos με 7-1. Ήταν μόλις 16 ετών όταν έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα, τον Ιούλιο του 1957. Όταν η ομάδα της Βραζιλίας πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας το επόμενο καλοκαίρι, ο Πελέ είπε αργότερα ότι ήταν τόσο αδύνατος που “αρκετοί νόμιζαν ότι ήμουν η μασκότ”.
Μόλις τον είδαν να παίζει, συνειδητοποίησαν το ταλέντο του. Οι αναφορές για τις ικανότητες του Βραζιλιάνου εφήβου έκαναν τον γύρο του κόσμου. Μια περιγραφή έλεγε πώς, εναντίον της Ουαλίας στα προημιτελικά, με την πλάτη του στο τέρμα, δέχτηκε τη μπάλα στο στήθος, την άφησε να πέσει στον αστράγαλο και αμέσως την έσκαψε πάνω από τον αντίπαλό του. Καθώς αυτή αναπήδησε, γύρισε τόσο γρήγορα που σούταρε πριν η μπάλα ακουμπήσει στο έδαφος. Θεωρείται ακόμα σύμφωνα με τη FIFA ένα από τα καλύτερα γκολ που έχουν μπει σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν το πρώτο του γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο και το μοναδικό του αγώνα και έφερε τη Βραζιλία στα ημιτελικά.
“Μου τόνωσε εντελώς την αυτοπεποίθηση”, έγραψε στην αυτοβιογραφία του. “Ο κόσμος ήξερε πλέον για τον Πελέ”. Ο κόσμος ήξερε τώρα και για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Ο Πελέ αναμφίβολα ωφελήθηκε από το γεγονός ότι έπαιζε δίπλα σε άλλους εξαιρετικά προικισμένους καλλιτέχνες της μπάλας – ανάμεσά τους ο Γκαρίντσα, ο Ντίντι και ο Βαβά – καθώς και από το γεγονός ότι η Ευρώπη αγνοούσε το βραζιλιάνικο στυλ ποδοσφαίρου. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες χρησιμοποιούσαν στατικό μαρκάρισμα σε μια ευθεία, οι παίκτες σπάνια απομακρύνονταν από τις καθορισμένες περιοχές τους. Η Βραζιλία, όμως, ενθάρρυνε δύο από τους τέσσερις μέσους να συμπεριφέρονται ως ακραίοι επιθετικοί. Αυτό ανάγκαζε τους αντιπάλους να αντιμετωπίζουν γρήγορα τέσσερις επιθετικούς, αντί για δύο. Κάνοντας τα πράγματα πιο δύσκολα, οι επιθετικοί άλλαζαν συχνά πλευρές, δεξιά και αριστερά, και τα αμυντικά μπακ αρκετές φορές συμμετείχαν στην επίθεση. Το αποτέλεσμα εντυπωσίαζε τους θεατές, για να μην αναφέρουμε τους αντιπάλους.
Μετά τον ημιτελικό εναντίον της Γαλλίας, στον οποίο ο Πελέ πέτυχε χατ τρικ στη νίκη της Βραζιλίας με 5-2, ο Γάλλος τερματοφύλακας φέρεται να είπε: “Θα προτιμούσα να παίξω εναντίον 10 Γερμανών παρά εναντίον ενός Βραζιλιάνου”. Η ομάδα επέστρεψε στην πατρίδα της με εθνική αναγνώριση και ο Πελέ συνέχισε να παίζει για τη Santos, καθώς και για δύο ομάδες του στρατού στο πλαίσιο της υποχρεωτικής στρατιωτικής του θητείας. Μόνο το 1959, άντεξε ένα σκληρό πρόγραμμα 103 αγωνιστικών αγώνων, ενώ εννέα φορές έπαιξε δύο παιχνίδια μέσα σε 24 ώρες.
Η Santos άρχισε να εκμεταλλεύεται τη φήμη του με επικερδείς περιοδείες μετά τη σεζόν. Το 1960, καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο, το αεροπλάνο της ομάδας σταμάτησε στη Βηρυτό, όπου συγκεντρώθηκε ένα πλήθος που απειλούσε να απαγάγει τον Πελέ αν η Σάντος δεν συμφωνούσε να παίξει με μια λιβανέζικη ομάδα. “Ευτυχώς, η αστυνομία το αντιμετώπισε αποφασιστικά και συνεχίσαμε αεροπορικώς για την Αίγυπτο”, έγραψε ο Πελέ στην αυτοβιογραφία του. Είχε γίνει τέτοιο ίνδαλμα που, το 1961, για να αποτρέψει τις ευρωπαϊκές ομάδες που ήθελαν να αγοράσουν τα δικαιώματα του συμβολαίου του, η κυβέρνηση της Βραζιλίας πέρασε ένα ψήφισμα που τον κήρυξε μη εξαγώγιμο εθνικό θησαυρό.
Όταν ο Πελέ ετοιμαζόταν να αποσυρθεί από τη Santos στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Χένρι Α. Κίσινγκερ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, έγραψε στη βραζιλιάνικη κυβέρνηση ζητώντας της να αφήσει τον Πελέ να παίξει στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως έναν τρόπο να βοηθήσει στην προώθηση του ποδοσφαίρου και της Βραζιλίας στην Αμερική. Μέχρι τότε, δύο ακόμη Παγκόσμια Κύπελλα, πολυάριθμες διεθνείς διοργανώσεις συλλόγων και ακούραστες περιοδείες της Σάντος είχαν κάνει τον Πελέ παγκόσμιο είδωλο. Ήταν λοιπόν πέρα για πέρα εξωπραγματικό όταν ο Toye, γενικός διευθυντής της Cosmos, αποφάσισε να προσπαθήσει να πείσει τον παίκτη που παγκοσμίως αναγνωρίστηκε ως ο καλύτερος στον κόσμο και ο πιο ακριβοπληρωμένος, να ενταχθεί στην ομάδα του.
Οι Cosmos είχαν γεννηθεί μόλις ένα μήνα νωρίτερα, σε ένα απόγευμα, όταν όλοι οι παίκτες είχαν συγκεντρωθεί σε ένα ξενοδοχείο στο διεθνές αεροδρόμιο Κένεντι για να υπογράψουν μια συμφωνία να παίξουν για 75 δολάρια το παιχνίδι σε μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο ήταν άγνωστο άθλημα. Ο Toye συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Πελέ και τον Julio Mazzei, μακροχρόνιο φίλο και μέντορα του Πελέ, τον Φεβρουάριο του 1971 κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας της Santos στην Τζαμάικα. Χρειάστηκαν δεκάδες ακόμα συζητήσεις τα επόμενα τέσσερα χρόνια, καθώς και εκατομμύρια δολάρια από την Warner Communications, την ιδιοκτήτρια της ομάδας, για να ενταχθεί ο Πελέ στην Cosmos.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε ο πρώτος σκόρερ στη Βραζιλία για 11η φορά, η Santos κατέκτησε το 10ο πρωτάθλημα της θητείας του και ο Πελέ δέχτηκε έντονη κριτική επειδή αποσύρθηκε από την εθνική ομάδα και αρνήθηκε να παίξει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, στη Δυτική Γερμανία. Ο Toye έκανε την τελευταία του προσπάθεια τον Μάρτιο του 1975 στις Βρυξέλλες. Ο Πελέ είχε αποσυρθεί από τη Santos τον προηγούμενο Οκτώβριο και δύο μεγάλοι σύλλογοι, η ισπανική Ρεάλ Μαδρίτης και η ιταλική Γιουβέντους, προσέφεραν ο καθένας μια συμφωνία αξίας 15 εκατομμυρίων δολαρίων, θυμήθηκε αργότερα ο Πελέ.
