“Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά του λαού”. Έτσι γράφει η επιγραφή στην ταφόπλακα του Garrincha, ο οποίος ψηφίστηκε ως η τέταρτη δημοφιλέστερη προσωπικότητα στη Νότια Αμερική για τον 20ό αιώνα, αλλά στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων θα είναι το ανεπίσημο νούμερο 1. Ο ποδοσφαιριστής με το εξαιρετικό προνόμιο να δίνει χαρά σε ένα ολόκληρο έθνος. Στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, είναι λίγοι εκείνοι που με την ανεπανάληπτη ικανότητά τους έφεραν το παιχνίδι πιο κοντά στην τέχνη και άφησαν αξέχαστες αναμνήσεις που θα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Αν πείτε Manoel Francisco dos Santos, πολλοί άνθρωποι θα σκεφτούν ποιος είναι. Όταν όμως αναφέρεις απλώς τον Garrincha, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Ο ποδοσφαιριστής, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε κερδίσει την πιο σημαντική αναγνώριση – να είναι η Χαρά του λαού. Ο Garrincha γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1933, αλλά η γέννησή του καταχωρήθηκε δέκα ημέρες αργότερα, επειδή ο υπάλληλος ήταν μεθυσμένος.
Ο Μανουέλ Φρανσίσκο Ντος Σάντος, τον οποίο η αδελφή του ονόμασε Garrincha, το όνομα ενός πουλιού που ζει στο Mato Grosso, όταν ήταν παιδί, πέθανε πριν από σαράντα χρόνια, τα ξημερώματα της Πέμπτης 20 Ιανουαρίου 1983 στο Ρίο ντε Τζανέιρο σε ηλικία 49 ετών. Σύμφωνα με τον γιατρό που διενήργησε τη νεκροψία πέθανε από “πνευμονική συμφόρηση, παγκρεατίτιδα και περικαρδίτιδα, όλα στο πλαίσιο της κλινικής εικόνας του χρόνιου αλκοολισμού”. Η Βραζιλία θρήνησε ένα είδωλο που, αν και θεωρούνταν “η χαρά του λαού”, πέθανε μόνος, σχεδόν ξεχασμένος, θύμα του αλκοολισμού, όλων των υπερβολών του, των δικών του λαθών, της μεταχείρισης κάποιων μάνατζερ, της ίδιας της ζωής. Ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον Garrincha έγινε στο Μαρακανά. Στους δρόμους ήταν εκατομμύρια Βραζιλιάνοι φίλαθλοι συντετριμμένοι από τη θλίψη, που θέλησαν να του αποτίσουν φόρο τιμής.
Επιστρέφοντας στα πρώτα του βήματα, φαινόταν εξαιρετικά απίθανο ο Garrincha, που έπασχε από πολιομυελίτιδα, να γίνει αστέρας του ποδοσφαίρου: τα πόδια του ήταν στραμμένα κατά 80 μοίρες προς τα μέσα, το δεξί του πόδι ήταν 6 εκατοστά μακρύτερο από το αριστερό και η σπονδυλική του στήλη ήταν στραβή. Από εκεί προήλθε άλλο ένα από τα παρατσούκλια του: ο άγγελος με τα στραβά πόδια. Από την ηλικία των 10 ετών ήταν εθισμένος στον καπνό. Τα προβλήματά του όμως με το αλκοόλ έδωσαν τέλος στη ζωή του. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Garrincha είπε τη φράση: “Δεν ζω τη ζωή, η ζωή ζει εμένα”.
