Είναι μια συναρπαστική ιστορία απατεωνιάς, εξαπάτησης και ψεμάτων που θα έκανε μέχρι και τον χαρακτήρα του Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο «Πιάσε με αν μπορείς» να ζηλέψει παράφορα.
Ο, 60χρονος Βραζιλιάνος σήμερα, Carlos Kaiser υπήρξε o μεγαλύτερος απατεώνας στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, πείθοντας πολλές ομάδες να τον έχουν στο ρόστερ τους – παρόλο που ο ίδιος δεν γνώριζε γρι από ποδόσφαιρο.
Γεννημένος το 1963 στη Βραζιλία, ο Κάρλος Ενρίκε Ραπόσο (ή Carlos Kaiser όπως έγινε γνωστός λόγω της εμφανισιακής του ομοιότητας με τον Φραντς Μπεκενμπάουερ, του «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου) είδε στα 7 του μόλις χρόνια τη Σελεσάο να σηκώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1970.
Όταν λοιπόν έχεις μεγαλώσει με τον Πελέ, τον Κάρλος Αλμπέρτο, τον Ζαϊρζίνιο, τον Τοστάο και τον Ριβελίνο, κάπως σου μπαίνει στο μυαλό να γίνεις και εσύ ο ίδιος αθλητής. Ακόμη και αν… δεν έχεις όρεξη ούτε καν να κλωτσήσεις μια φορά έστω την «στρογγυλή θεά».
Ο Βραζιλιάνος παρότι ήταν αθλητικός και είχε την σωματοδομή, δεν είχε τα προσόντα, το ταλέντο, ούτε την διάθεση για να κάνει το βήμα παραπάνω.
Ο Κάρλος Ραπόσο ξεκίνησε την καριέρα του στα νιάτα του στην Μποταφόγκο και στη συνέχεια μετακόμισε στη Φλαμένγκο. Το 1979, εντυπωσίασε τους σκάουτερ της Πουέμπλα κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης και υπέγραψε με τον μεξικανικό σύλλογο, αν και έμεινε ελεύθερος μήνες μετά χωρίς να παίξει ούτε έναν αγώνα.
Επέστρεψε στο Ρίο ντε Ζανέιρο και ξεκίνησε τις δημόσιες σχέσεις στα βραδινά μαγαζιά της πόλης. Εκεί γνώρισε τους παίκτες της γενιάς του, τον Μπεμπέτο και τον Ρομάριο και έγινε φίλος τους.
Καθώς όμως, όπως παραδεχόταν, «ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά δεν ήθελε να παίξει ποδόσφαιρο», έπρεπε με κάποιο τρόπο να πείθει τους αθλητικούς συλλόγους να τον αγοράζουν.
Εδώ τον βοήθησαν οι επαφές του. Έγινε φίλος πολλών ποδοσφαιριστών, όπως ο Carlos Alberto Torres, ο Ricardo Rocha και ο Renato Gaúcho, ώστε να έχει ένα μεγάλο δίκτυο συμπαικτών του για να τον προτείνουν εκείνοι όποτε χρειαζόταν να μεταγραφεί σε νέο σύλλογο.
Η απάτη του συνίστατο στο εξής απλό κόλπο: προχωρούσε στην υπογραφή ενός σύντομου συμβολαίου με μια ομάδα και μετά από μερικές ημέρες δήλωνε στους ιθύνοντες ότι «του έλειπε η αγωνιστική ετοιμότητα, ώστε να περάσει τις πρώτες εβδομάδες μόνο με φυσική προπόνηση όπου θα μπορούσε να λάμψει».
Όταν έπρεπε να προπονηθεί με άλλους παίκτες, προσποιούνταν τραυματισμό στον προσαγωγό– η τεχνολογία της εποχής καθιστούσε δύσκολο τον εντοπισμό της απάτης. Και έτσι έπαιρνε «παράταση ζωής».
Λόγου χάρη, στη Μποταφόγκο, όταν ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες αγώνα, κυνήγησε την μπάλα και μετά την πρώτη του επαφή με αυτήν, έπεσε στο έδαφος πιάνοντας τον οπίσθιο μηριαίο του. Οι ιατρικές εξετάσεις για να εντοπίσουν το μέγεθος ενός μυϊκού τραυματισμού τότε δεν υπήρχαν και έτσι όλοι πείστηκαν ότι όντως τραυματίστηκε.