“Υπόγραψε σε αυτούς και το μόνο που μπορείς να κερδίσεις είναι ένα πρωτάθλημα. Υπόγραψε για μένα και μπορείς να κερδίσεις μια χώρα”,είπε ο Toye ότι είπε στον Πελέ. Για να τον δελεάσει περαιτέρω, η Warner πρόσφερε, μια συμφωνία που του εγγυόταν το 50% των εσόδων από κάθε χρήση άδειας που αφορούσε το όνομά του και μια εγγύηση ότι θα προσλάμβανε τον φίλο του Mazzei ως βοηθό προπονητή. Ο Πελέ υπέγραψε τριετές συμβόλαιο αξίας, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις 7 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο ( περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια σήμερα).
Παρουσιάστηκε στα μέσα ενημέρωσης στις 11 Ιουνίου 1975, στο κλαμπ “21” της Νέας Υόρκης. Ακολούθησε πανδαιμόνιο: Ξέσπασαν καυγάδες μεταξύ των φωτογράφων και τα τραπέζια κατέρρευσαν όταν ο κόσμος στάθηκε πάνω τους. Ο θόρυβος συνεχίστηκε όταν ο Πελέ έπαιξε τον πρώτο του αγώνα στο North American Soccer League, στις 15 Ιουνίου στο Downing Stadium στο Randalls Island στο East River. Ήταν ένα παρατημένο γήπεδο, που οι εργάτες έβαψαν βιαστικά με πράσινη μπογιά όπου δεν υπήρχε χορτάρι, επειδή το CBS είχε έρθει για να μεταδώσει τηλεοπτικά το μεγάλο ντεμπούτο. Περισσότεροι από 18.000 οπαδοί, μπήκαν μέσα για να παρακολουθήσουν. Σε κάθε εκτός έδρας παιχνίδι κατά τη διάρκεια των τριών βορειοαμερικανικών σεζόν του Πελέ, οι Cosmos προσέλκυαν τεράστιο πλήθος κόσμου και μια ομάδα τύπου μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Νέας Υόρκης, με πολλούς δημοσιογράφους που εκπροσωπούσαν ξένα δίκτυα, εφημερίδες και πρακτορεία ειδήσεων. Αστέρες του κινηματογράφου και της μουσικής – μεταξύ των οποίων ο Μικ Τζάγκερ, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ροντ Στιούαρτ – έρχονταν στους εντός έδρας αγώνες, παρασυρόμενοι από τον ενθουσιασμό των στελεχών της Warner για το νέο καυτό ταλέντο τους.
Οι Cosmos μετακόμισαν στο στάδιο Giants την τελευταία σεζόν του Πελέ, το 1977, και εκεί, στο Meadowlands, έφτασαν στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς τους -και της δημοτικότητας του πρωταθλήματος-. Σε έναν εντός έδρας αγώνα πλέι οφ στις 14 Αυγούστου, το πλήθος των 77.691 θεατών ξεπέρασε όχι μόνο τις προσδοκίες αλλά και τη χωρητικότητα, του σταδίου των 76.000 θέσεων. Εκείνη τη σεζόν, οι Cosmos είχαν προσθέσει δύο ακόμη παγκόσμιους σούπερ σταρ, τον Franz Beckenbauer από τη Δυτική Γερμανία και τον Carlos Alberto από τη Βραζιλία. Αργότερα, το 1979, οι Los Angeles Aztecs προσέλκυσαν έναν τρίτο, τον Johan Cruyff από την Ολλανδία, στο πρωτάθλημα. Το ποδόσφαιρο φαινόταν έτοιμο να εισέλθει στο αμερικανικό στερέωμα.
Αλλά όπως αποδείχτηκε, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν ήταν ακόμη έτοιμο να ανθίσει στην Αμερική, ούτε καν μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τους Cosmos το 1977, στο Σιάτλ, ή μετά τον εορταστικό αποχαιρετιστήριο αγώνα του Πελέ τον Οκτώβριο, όταν ηγήθηκε του συνθήματος “Love!” και έπαιξε το ένα ημίχρονο για τους Cosmos και το άλλο για την φιλοξενούμενη ομάδα, την αγαπημένη του Santos. Το πρωτάθλημα είχε επεκταθεί σε 24 ομάδες, από 18, και δεν είχε την απαιτούμενη οικονομική βάση για να συντηρήσει τόσους πολλούς αγώνες και τόσα ταξίδια. Επίσης, οι άλλες ομάδες δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις δαπάνες της Cosmos για παίκτες υψηλής ποιότητας. Το πρωτάθλημα έκλεισε μετά τη σεζόν του 1984.
Αλλά σε επίπεδο λαϊκής βάσης, καθώς και σε σχολεία και κολέγια, το ποδόσφαιρο απογειώθηκε. Το 1991, η εθνική ομάδα γυναικών των Ηνωμένων Πολιτειών κατέκτησε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο γυναικών. (Από τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες το έχουν κατακτήσει τρεις φορές.) Το 2002, η εθνική ομάδα των ανδρών έφτασε στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και η Major League Soccer έχει καθιερωθεί ως ένας στιβαρός διάδοχος του N.A.S.L. (Το 2011, η εναρκτήρια σεζόν ενός νέου μικρού πρωταθλήματος με το όνομα N.A.S.L. περιελάμβανε μια ομάδα New York Cosmos, της οποίας ο Πελέ ονομάστηκε επίτιμος πρόεδρος). Τον Ιούνιο του 2014, η πόλη του Σάντος άνοιξε ένα Μουσείο Πελέ λίγο πριν από την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, του πρώτου που διεξήχθη στη Βραζιλία μετά από το 1950. Σε ένα βίντεο που καταγράφηκε για την περίσταση, ο Πελέ δήλωσε: “Είναι μεγάλη χαρά να περνάω από αυτόν τον κόσμο και να μπορώ να αφήσω, για τις μελλοντικές γενιές, κάποιες αναμνήσεις και να αφήσω μια κληρονομιά για τη χώρα μου”.
Ο Πελέ γνώρισε τη Rosemeri Cholbi όταν εκείνη ήταν 14 ετών και την φλέρταρε για σχεδόν οκτώ χρόνια πριν παντρευτούν στις αρχές του 1966. Απέκτησαν τρία παιδιά – την Kelly Cristina, τον Edson Cholbi και την Jennifer – πριν χωρίσουν το 1982. Μετά το διαζύγιό του, ο Πελέ εμφανιζόταν συχνά στις κουτσομπολίστικες σελίδες, διασκεδάζοντας με αστέρες του κινηματογράφου, μουσικούς και μοντέλα. Έπαιξε σε αρκετές ταινίες, μεταξύ των οποίων η ταινία “Victory” (1981) του John Huston, με τους Michael Caine και Sylvester Stallone. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι είχε αποκτήσει δύο κόρες εκτός γάμου. Η μία, η Σάντρα, την οποία είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει, διεκδίκησε δικαστικά το δικαίωμα χρήσης του επωνύμου του. Έγραψε ένα βιβλίο, “Η κόρη που δεν ήθελε ο βασιλιάς”, το οποίο, όπως είπε, τον έφερε σε μεγάλη αμηχανία. Πέθανε από καρκίνο το 2006.
Ο γιος του, με το παρατσούκλι Εντίνιο, ήταν επαγγελματίας τερματοφύλακας για πέντε χρόνια πριν ένας τραυματισμός τερματίσει την καριέρα του. Αργότερα μπήκε στη φυλακή λόγω καταδίκης για διακίνηση ναρκωτικών. Το 1994, ο Πελέ παντρεύτηκε την Assiria Seixas Lemos, ψυχολόγο και τραγουδίστρια της βραζιλιάνικης γκόσπελ- τα δίδυμα παιδιά τους, ο Joshua και η Celeste, γεννήθηκαν το 1996. Χώρισαν το 2008. Στα τελευταία του χρόνια έβγαινε με μια Βραζιλιάνα επιχειρηματία, τη Marcia Aoki, την οποία παντρεύτηκε το 2016. Ο αδελφός του Jair Arantes do Nascimento, ο οποίος ήταν γνωστός ως Zoca και έπαιζε επίσης για τη Santos, πέθανε το 2020. Τα παιδιά ανταποκρίνονταν πάντα θερμά στον Πελέ και εκείνος σε αυτά. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο και μια βαθιά, καθησυχαστική φωνή. “Δεν έχω ξαναδεί άλλον άνθρωπο που ήταν τόσο πρόθυμος να αφιερώσει ένα επιπλέον δευτερόλεπτο για να αγκαλιάσει ή να ενθαρρύνει ένα παιδί”, δήλωσε ο Jim Trecker, ένα παλιό στέλεχος του ποδοσφαίρου που ήταν διευθυντής δημοσίων σχέσεων της Cosmos στα χρόνια του Πελέ.
Ο Πελέ ήταν ευαίσθητος για το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σχολείο, απέκτησε αργότερα απολυτήριο λυκείου και πτυχίο κολεγίου ενώ έπαιζε για τη Σάντος, και συχνά λυπόταν που τόσοι πολλοί νέοι Βραζιλιάνοι παρέμεναν φτωχοί και αναλφάβητοι, ακόμη και όταν η χώρα είχε αρχίσει να ευημερεί. Πράγματι, την ημέρα που πέτυχε το 1.000ό του γκολ, τον Νοέμβριο του 1969 στο στάδιο Maracanã του Ρίο μπροστά σε περισσότερους από 200.000 οπαδούς, ο Πελέ κατακλύστηκε από δημοσιογράφους στον αγωνιστικό χώρο και χρησιμοποίησε τα μικρόφωνά τους για να αφιερώσει το γκολ στα “παιδιά”. Κλαίγοντας, έκανε μια αυτοσχέδια ομιλία για τις δυσκολίες των παιδιών της Βραζιλίας και την ανάγκη να τους δοθούν καλύτερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Πολλοί δημοσιογράφοι ερμήνευσαν τη χειρονομία αυτή ως επίδειξη μεγαλοπρέπειας. Τον Ιούλιο του 2007, σε μια εκδήλωση προώθησης στη Νέα Υόρκη για μια εκστρατεία οικογενειακής παιδείας, είπε: “Σήμερα, η βία που βλέπουμε στη Βραζιλία, η διαφθορά στη Βραζιλία, προκαλεί μεγάλα προβλήματα. Βλέπετε, για δύο γενιές, τα παιδιά δεν είχαν αρκετή εκπαίδευση”. Όσο αφορά τα ρεκόρ του, η έρευνα για τη βιογραφία του το 2006 έδειξε ότι έπαιξε επιπλέον παιχνίδια και οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το περίφημο 1.000ό γκολ ήταν στην πραγματικότητα το 1.002ο.
Στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012, ο Πελέ συμμετείχε στη λεγόμενη σύνοδο κορυφής για την πείνα που συγκάλεσε ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, της οποίας ο καθορισμένος στόχος ήταν να μειωθεί κατά 25 εκατομμύρια ο αριθμός των παιδιών που υποσιτίζονται από υποσιτισμό πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016. Όταν διορίστηκε υπουργός αθλητισμού της Βραζιλίας το 1995, από τον τότε πρόεδρο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο, ο Πελέ ξεκίνησε μια σταυροφορία για να φέρει διαφάνεια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των επαγγελματικών ομάδων της Βραζιλίας, οι οποίες εξακολουθούσαν να λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως λέσχες κυρίων, και να εκσυγχρονήσει τους κανόνες που ρύθμιζαν τα συμβόλαια των παικτών.
Το 1998 ψηφίστηκε ο νόμος του Πελέ, όπως ήταν γνωστός. Απαιτούσε από τους συλλόγους να ενσωματώνονται ως φορολογητέες κερδοσκοπικές εταιρείες και να δημοσιεύουν ισολογισμούς. Απαιτούσε οι παίκτες να είναι 20 ετών πριν υπογράψουν επαγγελματικό συμβόλαιο και τους έδινε το δικαίωμα της ελεύθερης απασχόλησης μετά από δύο χρόνια (αντί για την ηλικία των 32 ετών). Πολλές από τις διατάξεις καταργήθηκαν αργότερα και η διαφθορά συνεχίστηκε, αλλά ο Πελέ δήλωσε ότι ήταν υπερήφανος που η ρήτρα ελεύθερης πρακτόρευσης είχε επιβιώσει. Οι επιχειρηματικές συμφωνίες του που πήγαν στραβά τον ταλαιπώρησαν σε όλη του τη ζωή. Ο ίδιος είπε ότι ήταν συχνά ευκολόπιστος, εμπιστευόμενος φίλους που ήταν λιγότερο ικανοί από ό,τι φαίνονταν. Το 2001, η εταιρεία Pelé Sports and Marketing, την οποία είχε ιδρύσει μια δεκαετία νωρίτερα, κατηγορήθηκε ότι πήρε τεράστια δάνεια για να διοργανώσει έναν φιλανθρωπικό αγώνα για τη Unicef και στη συνέχεια δεν επέστρεψε τα χρήματα όταν ο αγώνας δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Πελέ έκλεισε την εταιρεία- η Unicef δήλωσε ότι δεν υπήρχε κανένα αδίκημα εκ μέρους του.