Παρά τα τόσα πολλά εναντίον του, ο Garrincha έγινε θρύλος του ποδοσφαίρου. Ένας θρύλος που, όπως τόσοι άλλοι, μεγάλωσε σε μια φτωχή γειτονιά. Στην περίπτωσή του, στο Πάου Γκράντε (Ρίο), και σύντομα παράτησε το σχολείο για να αρχίσει να δουλεύει σε ό,τι μπορούσε και αργότερα σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Παράλληλα, όμως, χάρη στα στραβά του πόδια και τις μικρές μπάλες με τις οποίες έπαιζε από παιδί, ο Garrincha ανέπτυξε μια ντρίμπλα που ήταν ακατανόητη για τους αντιπάλους του. Μια ντρίμπλα που γοήτευσε τον κόσμο. Οι δυσκολίες όμως δεν είχαν τελειωμό για τον Garrincha . Ως παίκτης της Μποταφόγκο, της ομάδας της ζωής του, στην οποία αγωνίστηκε από το 1953 έως το 1965 και κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, ο Ζοάο ντε Καρβαλαχάες, ο θεραπευτής της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, διέγνωσε, έπειτα από ένα τεστ, ότι ο Γκαρίντσα “είναι πνευματικά αδύναμος και ακατάλληλος να παίξει σε συλλογικό παιχνίδι”. Ωστόσο, ο Νίλτον Σάντος και ο Ντίντι, συμπαίκτες του στην Μποταφόγκο, μεσολάβησαν για τον Γκαρίντσα στον Βισέντε Φέολα, τον προπονητή της Βραζιλίας, ο οποίος αποφάσισε να συμπεριλάβει τον Γκαρίντσα στην αποστολή του για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Ο Ζοάο ντε Καρβαλαχάες συμβούλευσε επίσης κατά της συμμετοχής του Πελέ για ψυχολογικούς λόγους.
Ο Garrincha άφησε για πρώτη φορά το στίγμα του στη συνείδηση της χώρας του, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία, όταν, τρεις αγωνιστικές μετά το τουρνουά, κλήθηκε μαζί με τον Pelé στο αρχικό σχήμα, μετατρέποντας τη Βραζιλία σε μια ομάδα που θα κατακτούσε για πρώτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία του ποδοσφαίρου: Στον τρίτο αγώνα, εναντίον της ΕΣΣΔ, στο 15ο δευτερόλεπτο, ο Garincha ντριπλαρε δύο φορές τον αριστερό αμυντικό Kuznetsov, στη συνέχεια πέρασε τους Voinov και Kryzhevski και με ένα σουτ βόμβα παραλίγο να σπάσει το οριζόντιο δοκάρι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, πλαγιοκοπώντας τους Σοβιετικούς πασάρει στον Πελέ, ο οποίος σουτάρει επίσης στο δοκάρι. Και στο τρίτο λεπτό, μετά από νέα διείσδυση του στραβοπόδαρου μάγου και πάσα στον Βαβά, παραβιάζεται η εστία του Γιασίν. Αργότερα, ο διάσημος Γάλλος δημοσιογράφος Gabriel Annaud θα αποκαλέσει αυτά τα λεπτά ως “τα τρία πιο φανταστικά στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου”.
Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής. Με τον Πελέ να τραυματίζεται μετά από δύο παιχνίδια, ο Γκαρίντσα έγινε ο παλμός της καρδιάς της ομάδας, εμπνέοντας τη Βραζιλία στη νίκη και την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπως θα έκανε ο Μαραντόνα για την Αργεντινή πολλά χρόνια αργότερα. Ωστόσο, ο Garrincha δεν εξυμνείται τόσο για τα επιτεύγματά του όσο για τον τρόπο με τον οποίο τα πέτυχε. Η σωματική του διάπλαση, το υπόβαθρο και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν τον πιο απίθανο από τους αστέρες του αθλητισμού. Γεννημένος όπως αναφέραμε σε απελπιστική φτώχεια σε μια επαρχιακή πόλη, ο Garrincha πιστοποιήθηκε ανάπηρος από έναν γιατρό, καθώς το αριστερό του πόδι ήταν έξι εκατοστά μακρύτερο από το δεξί. Έπινε πάρα πολύ, κάπνιζε κατά βούληση και η πρώτη του στάση όπου κι αν πήγαινε ήταν τα μπουρδέλα της περιοχής. Όταν πέθανε – σε ηλικία μόλις 49 ετών, σε ένδεια και αλκοολικός – άφησε τρεις πρώην συζύγους, μία από τις οποίες ήταν η θρυλική τραγουδίστρια της σάμπα Elza Soares, και 14 παιδιά σε πέντε διαφορετικές γυναίκες, μία εκ των οποίων στη Σουηδία.