Συνέχισε να θεωρείται παίκτης της Μποταφόγκο και να κάνει την φανταχτερή ζωή που ήθελε με τους συμπαίκτες του. «Εκείνες τις μέρες οι παίκτες δεν μπορούσαν να φύγουν από το ξενοδοχείο. Νοίκιαζα μερικά δωμάτια και έφερνα γυναίκες», είχε πει παλιά στην βραζιλιάνικη εφημερίδα O’ Globo.
Είχε επίσης έναν φίλο του, οδοντίατρο που ισχυριζόταν στους διοικούντες ότι ο Κάρλος είχε λοίμωξη κάθε φορά που κάποιος σύλλογος ήθελε να προχωρήσει περισσότερο. Ακολουθώντας αυτά τα βήματα, κατάφερε να μείνει μερικούς μήνες στους διάφορους συλλόγους μόνο για προπόνηση και χωρίς ποτέ να αποκαλυφθεί ως απάτη.
Μια άλλη τακτική ήταν να γίνεται φίλος με δημοσιογράφους ώστε να γράφουν… φανταστικές ιστορίες γι’ αυτόν. Σε ένα άρθρο μεξικανικής εφημερίδας, αναφέρθηκε ο ίδιος στο γεγονός ότι πέρασε τόσο καλά στην Πουέμπλα που τον κάλεσαν (δήθεν) να γίνει Μεξικανός πολίτης για να παίξει στην εθνική ομάδα.
Χρησιμοποιούσε επίσης κινητά τηλέφωνα (πραγματικά ή ψεύτικα, δηλαδή… παιχνίδια), για να προσποιείται ότι κάνει ψεύτικες συνομιλίες σε ξένες γλώσσες ή να απορρίπτει ανύπαρκτες μεταγραφικές προτάσεις και να δημιουργεί την εικόνα του ως τάχα μου πολύτιμου παίκτη.
Ο Κάιζερ σε κάποιο σημείο επέστρεψε στην Μποταφόγκο. Εκεί συνέχισε να κάνει χρήση της απάτης με το κινητό τηλέφωνο-πλαστικό παιχνίδι, προσποιούμενος ότι μιλούσε αγγλικά για να κερδίσει περισσότερο χρόνο στον σύλλογο. Όλα αυτά, μέχρι που ο αγγλομαθής γιατρός της ομάδας τόν πλησίασε και κατάλαβε ότι το κινητό του ήταν ψεύτικο και ότι ο Κάρλος μιλούσε… αλαμπουρνέζικα.
Η Μποταφόγκο είχε τελειώσει για αυτόν, αλλά το επόμενο «θύμα» αυτή τη φορά ήταν η Φλαμένγκο.
Μετά, η Βάσκο Ντα Γκάμα, η Παλμέιρας και αρκετές ομάδες από το Μεξικό. Έπαιξε μέχρι και στην Ευρώπη, πείθοντας, με το ίδιο ακριβώς μοτίβο,
τους διοικούντες της γαλλικής Αζαξιό να τον αποκτήσουν.
Εκεί κατάφερε να στεριώσει, κάνοντας μάλιστα και 20 εμφανίσεις (αποκλειστικά ως αλλαγή και ποτέ στην αρχική ενδεκάδα) στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας. Κατόπιν επέστρεψε στη Βραζιλία, μετά πέρασε για λίγο από την Ιντεπεντιέντε, την Αμέρικα και πήγε στην Γκουαρανί ντε Καμακούα για να ολοκληρώσει την καριέρα του.
Δεν έβαλε ούτε ένα γκολ στην καριέρα του.
Μπορεί όμως να επαίρεται, στα 60 του χρόνια σήμερα, ότι έπιασε τόσο πολύ… κώτσοτην μισή ποδοσφαιρική οικουμένη, ώστε τού αξίζει επάξια ο τίτλος του «μεγαλύτερου απατεώνα στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου».