Από τη Ζανζιβάρη μέχρι το Μπουένος Άιρες εκατομμύρια κόσμου παρακολουθούν, παίζουν και παθιάζονται με το ποδόσφαιρο σε μια ένταση που κανένα άλλο άθλημα δεν μπορεί να υποστηρίξει. Προερχόμενο από την αρχαία Κίνα , το ποδόσφαιρο σταδιακά εξελίχθηκε από ένα τοπικό άθλημα που απολάμβαναν μόνο λίγα έθνη στα τέλη του 19ου αιώνα, σε ένα σημερινό παγκόσμιο άθλημα που εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο και περιλαμβάνει περισσότερες από 200 χώρες.
Το ποδόσφαιρο έχει γίνει μέρος της εθνικής συνείδησης σχεδόν κάθε χώρας στον κόσμο. Έχει γίνει κάτι περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι: είναι μία μορφή καθολικής γλώσσας, προσελκύει φανατικούς ακόλουθους, παράγει εικόνες, προκαλεί πάθη μερικές φορές όχι πολύ μακριά από την ακραία πολιτική και την αφοσίωση που φτάνει σε επίπεδα θρησκευτικού χαρακτήρα. Πάντα πυροδοτούσε εκρήξεις τοπικής και εθνικής χαράς, υπερηφάνειας, ενότητας ενώ αποτελεί μία τεράστια πηγή εσόδων που καθορίζει τον ρου τηλεοπτικών καναλιών και ραδιοφωνικών σταθμών και εφημερίδων.
«[Το ποδόσφαιρο] έχει προκαλέσει τουλάχιστον έναν πόλεμο και πολλές μάχες, συχνά τραγικές, εκτός γηπέδου», έγραψε ο Μέλβιν Μπραγκ, ορίζοντας τους Κανόνες του Συνδέσμου ποδοσφαίρου του 1863, τον πρώτο επίσημο κώδικα του ποδοσφαίρου, στο “Δώδεκα βιβλία που άλλαξαν τον κόσμο”.
Αλλά μερικές φορές ένα μόνο ματς αρκεί για να επιφέρει τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Ιράκ εναντίον Σαουδικής Αραβίας (2007)
Ο Younis Mahmoud έτρεξε σε όλο το μήκος του γηπέδου για να πανηγυρίσει με τους λίγους οπαδούς που είχαν κάνει το μακρύ ταξίδι μέχρι την τεράστια, μισοάδεια κερκίδα στο στάδιο Bung Karno της Τζακάρτα. Ο αρχηγός της εθνικής ομάδας του Ιράκ – μια ομάδα Κούρδων, Σουνιτών και Σιιτών Μουσουλμάνων – είχε μόλις πετύχει το μοναδικό, καθοριστικό γκολ στον τελικό του Κυπέλλου Ασίας του 2007 στις 29 Ιουλίου εναντίον της Σαουδικής Αραβίας. Για τα «Λιοντάρια της Μεσοποταμίας» όμως αυτό το γκολ σήμαινε πολλά περισσότερα από την απόκτηση του κυπέλλου.
Πίσω στη Βαγδάτη, δεκάδες χιλιάδες Ιρακινοί ξεχύθηκαν στους δρόμους, πανηγυρίζοντας, με πολλούς να κρατούν κάτι που δεν είχε πραγματοποιηθεί από την πτώση του Σαντάμ: την ιρακινή σημαία.
Το ποδόσφαιρο είχε πετύχει αυτό που κανένας πολιτικός ή στρατηγός δεν είχε καταφέρει: μια επίφαση εθνικής ενότητας. Σύμφωνα με στοιχεία των αμερικανικών υπηρεσιών, υπήρξαν 1.700 θρησκευτικές επιθέσεις μόνο στη Βαγδάτη τον Ιούνιο του 2007. Αυτό είχε σχεδόν μειωθεί στο μισό μετά τον τελικό, σε 960 μέχρι τα τέλη Αυγούστου.
Όμως η νίκη είχε ένα τίμημα. Λίγα λεπτά αφότου το Ιράκ είχε νικήσει τη Νότια Κορέα σε πέναλτι στον ημιτελικό, ένας βομβιστής αυτοκτονίας ανατινάχθηκε σε πλήθος οπαδών που ζητωκραύγαζαν, σκοτώνοντας 50 ανθρώπους. Στο Κύπελλο Ασίας, η νικήτρια ομάδα καθόταν αποσβολωμένη στα αποδυτήρια και σκέφτηκε να αποχωρήσει από τον τελικό.
«Ένα από τα θύματα ήταν ένα 12χρονο παιδί», θυμάται ο Μαχμούντ στον Τύπο στη συνέχεια. «Η μητέρα του, όταν τέθηκε το σώμα του μπροστά της, δεν έκλαψε, αλλά είπε: «Παρουσιάζω τον γιο μου ως θυσία για την εθνική ομάδα του Ιράκ». Πρέπει να κερδίσουμε».
Ο αγώνας που έδωσε τέλος σε έναν εμφύλιο πόλεμο (2002)
Το μιρκό στάδιο Al-Merrikh, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Σουδάν, το Omdurman, γνωστό ως το Κόκκινο Κάστρο – έγινε το σκηνικό για μια από τις πιο εξαιρετικές ιστορίες του ποδοσφαίρου.
Η Ακτή Ελεφαντοστού είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κόκκων κακάο στον κόσμο και είχε πολλά χρόνια ειρήνης και οικονομικής ανάπτυξης μετά την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1960. Ωστόσο, αυτό άλλαξε το 2002, όταν μια σύγκρουση δίχασε το έθνος. Η κατά κύριο λόγο χριστιανική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Πρόεδρο Λοράν Γκμπαγκμπό έλεγχε το νότο, ενώ η πλειοψηφία των μουσουλμάνων ανταρτών με επικεφαλής τον Γκιγιόμ Σορό κατείχαν τον βορρά σε μία σύρραξη που στοίχισε τη ζωή 4.000 ανθρώπων ενώ εκτόπισε πάνω από 1 εκατομμύριο.
Παρά τις εντάσεις και τις διαιρέσεις, οι κάτοικοι της ακτής Ελεφαντοστού σε όλη τη χώρα συντονίστηκαν, κατά εκατομμύρια, για να παρακολουθήσουν τους αγαπημένους τους Les Éléphants να ταξιδεύουν στο Σουδάν για να παλέψουν για μια θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το Καμερούν και η Αίγυπτος έπαιζαν ταυτόχρονα, και αν η Αίγυπτος έχανε, το Καμερούν θα προχωρούσε σε βάρος της Ακτής Ελεφαντοστού. Ένα πέναλτι που χάθηκε την τελευταία στιγμή από το Καμερούν εξασφάλισε ότι τα αποτελέσματα ήταν με το μέρος της Ακτής Ελεφαντοστού και η ιστορία είχε γραφτεί. Η Ακτή Ελεφαντοστού κατευθυνόταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Οι παίκτες, που πανηγύριζαν μαζί στα αποδυτήρια, ένιωσαν ότι εκείνη η στιγμή τους χάρισε μία σημαντική ευκαιρία. Ο αρχηγός της εθνικής ομάδας, Cyril Domoraud, κάλεσε τα μέσα ενημέρωσης στα αποδυτήρια και έδωσε το μικρόφωνο στον Didier Drogba, επιθετικό σταρ και εθνικό σύμβολο.
«Άνδρες και γυναίκες της Ακτής του Ελεφαντοστού», είπε μπροστά στον φακό, με το πρόσωπό του αυστηρό και ειλικρινές. «Από βορρά, νότο, κέντρο και δύση, αποδείξαμε σήμερα ότι όλοι οι Ιβοριανοί μπορούν να συνυπάρξουν και να παίξουν μαζί με έναν κοινό στόχο: την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Σας υποσχεθήκαμε ότι η γιορτή θα ένωνε τον κόσμο. Σήμερα, σας παρακαλούμε, σας παρακαλούμε – στα γόνατά μας για συγχώρεση, συγχώρεση, συγχώρεση. Η μόνη χώρα στην Αφρική με τόσα πολλά πλούτη δεν πρέπει να μπει σε πόλεμο σαν αυτόν. Παρακαλώ, αφήστε όλα τα όπλα. Διεξάγετε εκλογές, οργανώνετε εκλογές. Όλα θα πάνε καλύτερα.»
Σηκώθηκαν στα πόδια τους, πλατιά χαμόγελα απλώθηκαν τώρα στα πρόσωπά τους, οι παίκτες άρχισαν να τραγουδούν. «Θέλουμε να διασκεδάσουμε, οπότε σταματήστε να πυροβολείτε τα όπλα σας», είπαν μελωδικά.
Σίγουρα οι ενέργειες της ομάδας από μόνες τους δεν ήταν ο λόγος που σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, αλλά ο αντίκτυπος αυτής της στιγμής ήταν σημαντικός. Η εθνική ομάδα εκπροσωπούσε πραγματικά τη χώρα, μία χώρα που αγάπησε την 11άδα που πάλεψε και κατάφερε το ακατόρθωτο. Οι εντάσεις που σιγόβραζαν μειώθηκαν και έγινε μια συγκεντρωμένη προσπάθεια από τους ηγέτες και των δύο παρατάξεων να συμμετέχουν σε διάλογο που τελικά οδήγησε σε μια ειρηνευτική συμφωνία.
Η εύθραυστη ειρήνη που επιτεύχθηκε με την κατάπαυση του πυρός του 2006 ήταν δυστυχώς βραχύβια. Μόλις πέντε χρόνια αργότερα, ο Πρόεδρος Γκμπαγκμπό αρνήθηκε να παραδεχτεί την ήττα μετά από αμφισβητούμενες εκλογές, προκαλώντας ένα κύμα πολιτικής βίας που άφησε πίσω του 3.000 νεκρούς και τον Γκμπαγκμπό να συλλαμβάνεται με την κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Αν και ο Ντρογκμπά θα μείνει στη μνήμη κυρίως για τα κατορθώματά του στο γήπεδο, οι προσπάθειές του να βοηθήσει στην τερματισμό ενός εμφυλίου πολέμου δεν θα ξεχαστούν.
Ο αγώνας που ξεκίνησε τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία (1990)
Η Γιουγκοσλαβία βρισκόταν ήδη στο χείλος της κατάρρευσης τη στιγμή που ο Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου της Σερβίας έπαιζε με την κροατική ομάδα Ντιναμό Ζάγκρεμπ στο στάδιο της Maksimir. Τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας είχαν ήδη κερδίσει τις πρόσφατες εκλογές στην Κροατία. Όμως, τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στις 13 Μαρτίου 1990 θεωρούνται από πολλούς ως η έναρξη του πιο αιματηρού πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος από την ήττα των Ναζί το 1945.
Έμεναν ακόμη δέκα λεπτά μέχρι την έναρξη του αγώνα, όταν οι οπαδοί της Ντιναμό Ζάγκρεμπ πήδηξαν πάνω από τους μεταλλικούς φράχτες που χώριζαν τις εξέδρες από τον αγωνιστικό χώρο. Οι Κροάτες ultras, οι Bad Blue Boys, ανταλλάσσονταν ύβρεις με τους πιο σκληρούς αντιπάλους τους, τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, και σποραδική βία είχε ξεσπάσει σε όλο το γήπεδο.
Αυτό που συνέβη στη συνέχεια περιγράφηκε από τον αθλητικό δημοσιογράφο Boris Mutić ως «κύκλο της κόλασης», καθώς οι ταραχές που ξεκίνησαν στο έδαφος ξεχύθηκαν στους δρόμους. Στο πιο διαβόητο ίσως περιστατικό, ο Zvonimir Boban, αρχηγός της Dinamo, μπήκε στο πλήθος για να σταματήσει έναν αστυνομικό να επιτεθεί σε οπαδό.
Μαζί με τους οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου εκείνη την ημέρα ήταν ο Željko “Arkan” Ražnatović, ο επικεφαλής των χούλιγκαν των Delije και αργότερα ανώτατος διοικητής της Σερβικής Εθελοντικής Φρουράς.
H Arkan’s Tiger’s, η παραστρατιωτική ομάδα που κυβερνούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου, στρατολογήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Delije. Ο ίδιος ο Arkan κατηγορήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη για εγκλήματα πολέμου, αλλά δολοφονήθηκε το 2000 πριν δικαστεί. Αργότερα, ο Μπόμπαν εξήγησε τι περνούσε από το κεφάλι του.
Μετά από 34 χρόνια, και η 13η Μαΐου 1990, εξακολουθεί να κατατάσσεται μεταξύ των πιο διαβόητων ποδοσφαιρικών αγώνων στην ιστορία: ίσως ο μοναδικός ευρωπαϊκός αγώνας ποδοσφαίρου στην ιστορία που πιστώνεται η «έναρξη ενός πολέμου».
Για την υπόλοιπη χώρα που σύντομα θα είναι ανύπαρκτη, ήταν μια συμβολική στιγμή. «Ήταν ο πιο σημαντικός αγώνας στη γιουγκοσλαβική ιστορία», εξηγεί στο CNN ο Δρ Νέβεν Άντζελιτς, συγγραφέας του βιβλίου «Βοσνία-Ερζεγοβίνη: Το τέλος μιας κληρονομιάς».«Έχει πολιτικές προεκτάσεις και είναι ένα σαφές σημάδι της επερχόμενης βίας και του πολέμου που αυτός ο ημιτελής αγώνας παρείχε στον πληθυσμό».