Ενώ συνέχισε να προωθεί εκπαιδευτικά προγράμματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Πελέ ασχολήθηκε επίσης με την άλλη του μεγάλη αγάπη, τη μουσική. Δεν έμενε ποτέ μακριά από μια κιθάρα και κουβαλούσε μαζί του ένα μικροσκοπικό μαγνητόφωνο για να αποτυπώνει μελωδίες ή στίχους ανάλογα με τη διάθεσή του. Συνέθεσε δεκάδες τραγούδια τα οποία ηχογραφήθηκαν από Βραζιλιάνους ποπ σταρ, συνήθως χωρίς ο ίδιος να παίρνει τα εύσημα. “Δεν ήθελα το κοινό να κάνει τη σύγκριση μεταξύ του συνθέτη Πελέ και του ποδοσφαιριστή Πελέ”, δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα The Guardian το 2006. “Αυτό θα ήταν μια τεράστια αδικία. Στο ποδόσφαιρο, το ταλέντο μου ήταν ένα δώρο του Θεού. Η μουσική ήταν απλώς για διασκέδαση”.
Καθώς μεγάλωνε, μιλούσε συχνά για τη δυσκολία του να διακρίνει ανάμεσα στις δύο προσωπικότητες του: τον πραγματικό του εαυτό και τον σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου Πελέ. Συχνά αναφερόταν στον Πελέ σε τρίτο πρόσωπο. “Ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθώ να διατηρώ την προοπτική των πραγμάτων”, έγραψε στην αυτοβιογραφία του, “είναι να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι αυτό στο οποίο οι άνθρωποι ανταποκρίνονται δεν είμαι εγώ απαραίτητα, αλλά είναι αυτή η μυθική φιγούρα που έχει γίνει ο Πελέ”.
Το πρόσωπό του παρέμεινε γνωστό σε όλο τον κόσμο πολύ καιρό μετά την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο. Το 1994, όταν το Παγκόσμιο Κύπελλο επρόκειτο να διεξαχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πελέ καθόταν στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης περιμένοντας να δώσει συνέντευξη στο ABC News. Ένας νεαρός πέρασε από μπροστά του, τον τραβηξε μια φωτογραφία και μετά έφυγε τρέχοντας. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο κόσμος διέσχιζε το πάρκο για να τον δει. “Ήταν εκατοντάδες”, έγραψε ο Toye στα απομνημονεύματά του. “Δεκαεπτά χρόνια αφότου κλώτσησε για τελευταία φορά μια μπάλα, αυτός ο σκουρόχρωμος άντρας εξακολουθεί να αναγνωρίζεται, και όταν αναγνωρίζεται, δεν είναι ποτέ μόνος του σε καμία χώρα της γης”.
Ο Πελέ, ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές του κόσμου, μια προσωπικότητα που άλλαξε τον αθλητισμό του 20ού αιώνα και απέκτησε τεράστιο παγκόσμιο κύρος και αναγνώριση, όσο ελάχιστοι αθλητές έχουν γνωρίσει, πέθανε την Πέμπτη στο Σάο Πάολο. Ήταν 82 ετών. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από τον μάνατζέρ του, Τζο Φράγκα. Το Νοσοκομείο Israelita Albert Einstein στο Σάο Πάολο δήλωσε ότι η αιτία ήταν η πολλαπλή ανεπάρκεια οργάνων, αποτέλεσμα της εξέλιξης του καρκίνου του παχέος εντέρου. Ο Πελέ είχε λάβει θεραπεία για καρκίνο τα τελευταία χρόνια, ενώ εισήλθε στο νοσοκομείο πριν από αρκετές εβδομάδες για την αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης μιας λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος.
Εθνικός ήρωας στην πατρίδα του τη Βραζιλία, ο Πελέ ήταν αγαπητός σε όλο τον κόσμο. Στους πολύ φτωχούς, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε, στους πολύ πλούσιους, στους κύκλους των οποίων ταξίδευε, και σχεδόν σε όλους όσους τον είδαν να παίζει. “Ο Πελέ είναι ένας από τους λίγους που διαψεύδουν τη θεωρία μου. Αντί για 15 λεπτά φήμης, θα έχει 15 αιώνες”, είπε κάποτε ο Άντι Γουόρχολ. Γνωστός για το απαράμιλλο ταλέντο και την πρωτοτυπία του στο γήπεδο, ο Πελέ έγινε επίσης αγαπητός στους οπαδούς με την ηλιόλουστη προσωπικότητά του και την πίστη του στη δύναμη του ποδοσφαίρου να συνδέει τους ανθρώπους πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές της φυλής, της τάξης και της εθνικότητας.
Κατέκτησε τρία τουρνουά Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη Βραζιλία και 10 πρωταθλήματα με τη Santos, την ομάδα του, καθώς και το πρωτάθλημα της North American Soccer League το 1977 με τη New York Cosmos. Αφού αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στα 34 του χρόνια, πέρασε τρεις σεζόν με τους Cosmos σε μια σταυροφορία για τη διάδοση του ποδοσφαίρου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από τον τελευταίο του αγώνα, τον Οκτώβριο του 1977 στο στάδιο Giants στο East Rutherford της Νέας Υόρκης, ο Πελέ πήρε το μικρόφωνο σε μια εξέδρα στο κέντρο του γηπέδου, με τον πατέρα του και τον Μοχάμεντ Άλι δίπλα του, και προέτρεψε το πλήθος των 75.000 και πλέον θεατών.“Πείτε μαζί μου τρεις φορές τώρα για τα παιδιά: Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη!”῎
Στα 21 χρόνια της καριέρας του, ο Πελέ -γεννημένος ως Edson Arantes do Nascimento- σημείωσε 1.283 γκολ σε 1.367 επαγγελματικούς αγώνες, συμπεριλαμβανομένων 77 γκολ για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Πολλά από αυτά τα γκολ έγιναν θρυλικά, αλλά η επιρροή του Πελέ στο άθλημα ξεπέρασε κατά πολύ το σκοράρισμα. Βοήθησε στη δημιουργία και την προώθηση αυτού που αργότερα αποκάλεσε “o jogo bonito” – το όμορφο παιχνίδι – ένα στυλ που εκτιμούσε τον έξυπνο έλεγχο της μπάλας, την ευρηματική πάσα ακριβείας και την ασταμάτητη επίθεση. Ο Πελέ όχι μόνο το έπαιξε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, αλλά και το υπερασπίστηκε σε όλο τον κόσμο.
Ανάμεσα στα αθλητικά του προσόντα αξιοσημείωτο ήταν το κέντρο βάρους του. Καθώς έτρεχε, έστριβε, έκανε σπριντ ή οπισθοχωρούσε, η μέση του έμοιαζε να μην κινείται ποτέ, ενώ οι γοφοί του και το πάνω μέρος του σώματός του περιστρέφονταν γύρω του. Μπορούσε να επιταχύνει, να επιβραδύνει ή να περιστρέφεται αστραπιαία. Είτε ήταν εκτός ισορροπίας είτε όχι, μπορούσε να χτυπήσει την μπάλα με ακρίβεια και με τα δύο πόδια. Με ύψος 1,80 μ., μπορούσε να πηδήξει εξαιρετικά ψηλά, συχνά φαινόταν να αιωρείται στον αέρα για να δώσει δύναμη σε μια κεφαλιά. Όπως και άλλα αθλήματα, το ποδόσφαιρο εξελίχθηκε. Σήμερα, πολλοί από τους αστέρες του μπορούν να εκτελέσουν ακροβατικά σουτ ή γρήγορες πάσες ακριβείας. Αλλά στην εποχή του, οι ικανότητες του Πελέ στο παιχνίδι και στο σκοράρισμα ήταν εκπληκτικές.