Έπαιζε ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο που ζούσε τη ζωή του, ικανοποιώντας τον εαυτό του και αδιαφορώντας για την τακτική ή τις ανησυχίες της ομάδας. Ίσως ο καλύτερος ντριμπλέρ που έχει δει ποτέ ο κόσμος, αφού ντρίπλαρε τον αντίπαλό του μια φορά, και μετά τον περίμενε να ξαναέρθει απλώς για να έχει την ευχαρίστηση ότι τον ξαναντρίπλαρε. Ο τρόπος που έπαιζε μάγευε τους οπαδούς, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στην εμφάνιση και την “ασέβειά” του, που άγγιξε ψυχικά τους Βραζιλιάνους. Τον αγαπούσαν επειδή ήταν μια αντανάκλαση του εαυτού τους, παρέχοντας ελπίδα στον τρόπο με τον οποίο θριάμβευε παρά τον εαυτό του. Μετέτρεψε ένα σωματικό μειονέκτημα σε πλεονέκτημα – τα στραβά πόδια του έγειραν προς τα αριστερά, ενώ η κίνηση – σήμα κατατεθέν του ήταν μια απότομη στροφή προς τα δεξιά – και η ιστορία του από τα κουρέλια στον πλούτο έδειξε ότι η Βραζιλία είναι μια χώρα ευκαιριών.
Υπήρχαν και άλλοι λόγοι που τον λάτρευαν. Ο Garrincha έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών για τη Βραζιλία: η χώρα προσπάθησε να εκσυγχρονιστεί, αλλά η εκβιομηχάνιση αποδείχθηκε μια σκληρή πραγματικότητα και τα προβλήματα που είναι φυσικό και ακόλουθο για κάθε αναπτυσσόμενη χώρα εξαπλώθηκαν γρήγορα, με τη φτώχεια και την εγκληματικότητα να εκρήγνυνται στις πόλεις. Εν τω μεταξύ, μετά την ήττα στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 στην έδρα της και την απογοήτευση στο τουρνουά του 1954, θεωρήθηκε ότι η Βραζιλία έπρεπε να εκσυγχρονιστεί και ποδοσφαιρικά. Η έμφαση της Ευρώπης στην τακτική, την πειθαρχία και τη σωματική ικανότητα ήταν επιθυμητή και έτσι, πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, ακολουθώντας την ευρωπαϊκλη μέθοδο, τα υποψήφια μέλη της ομάδας της Βραζιλίας έπρεπε να υποβληθούν σε τεστ IQ και ψυχολογικού προφίλ. Ο Garrincha όπως είπαμε απέτυχε και στα δύο, προτού κατακτήσει τα δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα. Έτσι απέδειξε ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν επιστήμη αλλά τέχνη, ότι η πονηριά μπορούσε να νικήσει τον σχεδιασμό. Η βραζιλιάνικη κοινωνία, όπως και το ποδόσφαιρό της, δεν ήταν λογική: προτιμούσε το ένστικτο και την ευρυματικότητα από την προβλέψιμη αποτελεσματικότητα. Το ευρωπαϊκό μοντέλο ποδοσφαίρου είχε υπονομευθεί από τον Garrincha και μαζί του το μοντέλο της εκβιομηχάνισης, επιτρέποντας στους Βραζιλιάνους να ονειρεύονται ότι ένα λιγότερο αυστηρό πρότυπο προόδου θα ήταν δυνατό.
Ενδιαφερόταν περισσότερο για το παιχνίδι παρά για τον στόχο. Ο Garrincha με τον τρόπο που έζησε ανέτρεψε μια σειρά προτεραιοτήτων: ότι είναι σημαντικό να απολαμβάνουμε το ταξίδι παρά να εστιάζουμε μόνο στον τελικό προορισμό. Παρ’ όλα τα πολλά προβλήματά της, η Βραζιλία μπορεί ακόμα να διδάξει στον υπόλοιπο κόσμο ένα ή δύο κόλπα σχετικά με το νόημα της ζωής και την ευτυχία, και γι’ αυτό το λόγο και ο Garrincha παραμένει σήμερα μια τόσο δημοφιλής και σημαντική φιγούρα.
Στις 20 Ιανουαρίου 1983, στις 6 το πρωί, ήρθε το τραγικό τέλος του Garrincha. Η χαρά του λαού πεθαίνει τη χρονιά που θα έπρεπε να γίνει 50 ετών. Σήμερα, το γήπεδο της βραζιλιάνικης πρωτεύουσας όπου έπαιξε για τελευταία φορά ονομάζεται Mane Garrincha, ενώ το ίδιο όνομα έχει δοθεί και στο παλιό γήπεδο της Botafogo. Τώρα στην είσοδο του Μαρακανά, η προτομή του θυμίζει τον άνθρωπο πάνω από τον οποίο μόνο ο βασιλιάς Πελέ μπορεί να τοποθετηθεί στη Βραζιλία.
“Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά του λαού”. Έτσι γράφει η επιγραφή στην ταφόπλακα του Garrincha, ο οποίος ψηφίστηκε ως η τέταρτη δημοφιλέστερη προσωπικότητα στη Νότια Αμερική για τον 20ό αιώνα, αλλά στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων θα είναι το ανεπίσημο νούμερο 1. Ο ποδοσφαιριστής με το εξαιρετικό προνόμιο να δίνει χαρά σε ένα ολόκληρο έθνος. Στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, είναι λίγοι εκείνοι που με την ανεπανάληπτη ικανότητά τους έφεραν το παιχνίδι πιο κοντά στην τέχνη και άφησαν αξέχαστες αναμνήσεις που θα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Αν πείτε Manoel Francisco dos Santos, πολλοί άνθρωποι θα σκεφτούν ποιος είναι. Όταν όμως αναφέρεις απλώς τον Garrincha, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Ο ποδοσφαιριστής, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε κερδίσει την πιο σημαντική αναγνώριση – να είναι η Χαρά του λαού. Ο Garrincha γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1933, αλλά η γέννησή του καταχωρήθηκε δέκα ημέρες αργότερα, επειδή ο υπάλληλος ήταν μεθυσμένος.
Ο Μανουέλ Φρανσίσκο Ντος Σάντος, τον οποίο η αδελφή του ονόμασε Garrincha, το όνομα ενός πουλιού που ζει στο Mato Grosso, όταν ήταν παιδί, πέθανε πριν από σαράντα χρόνια, τα ξημερώματα της Πέμπτης 20 Ιανουαρίου 1983 στο Ρίο ντε Τζανέιρο σε ηλικία 49 ετών. Σύμφωνα με τον γιατρό που διενήργησε τη νεκροψία πέθανε από “πνευμονική συμφόρηση, παγκρεατίτιδα και περικαρδίτιδα, όλα στο πλαίσιο της κλινικής εικόνας του χρόνιου αλκοολισμού”. Η Βραζιλία θρήνησε ένα είδωλο που, αν και θεωρούνταν “η χαρά του λαού”, πέθανε μόνος, σχεδόν ξεχασμένος, θύμα του αλκοολισμού, όλων των υπερβολών του, των δικών του λαθών, της μεταχείρισης κάποιων μάνατζερ, της ίδιας της ζωής. Ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον Garrincha έγινε στο Μαρακανά. Στους δρόμους ήταν εκατομμύρια Βραζιλιάνοι φίλαθλοι συντετριμμένοι από τη θλίψη, που θέλησαν να του αποτίσουν φόρο τιμής.
Επιστρέφοντας στα πρώτα του βήματα, φαινόταν εξαιρετικά απίθανο ο Garrincha, που έπασχε από πολιομυελίτιδα, να γίνει αστέρας του ποδοσφαίρου: τα πόδια του ήταν στραμμένα κατά 80 μοίρες προς τα μέσα, το δεξί του πόδι ήταν 6 εκατοστά μακρύτερο από το αριστερό και η σπονδυλική του στήλη ήταν στραβή. Από εκεί προήλθε άλλο ένα από τα παρατσούκλια του: ο άγγελος με τα στραβά πόδια. Από την ηλικία των 10 ετών ήταν εθισμένος στον καπνό. Τα προβλήματά του όμως με το αλκοόλ έδωσαν τέλος στη ζωή του. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Garrincha είπε τη φράση: “Δεν ζω τη ζωή, η ζωή ζει εμένα”.