Ο πόλεμος συνεχίστηκε για πέντε χρόνια, με το Διεθνές Κέντρο για τη Διακρατική Δικαιοσύνη να υπολογίζει ότι σκοτώθηκαν 140.000 άνθρωποι. Τα αποτελέσματά του εξακολουθούν να είναι εμφανή σήμερα, κυρίως έξω από το στάδιο Maksimir, όπου στέκεται ένα άγαλμα που απεικονίζει μια ομάδα στρατιωτών. Πάνω του υπάρχει η επιγραφή: «Στους οπαδούς του συλλόγου, που ξεκίνησαν τον πόλεμο με τη Σερβία σε αυτό το έδαφος στις 13 Μαΐου 1990».
Ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου (1969)
To 1970, η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας αγωνίζονταν να εξασφαλίσουν την πρόκριση για το Παγκόσμιο Κύπελλο μια διοργάνωση στην οποία καμία από της δύο χώρες δεν είχε αγωνιστεί ποτέ πριν. Η εθνική ομάδα της Ονδούρας κέρδισε τον πρώτο αγώνα με 1-0 στην πρωτεύουσα της Τεγκουσιγκάλπα, για να έρθει το Ελ Σαλβαδόρ να θριαμβεύσει με 3-0 εντός έδρας. Οι αναφορές για βία αμαύρωσαν και τα δύο παιχνίδια.
Στις 26 Ιουνίου του 1969, καθώς ο καθοριστικός τρίτος αγώνας για τις 2 χώρες μπήκε στο 11ο λεπτό της παράτασης, ο Mauricio “Pipo” Rodríguez του Ελ Σαλβαδόρ όρμησε στην περιοχή του πέναλτι για να συναντήσει μια σέντρα και γλίστρησε την μπάλα πέρα από τον τερματοφύλακα της Ονδούρας Χάιμε Βαρέλα.
«Όταν πέτυχα το γκολ, σκέφτηκα ότι δεν είναι δυνατόν με τόσο λίγο χρόνο να καταφέρουν την ισοπαλία μαζί μας», λέει ο Ροντρίγκες, 50 χρόνια μετά τον κρίσιμο αγώνα στο BBC . «Ήμουν σίγουρος ότι με αυτό το γκολ θα νικούσαμε».
Το Ελ Σαλβαδόρ τελικά επικράτησε με 3-2. Οι παίκτες αγκαλιάστηκαν, έδωσαν τα χέρια και έφυγαν από το γήπεδο. Μέσα σε τρεις εβδομάδες όμως, οι χώρες τους βρίσκονταν σε πόλεμο που κόστισε χιλιάδες ζωές και εκτόπισε χιλιάδες άλλους.
Στις 14 Ιουλίου του 1969 ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ επιτέθηκε στην Ονδούρα. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS) ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός, η οποία επιτεύχθηκε στις 20 Ιουλίου, ενώ ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ αποσύρθηκε στις αρχές Αυγούστου.
Η αιματηρή αυτή σύγκρουση έμεινε στην ιστορία ως ο “Πόλεμος του ποδοσφαίρου”. Αιτία του πολέμου ήταν οι τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών λόγω πολιτικών διαμαχών κυρίως στο ζήτημα της μετανάστευσης από το Ελ Σαλβαδόρ στην Ονδούρα. Η αφορμή όμως δόθηκε από τις έντονες ταραχές που ξέσπασαν κατά την διάρκεια του δεύτερου προκριματικού γύρου για το Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου.
«Υπήρχαν πολύ μεγαλύτερα πολιτικά ζητήματα», είπε ο Ρικάρντο Οτέρο, ένας Μεξικανός αθλητικός δημοσιογράφος στο τηλεοπτικό δίκτυο Univision. «Αλλά υπήρξε αυτή η σύμπτωση τριών αγώνων για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 που δεν βοήθησε. Το ποδόσφαιρο εδώ [στη Λατινική Αμερική] είναι πολύ, εμπνέει πάθη- για καλό και για κακό.»
Ποδόσφαιρο κατά του απαρτχάιντ σε φυλακή αντιφρονούντων (1966)
Ενώ το νησί Ρόμπεν ήταν ένα διαβόητο σύμβολο του καθεστώτος του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και μια φυλακή με ιστορία βίαιης καταπίεσης πολιτικών αντιφρονούντων -ένας εκ των οποίων ήταν ο Νέλσον Μαντέλα-, ήταν επίσης μια πολιτιστική και ψυχαγωγική εστία.