Ο Πελέ ήρθε στο διεθνές προσκήνιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία. Ένας 17χρονος, μικρόσωμος, ο οποίος ως παιδί έπαιζε ποδόσφαιρο ξυπόλητος στους δρόμους του φτωχού χωριού του, χρησιμοποιώντας για μπάλα τυλιγμένα κουρέλια. Αστέρι της Βραζιλίας, πέτυχε έξι γκολ στο τουρνουά, εκ των οποίων τρία στον ημιτελικό με τη Γαλλία και δύο στον τελικό, μια νίκη με 5-2 επί της Σουηδίας. Αυτό ήταν το πρώτο από τα πέντε τρόπαια που κατέκτησε η Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Πελέ έπαιξε επίσης στις ομάδες της Βραζιλίας που κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1962 και το 1970. Στο Μουντιάλ του 1966, στην Αγγλία, οι αντίπαλοι τον αντιμετώπιζαν με αντιαθλητικά μαρκαρίσματα στα πρώτα παιχνίδια και τελικά τέθηκε εκτός του τουρνουά από ένα μαρκάρισμα ενός Πορτογάλου παίκτη που σήμερα θα ήταν αποβολή, αλλά τότε ούτε καν παρατηρήθηκε από τον διαιτητή. Με τον Πελέ ουσιαστικά απόντα, η Βραζιλία αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο. Ήταν τόσο απογοητευμένος που ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί από την εθνική ομάδα.
Αλλά το ξανασκέφτηκε και έπαιξε στην ομάδα της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού το 1970. Εκείνη η ομάδα χαρακτηρίζεται ευρέως ως η καλύτερη όλων των εποχών- ο αρχηγός της, ο Κάρλος Αλμπέρτο, εντάχθηκε αργότερα στην Cosmos. “Εύχομαι να είχε συνεχίσει να παίζει για πάντα”, έγραψε ο Clive Toye, πρώην πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Cosmos, σε απομνημονεύματά του το 2006. “Αλλά από την άλλη, το ίδιο κάνουν και όλοι οι άλλοι που τον είδαν να παίζει, και οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου που δεν τον είδαν ποτέ να παίζει είναι οι πιο άτυχοι άνθρωποι στον κόσμο”.
Ο Edson Arantes do Nascimento γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1940 στο Três Corações, μια μικροσκοπική αγροτική πόλη στην πολιτεία Minas Gerais. Οι γονείς του τον ονόμασαν Έντσον σε φόρο τιμής στον Τόμας Έντισον, μια και ο ηλεκτρισμός είχε έρθει στην πόλη λίγο πριν γεννηθεί ο Πελέ. Όταν ήταν περίπου 7 ετών, άρχισε να γυαλίζει παπούτσια στον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό για να συμπληρώσει το εισόδημα της οικογένειας. Ο πατέρας του, επαγγελματίας παίκτης του οποίου η καριέρα διακόπηκε λόγω τραυματισμού, είχε το παρατσούκλι Ντοντίνιο. Οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές χρησιμοποιούν συχνά ένα μόνο όνομα, αλλά ακόμη και ο ίδιος ο Πελέ δεν ήταν σίγουρος για το πώς πήρε το δικό του. Ο ίδιος προσέφερε διάφορες πιθανές προελεύσεις στο βιβλίο του “Pele: The Autobiography”.
Πιθανότατα το παρατσούκλι ήταν μια αναφορά σε έναν παίκτη της ομάδας του πατέρα του, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί όταν ήταν μικρός. Ο παίκτης ήταν γνωστός ως Bilé. Τα άλλα αγόρια πείραζαν τον Έντσον, αποκαλώντας τον Μπίλε μέχρι που του κόλλησε. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις του Πελέ ήταν ότι είδε τον πατέρα του να κλαίει, όταν η Βραζιλία έχασε από την Ουρουγουάη με 2-1 στον καθοριστικό αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο αγώνας αυτός εξακολουθεί να είναι για τους Βραζιλιάνους εθνική συμφορά. Ο Πελέ θυμάται να λέει στον πατέρα του ότι μια μέρα, μεγαλώνοντας, θα κέρδιζε το Παγκόσμιο Κύπελλο για τη Βραζιλία.
Υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, με μια ομάδα Νέων, όταν ήταν 14 ετών και μεταγράφηκε στη Santos στα 15 του. Πέτυχε τέσσερα γκολ στο πρώτο του επαγγελματικό παιχνίδι, το οποίο κέρδισε η Santos με 7-1. Ήταν μόλις 16 ετών όταν έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα, τον Ιούλιο του 1957. Όταν η ομάδα της Βραζιλίας πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας το επόμενο καλοκαίρι, ο Πελέ είπε αργότερα ότι ήταν τόσο αδύνατος που “αρκετοί νόμιζαν ότι ήμουν η μασκότ”.
Μόλις τον είδαν να παίζει, συνειδητοποίησαν το ταλέντο του. Οι αναφορές για τις ικανότητες του Βραζιλιάνου εφήβου έκαναν τον γύρο του κόσμου. Μια περιγραφή έλεγε πώς, εναντίον της Ουαλίας στα προημιτελικά, με την πλάτη του στο τέρμα, δέχτηκε τη μπάλα στο στήθος, την άφησε να πέσει στον αστράγαλο και αμέσως την έσκαψε πάνω από τον αντίπαλό του. Καθώς αυτή αναπήδησε, γύρισε τόσο γρήγορα που σούταρε πριν η μπάλα ακουμπήσει στο έδαφος. Θεωρείται ακόμα σύμφωνα με τη FIFA ένα από τα καλύτερα γκολ που έχουν μπει σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν το πρώτο του γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο και το μοναδικό του αγώνα και έφερε τη Βραζιλία στα ημιτελικά.
“Μου τόνωσε εντελώς την αυτοπεποίθηση”, έγραψε στην αυτοβιογραφία του. “Ο κόσμος ήξερε πλέον για τον Πελέ”. Ο κόσμος ήξερε τώρα και για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Ο Πελέ αναμφίβολα ωφελήθηκε από το γεγονός ότι έπαιζε δίπλα σε άλλους εξαιρετικά προικισμένους καλλιτέχνες της μπάλας – ανάμεσά τους ο Γκαρίντσα, ο Ντίντι και ο Βαβά – καθώς και από το γεγονός ότι η Ευρώπη αγνοούσε το βραζιλιάνικο στυλ ποδοσφαίρου. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες χρησιμοποιούσαν στατικό μαρκάρισμα σε μια ευθεία, οι παίκτες σπάνια απομακρύνονταν από τις καθορισμένες περιοχές τους. Η Βραζιλία, όμως, ενθάρρυνε δύο από τους τέσσερις μέσους να συμπεριφέρονται ως ακραίοι επιθετικοί. Αυτό ανάγκαζε τους αντιπάλους να αντιμετωπίζουν γρήγορα τέσσερις επιθετικούς, αντί για δύο. Κάνοντας τα πράγματα πιο δύσκολα, οι επιθετικοί άλλαζαν συχνά πλευρές, δεξιά και αριστερά, και τα αμυντικά μπακ αρκετές φορές συμμετείχαν στην επίθεση. Το αποτέλεσμα εντυπωσίαζε τους θεατές, για να μην αναφέρουμε τους αντιπάλους.