Παρά τα τόσα πολλά εναντίον του, ο Garrincha έγινε θρύλος του ποδοσφαίρου. Ένας θρύλος που, όπως τόσοι άλλοι, μεγάλωσε σε μια φτωχή γειτονιά. Στην περίπτωσή του, στο Πάου Γκράντε (Ρίο), και σύντομα παράτησε το σχολείο για να αρχίσει να δουλεύει σε ό,τι μπορούσε και αργότερα σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Παράλληλα, όμως, χάρη στα στραβά του πόδια και τις μικρές μπάλες με τις οποίες έπαιζε από παιδί, ο Garrincha ανέπτυξε μια ντρίμπλα που ήταν ακατανόητη για τους αντιπάλους του. Μια ντρίμπλα που γοήτευσε τον κόσμο. Οι δυσκολίες όμως δεν είχαν τελειωμό για τον Garrincha . Ως παίκτης της Μποταφόγκο, της ομάδας της ζωής του, στην οποία αγωνίστηκε από το 1953 έως το 1965 και κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, ο Ζοάο ντε Καρβαλαχάες, ο θεραπευτής της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, διέγνωσε, έπειτα από ένα τεστ, ότι ο Γκαρίντσα “είναι πνευματικά αδύναμος και ακατάλληλος να παίξει σε συλλογικό παιχνίδι”. Ωστόσο, ο Νίλτον Σάντος και ο Ντίντι, συμπαίκτες του στην Μποταφόγκο, μεσολάβησαν για τον Γκαρίντσα στον Βισέντε Φέολα, τον προπονητή της Βραζιλίας, ο οποίος αποφάσισε να συμπεριλάβει τον Γκαρίντσα στην αποστολή του για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Ο Ζοάο ντε Καρβαλαχάες συμβούλευσε επίσης κατά της συμμετοχής του Πελέ για ψυχολογικούς λόγους.
Ο Garrincha άφησε για πρώτη φορά το στίγμα του στη συνείδηση της χώρας του, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία, όταν, τρεις αγωνιστικές μετά το τουρνουά, κλήθηκε μαζί με τον Pelé στο αρχικό σχήμα, μετατρέποντας τη Βραζιλία σε μια ομάδα που θα κατακτούσε για πρώτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία του ποδοσφαίρου: Στον τρίτο αγώνα, εναντίον της ΕΣΣΔ, στο 15ο δευτερόλεπτο, ο Garincha ντριπλαρε δύο φορές τον αριστερό αμυντικό Kuznetsov, στη συνέχεια πέρασε τους Voinov και Kryzhevski και με ένα σουτ βόμβα παραλίγο να σπάσει το οριζόντιο δοκάρι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, πλαγιοκοπώντας τους Σοβιετικούς πασάρει στον Πελέ, ο οποίος σουτάρει επίσης στο δοκάρι. Και στο τρίτο λεπτό, μετά από νέα διείσδυση του στραβοπόδαρου μάγου και πάσα στον Βαβά, παραβιάζεται η εστία του Γιασίν. Αργότερα, ο διάσημος Γάλλος δημοσιογράφος Gabriel Annaud θα αποκαλέσει αυτά τα λεπτά ως “τα τρία πιο φανταστικά στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου”.
Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής. Με τον Πελέ να τραυματίζεται μετά από δύο παιχνίδια, ο Γκαρίντσα έγινε ο παλμός της καρδιάς της ομάδας, εμπνέοντας τη Βραζιλία στη νίκη και την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπως θα έκανε ο Μαραντόνα για την Αργεντινή πολλά χρόνια αργότερα. Ωστόσο, ο Garrincha δεν εξυμνείται τόσο για τα επιτεύγματά του όσο για τον τρόπο με τον οποίο τα πέτυχε. Η σωματική του διάπλαση, το υπόβαθρο και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν τον πιο απίθανο από τους αστέρες του αθλητισμού. Γεννημένος όπως αναφέραμε σε απελπιστική φτώχεια σε μια επαρχιακή πόλη, ο Garrincha πιστοποιήθηκε ανάπηρος από έναν γιατρό, καθώς το αριστερό του πόδι ήταν έξι εκατοστά μακρύτερο από το δεξί. Έπινε πάρα πολύ, κάπνιζε κατά βούληση και η πρώτη του στάση όπου κι αν πήγαινε ήταν τα μπουρδέλα της περιοχής. Όταν πέθανε – σε ηλικία μόλις 49 ετών, σε ένδεια και αλκοολικός – άφησε τρεις πρώην συζύγους, μία από τις οποίες ήταν η θρυλική τραγουδίστρια της σάμπα Elza Soares, και 14 παιδιά σε πέντε διαφορετικές γυναίκες, μία εκ των οποίων στη Σουηδία.
Έπαιζε ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο που ζούσε τη ζωή του, ικανοποιώντας τον εαυτό του και αδιαφορώντας για την τακτική ή τις ανησυχίες της ομάδας. Ίσως ο καλύτερος ντριμπλέρ που έχει δει ποτέ ο κόσμος, αφού ντρίπλαρε τον αντίπαλό του μια φορά, και μετά τον περίμενε να ξαναέρθει απλώς για να έχει την ευχαρίστηση ότι τον ξαναντρίπλαρε. Ο τρόπος που έπαιζε μάγευε τους οπαδούς, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στην εμφάνιση και την “ασέβειά” του, που άγγιξε ψυχικά τους Βραζιλιάνους. Τον αγαπούσαν επειδή ήταν μια αντανάκλαση του εαυτού τους, παρέχοντας ελπίδα στον τρόπο με τον οποίο θριάμβευε παρά τον εαυτό του. Μετέτρεψε ένα σωματικό μειονέκτημα σε πλεονέκτημα – τα στραβά πόδια του έγειραν προς τα αριστερά, ενώ η κίνηση – σήμα κατατεθέν του ήταν μια απότομη στροφή προς τα δεξιά – και η ιστορία του από τα κουρέλια στον πλούτο έδειξε ότι η Βραζιλία είναι μια χώρα ευκαιριών.
Υπήρχαν και άλλοι λόγοι που τον λάτρευαν. Ο Garrincha έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών για τη Βραζιλία: η χώρα προσπάθησε να εκσυγχρονιστεί, αλλά η εκβιομηχάνιση αποδείχθηκε μια σκληρή πραγματικότητα και τα προβλήματα που είναι φυσικό και ακόλουθο για κάθε αναπτυσσόμενη χώρα εξαπλώθηκαν γρήγορα, με τη φτώχεια και την εγκληματικότητα να εκρήγνυνται στις πόλεις. Εν τω μεταξύ, μετά την ήττα στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 στην έδρα της και την απογοήτευση στο τουρνουά του 1954, θεωρήθηκε ότι η Βραζιλία έπρεπε να εκσυγχρονιστεί και ποδοσφαιρικά. Η έμφαση της Ευρώπης στην τακτική, την πειθαρχία και τη σωματική ικανότητα ήταν επιθυμητή και έτσι, πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, ακολουθώντας την ευρωπαϊκλη μέθοδο, τα υποψήφια μέλη της ομάδας της Βραζιλίας έπρεπε να υποβληθούν σε τεστ IQ και ψυχολογικού προφίλ. Ο Garrincha όπως είπαμε απέτυχε και στα δύο, προτού κατακτήσει τα δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα. Έτσι απέδειξε ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν επιστήμη αλλά τέχνη, ότι η πονηριά μπορούσε να νικήσει τον σχεδιασμό. Η βραζιλιάνικη κοινωνία, όπως και το ποδόσφαιρό της, δεν ήταν λογική: προτιμούσε το ένστικτο και την ευρυματικότητα από την προβλέψιμη αποτελεσματικότητα. Το ευρωπαϊκό μοντέλο ποδοσφαίρου είχε υπονομευθεί από τον Garrincha και μαζί του το μοντέλο της εκβιομηχάνισης, επιτρέποντας στους Βραζιλιάνους να ονειρεύονται ότι ένα λιγότερο αυστηρό πρότυπο προόδου θα ήταν δυνατό.
Ενδιαφερόταν περισσότερο για το παιχνίδι παρά για τον στόχο. Ο Garrincha με τον τρόπο που έζησε ανέτρεψε μια σειρά προτεραιοτήτων: ότι είναι σημαντικό να απολαμβάνουμε το ταξίδι παρά να εστιάζουμε μόνο στον τελικό προορισμό. Παρ’ όλα τα πολλά προβλήματά της, η Βραζιλία μπορεί ακόμα να διδάξει στον υπόλοιπο κόσμο ένα ή δύο κόλπα σχετικά με το νόημα της ζωής και την ευτυχία, και γι’ αυτό το λόγο και ο Garrincha παραμένει σήμερα μια τόσο δημοφιλής και σημαντική φιγούρα.
Στις 20 Ιανουαρίου 1983, στις 6 το πρωί, ήρθε το τραγικό τέλος του Garrincha. Η χαρά του λαού πεθαίνει τη χρονιά που θα έπρεπε να γίνει 50 ετών. Σήμερα, το γήπεδο της βραζιλιάνικης πρωτεύουσας όπου έπαιξε για τελευταία φορά ονομάζεται Mane Garrincha, ενώ το ίδιο όνομα έχει δοθεί και στο παλιό γήπεδο της Botafogo. Τώρα στην είσοδο του Μαρακανά, η προτομή του θυμίζει τον άνθρωπο πάνω από τον οποίο μόνο ο βασιλιάς Πελέ μπορεί να τοποθετηθεί στη Βραζιλία.