Μετά τον ημιτελικό εναντίον της Γαλλίας, στον οποίο ο Πελέ πέτυχε χατ τρικ στη νίκη της Βραζιλίας με 5-2, ο Γάλλος τερματοφύλακας φέρεται να είπε: “Θα προτιμούσα να παίξω εναντίον 10 Γερμανών παρά εναντίον ενός Βραζιλιάνου”. Η ομάδα επέστρεψε στην πατρίδα της με εθνική αναγνώριση και ο Πελέ συνέχισε να παίζει για τη Santos, καθώς και για δύο ομάδες του στρατού στο πλαίσιο της υποχρεωτικής στρατιωτικής του θητείας. Μόνο το 1959, άντεξε ένα σκληρό πρόγραμμα 103 αγωνιστικών αγώνων, ενώ εννέα φορές έπαιξε δύο παιχνίδια μέσα σε 24 ώρες.
Η Santos άρχισε να εκμεταλλεύεται τη φήμη του με επικερδείς περιοδείες μετά τη σεζόν. Το 1960, καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο, το αεροπλάνο της ομάδας σταμάτησε στη Βηρυτό, όπου συγκεντρώθηκε ένα πλήθος που απειλούσε να απαγάγει τον Πελέ αν η Σάντος δεν συμφωνούσε να παίξει με μια λιβανέζικη ομάδα. “Ευτυχώς, η αστυνομία το αντιμετώπισε αποφασιστικά και συνεχίσαμε αεροπορικώς για την Αίγυπτο”, έγραψε ο Πελέ στην αυτοβιογραφία του. Είχε γίνει τέτοιο ίνδαλμα που, το 1961, για να αποτρέψει τις ευρωπαϊκές ομάδες που ήθελαν να αγοράσουν τα δικαιώματα του συμβολαίου του, η κυβέρνηση της Βραζιλίας πέρασε ένα ψήφισμα που τον κήρυξε μη εξαγώγιμο εθνικό θησαυρό.
Όταν ο Πελέ ετοιμαζόταν να αποσυρθεί από τη Santos στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Χένρι Α. Κίσινγκερ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, έγραψε στη βραζιλιάνικη κυβέρνηση ζητώντας της να αφήσει τον Πελέ να παίξει στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως έναν τρόπο να βοηθήσει στην προώθηση του ποδοσφαίρου και της Βραζιλίας στην Αμερική. Μέχρι τότε, δύο ακόμη Παγκόσμια Κύπελλα, πολυάριθμες διεθνείς διοργανώσεις συλλόγων και ακούραστες περιοδείες της Σάντος είχαν κάνει τον Πελέ παγκόσμιο είδωλο. Ήταν λοιπόν πέρα για πέρα εξωπραγματικό όταν ο Toye, γενικός διευθυντής της Cosmos, αποφάσισε να προσπαθήσει να πείσει τον παίκτη που παγκοσμίως αναγνωρίστηκε ως ο καλύτερος στον κόσμο και ο πιο ακριβοπληρωμένος, να ενταχθεί στην ομάδα του.
Οι Cosmos είχαν γεννηθεί μόλις ένα μήνα νωρίτερα, σε ένα απόγευμα, όταν όλοι οι παίκτες είχαν συγκεντρωθεί σε ένα ξενοδοχείο στο διεθνές αεροδρόμιο Κένεντι για να υπογράψουν μια συμφωνία να παίξουν για 75 δολάρια το παιχνίδι σε μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο ήταν άγνωστο άθλημα. Ο Toye συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Πελέ και τον Julio Mazzei, μακροχρόνιο φίλο και μέντορα του Πελέ, τον Φεβρουάριο του 1971 κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας της Santos στην Τζαμάικα. Χρειάστηκαν δεκάδες ακόμα συζητήσεις τα επόμενα τέσσερα χρόνια, καθώς και εκατομμύρια δολάρια από την Warner Communications, την ιδιοκτήτρια της ομάδας, για να ενταχθεί ο Πελέ στην Cosmos.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε ο πρώτος σκόρερ στη Βραζιλία για 11η φορά, η Santos κατέκτησε το 10ο πρωτάθλημα της θητείας του και ο Πελέ δέχτηκε έντονη κριτική επειδή αποσύρθηκε από την εθνική ομάδα και αρνήθηκε να παίξει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, στη Δυτική Γερμανία. Ο Toye έκανε την τελευταία του προσπάθεια τον Μάρτιο του 1975 στις Βρυξέλλες. Ο Πελέ είχε αποσυρθεί από τη Santos τον προηγούμενο Οκτώβριο και δύο μεγάλοι σύλλογοι, η ισπανική Ρεάλ Μαδρίτης και η ιταλική Γιουβέντους, προσέφεραν ο καθένας μια συμφωνία αξίας 15 εκατομμυρίων δολαρίων, θυμήθηκε αργότερα ο Πελέ.
“Υπόγραψε σε αυτούς και το μόνο που μπορείς να κερδίσεις είναι ένα πρωτάθλημα. Υπόγραψε για μένα και μπορείς να κερδίσεις μια χώρα”,είπε ο Toye ότι είπε στον Πελέ. Για να τον δελεάσει περαιτέρω, η Warner πρόσφερε, μια συμφωνία που του εγγυόταν το 50% των εσόδων από κάθε χρήση άδειας που αφορούσε το όνομά του και μια εγγύηση ότι θα προσλάμβανε τον φίλο του Mazzei ως βοηθό προπονητή. Ο Πελέ υπέγραψε τριετές συμβόλαιο αξίας, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις 7 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο ( περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια σήμερα).
Παρουσιάστηκε στα μέσα ενημέρωσης στις 11 Ιουνίου 1975, στο κλαμπ “21” της Νέας Υόρκης. Ακολούθησε πανδαιμόνιο: Ξέσπασαν καυγάδες μεταξύ των φωτογράφων και τα τραπέζια κατέρρευσαν όταν ο κόσμος στάθηκε πάνω τους. Ο θόρυβος συνεχίστηκε όταν ο Πελέ έπαιξε τον πρώτο του αγώνα στο North American Soccer League, στις 15 Ιουνίου στο Downing Stadium στο Randalls Island στο East River. Ήταν ένα παρατημένο γήπεδο, που οι εργάτες έβαψαν βιαστικά με πράσινη μπογιά όπου δεν υπήρχε χορτάρι, επειδή το CBS είχε έρθει για να μεταδώσει τηλεοπτικά το μεγάλο ντεμπούτο. Περισσότεροι από 18.000 οπαδοί, μπήκαν μέσα για να παρακολουθήσουν. Σε κάθε εκτός έδρας παιχνίδι κατά τη διάρκεια των τριών βορειοαμερικανικών σεζόν του Πελέ, οι Cosmos προσέλκυαν τεράστιο πλήθος κόσμου και μια ομάδα τύπου μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Νέας Υόρκης, με πολλούς δημοσιογράφους που εκπροσωπούσαν ξένα δίκτυα, εφημερίδες και πρακτορεία ειδήσεων. Αστέρες του κινηματογράφου και της μουσικής – μεταξύ των οποίων ο Μικ Τζάγκερ, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ροντ Στιούαρτ – έρχονταν στους εντός έδρας αγώνες, παρασυρόμενοι από τον ενθουσιασμό των στελεχών της Warner για το νέο καυτό ταλέντο τους.
Οι Cosmos μετακόμισαν στο στάδιο Giants την τελευταία σεζόν του Πελέ, το 1977, και εκεί, στο Meadowlands, έφτασαν στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς τους -και της δημοτικότητας του πρωταθλήματος-. Σε έναν εντός έδρας αγώνα πλέι οφ στις 14 Αυγούστου, το πλήθος των 77.691 θεατών ξεπέρασε όχι μόνο τις προσδοκίες αλλά και τη χωρητικότητα, του σταδίου των 76.000 θέσεων. Εκείνη τη σεζόν, οι Cosmos είχαν προσθέσει δύο ακόμη παγκόσμιους σούπερ σταρ, τον Franz Beckenbauer από τη Δυτική Γερμανία και τον Carlos Alberto από τη Βραζιλία. Αργότερα, το 1979, οι Los Angeles Aztecs προσέλκυσαν έναν τρίτο, τον Johan Cruyff από την Ολλανδία, στο πρωτάθλημα. Το ποδόσφαιρο φαινόταν έτοιμο να εισέλθει στο αμερικανικό στερέωμα.
Αλλά όπως αποδείχτηκε, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν ήταν ακόμη έτοιμο να ανθίσει στην Αμερική, ούτε καν μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τους Cosmos το 1977, στο Σιάτλ, ή μετά τον εορταστικό αποχαιρετιστήριο αγώνα του Πελέ τον Οκτώβριο, όταν ηγήθηκε του συνθήματος “Love!” και έπαιξε το ένα ημίχρονο για τους Cosmos και το άλλο για την φιλοξενούμενη ομάδα, την αγαπημένη του Santos. Το πρωτάθλημα είχε επεκταθεί σε 24 ομάδες, από 18, και δεν είχε την απαιτούμενη οικονομική βάση για να συντηρήσει τόσους πολλούς αγώνες και τόσα ταξίδια. Επίσης, οι άλλες ομάδες δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις δαπάνες της Cosmos για παίκτες υψηλής ποιότητας. Το πρωτάθλημα έκλεισε μετά τη σεζόν του 1984.
Αλλά σε επίπεδο λαϊκής βάσης, καθώς και σε σχολεία και κολέγια, το ποδόσφαιρο απογειώθηκε. Το 1991, η εθνική ομάδα γυναικών των Ηνωμένων Πολιτειών κατέκτησε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο γυναικών. (Από τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες το έχουν κατακτήσει τρεις φορές.) Το 2002, η εθνική ομάδα των ανδρών έφτασε στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και η Major League Soccer έχει καθιερωθεί ως ένας στιβαρός διάδοχος του N.A.S.L. (Το 2011, η εναρκτήρια σεζόν ενός νέου μικρού πρωταθλήματος με το όνομα N.A.S.L. περιελάμβανε μια ομάδα New York Cosmos, της οποίας ο Πελέ ονομάστηκε επίτιμος πρόεδρος). Τον Ιούνιο του 2014, η πόλη του Σάντος άνοιξε ένα Μουσείο Πελέ λίγο πριν από την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, του πρώτου που διεξήχθη στη Βραζιλία μετά από το 1950. Σε ένα βίντεο που καταγράφηκε για την περίσταση, ο Πελέ δήλωσε: “Είναι μεγάλη χαρά να περνάω από αυτόν τον κόσμο και να μπορώ να αφήσω, για τις μελλοντικές γενιές, κάποιες αναμνήσεις και να αφήσω μια κληρονομιά για τη χώρα μου”.
Ο Πελέ γνώρισε τη Rosemeri Cholbi όταν εκείνη ήταν 14 ετών και την φλέρταρε για σχεδόν οκτώ χρόνια πριν παντρευτούν στις αρχές του 1966. Απέκτησαν τρία παιδιά – την Kelly Cristina, τον Edson Cholbi και την Jennifer – πριν χωρίσουν το 1982. Μετά το διαζύγιό του, ο Πελέ εμφανιζόταν συχνά στις κουτσομπολίστικες σελίδες, διασκεδάζοντας με αστέρες του κινηματογράφου, μουσικούς και μοντέλα. Έπαιξε σε αρκετές ταινίες, μεταξύ των οποίων η ταινία “Victory” (1981) του John Huston, με τους Michael Caine και Sylvester Stallone. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι είχε αποκτήσει δύο κόρες εκτός γάμου. Η μία, η Σάντρα, την οποία είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει, διεκδίκησε δικαστικά το δικαίωμα χρήσης του επωνύμου του. Έγραψε ένα βιβλίο, “Η κόρη που δεν ήθελε ο βασιλιάς”, το οποίο, όπως είπε, τον έφερε σε μεγάλη αμηχανία. Πέθανε από καρκίνο το 2006.
Ο γιος του, με το παρατσούκλι Εντίνιο, ήταν επαγγελματίας τερματοφύλακας για πέντε χρόνια πριν ένας τραυματισμός τερματίσει την καριέρα του. Αργότερα μπήκε στη φυλακή λόγω καταδίκης για διακίνηση ναρκωτικών. Το 1994, ο Πελέ παντρεύτηκε την Assiria Seixas Lemos, ψυχολόγο και τραγουδίστρια της βραζιλιάνικης γκόσπελ- τα δίδυμα παιδιά τους, ο Joshua και η Celeste, γεννήθηκαν το 1996. Χώρισαν το 2008. Στα τελευταία του χρόνια έβγαινε με μια Βραζιλιάνα επιχειρηματία, τη Marcia Aoki, την οποία παντρεύτηκε το 2016. Ο αδελφός του Jair Arantes do Nascimento, ο οποίος ήταν γνωστός ως Zoca και έπαιζε επίσης για τη Santos, πέθανε το 2020. Τα παιδιά ανταποκρίνονταν πάντα θερμά στον Πελέ και εκείνος σε αυτά. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο και μια βαθιά, καθησυχαστική φωνή. “Δεν έχω ξαναδεί άλλον άνθρωπο που ήταν τόσο πρόθυμος να αφιερώσει ένα επιπλέον δευτερόλεπτο για να αγκαλιάσει ή να ενθαρρύνει ένα παιδί”, δήλωσε ο Jim Trecker, ένα παλιό στέλεχος του ποδοσφαίρου που ήταν διευθυντής δημοσίων σχέσεων της Cosmos στα χρόνια του Πελέ.
Ο Πελέ ήταν ευαίσθητος για το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σχολείο, απέκτησε αργότερα απολυτήριο λυκείου και πτυχίο κολεγίου ενώ έπαιζε για τη Σάντος, και συχνά λυπόταν που τόσοι πολλοί νέοι Βραζιλιάνοι παρέμεναν φτωχοί και αναλφάβητοι, ακόμη και όταν η χώρα είχε αρχίσει να ευημερεί. Πράγματι, την ημέρα που πέτυχε το 1.000ό του γκολ, τον Νοέμβριο του 1969 στο στάδιο Maracanã του Ρίο μπροστά σε περισσότερους από 200.000 οπαδούς, ο Πελέ κατακλύστηκε από δημοσιογράφους στον αγωνιστικό χώρο και χρησιμοποίησε τα μικρόφωνά τους για να αφιερώσει το γκολ στα “παιδιά”. Κλαίγοντας, έκανε μια αυτοσχέδια ομιλία για τις δυσκολίες των παιδιών της Βραζιλίας και την ανάγκη να τους δοθούν καλύτερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Πολλοί δημοσιογράφοι ερμήνευσαν τη χειρονομία αυτή ως επίδειξη μεγαλοπρέπειας. Τον Ιούλιο του 2007, σε μια εκδήλωση προώθησης στη Νέα Υόρκη για μια εκστρατεία οικογενειακής παιδείας, είπε: “Σήμερα, η βία που βλέπουμε στη Βραζιλία, η διαφθορά στη Βραζιλία, προκαλεί μεγάλα προβλήματα. Βλέπετε, για δύο γενιές, τα παιδιά δεν είχαν αρκετή εκπαίδευση”. Όσο αφορά τα ρεκόρ του, η έρευνα για τη βιογραφία του το 2006 έδειξε ότι έπαιξε επιπλέον παιχνίδια και οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το περίφημο 1.000ό γκολ ήταν στην πραγματικότητα το 1.002ο.
Στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012, ο Πελέ συμμετείχε στη λεγόμενη σύνοδο κορυφής για την πείνα που συγκάλεσε ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, της οποίας ο καθορισμένος στόχος ήταν να μειωθεί κατά 25 εκατομμύρια ο αριθμός των παιδιών που υποσιτίζονται από υποσιτισμό πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016. Όταν διορίστηκε υπουργός αθλητισμού της Βραζιλίας το 1995, από τον τότε πρόεδρο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο, ο Πελέ ξεκίνησε μια σταυροφορία για να φέρει διαφάνεια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των επαγγελματικών ομάδων της Βραζιλίας, οι οποίες εξακολουθούσαν να λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως λέσχες κυρίων, και να εκσυγχρονήσει τους κανόνες που ρύθμιζαν τα συμβόλαια των παικτών.
Το 1998 ψηφίστηκε ο νόμος του Πελέ, όπως ήταν γνωστός. Απαιτούσε από τους συλλόγους να ενσωματώνονται ως φορολογητέες κερδοσκοπικές εταιρείες και να δημοσιεύουν ισολογισμούς. Απαιτούσε οι παίκτες να είναι 20 ετών πριν υπογράψουν επαγγελματικό συμβόλαιο και τους έδινε το δικαίωμα της ελεύθερης απασχόλησης μετά από δύο χρόνια (αντί για την ηλικία των 32 ετών). Πολλές από τις διατάξεις καταργήθηκαν αργότερα και η διαφθορά συνεχίστηκε, αλλά ο Πελέ δήλωσε ότι ήταν υπερήφανος που η ρήτρα ελεύθερης πρακτόρευσης είχε επιβιώσει. Οι επιχειρηματικές συμφωνίες του που πήγαν στραβά τον ταλαιπώρησαν σε όλη του τη ζωή. Ο ίδιος είπε ότι ήταν συχνά ευκολόπιστος, εμπιστευόμενος φίλους που ήταν λιγότερο ικανοί από ό,τι φαίνονταν. Το 2001, η εταιρεία Pelé Sports and Marketing, την οποία είχε ιδρύσει μια δεκαετία νωρίτερα, κατηγορήθηκε ότι πήρε τεράστια δάνεια για να διοργανώσει έναν φιλανθρωπικό αγώνα για τη Unicef και στη συνέχεια δεν επέστρεψε τα χρήματα όταν ο αγώνας δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Πελέ έκλεισε την εταιρεία- η Unicef δήλωσε ότι δεν υπήρχε κανένα αδίκημα εκ μέρους του.
Ενώ συνέχισε να προωθεί εκπαιδευτικά προγράμματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Πελέ ασχολήθηκε επίσης με την άλλη του μεγάλη αγάπη, τη μουσική. Δεν έμενε ποτέ μακριά από μια κιθάρα και κουβαλούσε μαζί του ένα μικροσκοπικό μαγνητόφωνο για να αποτυπώνει μελωδίες ή στίχους ανάλογα με τη διάθεσή του. Συνέθεσε δεκάδες τραγούδια τα οποία ηχογραφήθηκαν από Βραζιλιάνους ποπ σταρ, συνήθως χωρίς ο ίδιος να παίρνει τα εύσημα. “Δεν ήθελα το κοινό να κάνει τη σύγκριση μεταξύ του συνθέτη Πελέ και του ποδοσφαιριστή Πελέ”, δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα The Guardian το 2006. “Αυτό θα ήταν μια τεράστια αδικία. Στο ποδόσφαιρο, το ταλέντο μου ήταν ένα δώρο του Θεού. Η μουσική ήταν απλώς για διασκέδαση”.
Καθώς μεγάλωνε, μιλούσε συχνά για τη δυσκολία του να διακρίνει ανάμεσα στις δύο προσωπικότητες του: τον πραγματικό του εαυτό και τον σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου Πελέ. Συχνά αναφερόταν στον Πελέ σε τρίτο πρόσωπο. “Ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθώ να διατηρώ την προοπτική των πραγμάτων”, έγραψε στην αυτοβιογραφία του, “είναι να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι αυτό στο οποίο οι άνθρωποι ανταποκρίνονται δεν είμαι εγώ απαραίτητα, αλλά είναι αυτή η μυθική φιγούρα που έχει γίνει ο Πελέ”.
Το πρόσωπό του παρέμεινε γνωστό σε όλο τον κόσμο πολύ καιρό μετά την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο. Το 1994, όταν το Παγκόσμιο Κύπελλο επρόκειτο να διεξαχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πελέ καθόταν στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης περιμένοντας να δώσει συνέντευξη στο ABC News. Ένας νεαρός πέρασε από μπροστά του, τον τραβηξε μια φωτογραφία και μετά έφυγε τρέχοντας. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο κόσμος διέσχιζε το πάρκο για να τον δει. “Ήταν εκατοντάδες”, έγραψε ο Toye στα απομνημονεύματά του. “Δεκαεπτά χρόνια αφότου κλώτσησε για τελευταία φορά μια μπάλα, αυτός ο σκουρόχρωμος άντρας εξακολουθεί να αναγνωρίζεται, και όταν αναγνωρίζεται, δεν είναι ποτέ μόνος του σε καμία χώρα της γης”.