Κάθε εβδομάδα από το 1964 και μετά ένας κρατούμενος ζητούσε άδεια να παίξει ποδόσφαιρο και στη συνέχεια τιμωρούνταν από τις αρχές ως αποτέλεσμα του θράσους του. Αλλά το 1966 ο διοικητής των φυλακών υποχώρησε και το ματς εκείνης της μέρας των Rangers εναντίον των Bucks έδωσε το έναυσμα για την οργάνωση ενός πρωταθλήματος. Κανένας από τους 22 παίκτες που συμμετείχαν εκείνο το πρωί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκατοντάδες κρατούμενοι του Robben Island θα συμμετείχαν σε οργανωμένα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου για τα επόμενα 23 χρόνια.
Πέντε πολιτικοί κρατούμενοι ενώθηκαν για να σχηματίσουν την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Μακάνα και να οργανώσουν ένα πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στο νησί, βασισμένο σε ένα από τα μοναδικά βιβλία στη βιβλιοθήκη της φυλακής: το βιβλίο κανόνων της FIFA. Οι βαθμολογίες, τα πρωταθλήματα, τα πειθαρχικά αρχεία και ακόμη και τα αποτελέσματα των πειθαρχικών ακροάσεων διατηρήθηκαν, αν και δεν υπάρχει αρχείο για το σκορ μεταξύ των Rangers και των Bucks στον πρώτο αγώνα.
Ο ηγέτης κατά του απαρτχάιντ και πρώην πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Νέλσον Μαντέλα τόνισε ότι ο θρίαμβος επί του απαρτχάιντ ήταν συλλογικός. Και ο ρόλος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Makana (MFA) είναι μια ιστορία τέτοιας επιμονής και ενότητας που αντηχεί ακόμα και σήμερα.
Εκτός από την ελπίδα των κρατουμένων σε περιόδους απελπισίας, το Makana FA είχε έναν πιο σημαντικό αντίκτυπο: βελτίωσε τις διοικητικές δεξιότητες των μελλοντικών ηγετών της Νότιας Αφρικής. Ο Jacob Zuma, ο μετέπειτα Πρόεδρος, ήταν ένας σκληρός αμυντικός για τους Bucks και ένας μελλοντικός διαιτητής της Makana FA.
«Τους έμαθε τη διοίκηση… Το Robben Island δημιούργησε τη νέα γενιά ανθρώπων που αγωνίστηκαν για την ελευθερία», εξηγεί στο CNN ο καθηγητής Chuck Korr, συγγραφέας του “More Than Just a Game: Football vs. Apartheid”. «Και αυτοί οι άνδρες νόμιζαν ότι το ποδόσφαιρο ήταν πολύ σημαντικό για τη διατήρηση της λογικής και της ελπίδας τους για το μέλλον. Εξ ορισμού, το ποδόσφαιρο είναι απολύτως απαραίτητο στον τρόπο με τον οποίο κερδίζεται ο αγώνας για την ελευθερία.»
Οι πρώην τρόφιμοι της διάσημης φυλακής Robben Island της Νότιας Αφρικής που ίδρυσαν ένα πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ως τρόπο επιβίωσης της φυλάκισης τιμήθηκαν από τη FIFA, όταν αναγνώρισε επίσημα την ένωση τους τo 2007.
Η γέννηση της σύγχρονης Γερμανίας (1954)
Η Γερμανία αναδύθηκε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ένα ηττημένο, διχασμένο έθνος που φέρει την ντροπή της φρίκης του ναζιστικού καθεστώτος. Το τραγούδι του εθνικού ύμνου αποθαρρύνθηκε ενεργά και η νέα, μη αγαπημένη σημαία της χώρας σπάνια εμφανιζόταν. Μετά ήρθε το «Θαύμα της Βέρνης» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, που έγινε στην Ελβετία.
Παρόλο που ηττήθηκε με 8-3 στον πρώτο της αγώνα με την Ουγγαρία, η Δυτική Γερμανία έφτασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου για να αντιμετωπίσει την ίδια αντίπαλο. Η ομάδα απαρτιζόταν αποκλειστικά από ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές, ενώ η Ουγγαρία – η καλύτερη ομάδα στον κόσμο εκείνη την εποχή — καυχιόταν για τον Φέρεντς Πούσκας. Κατάφεραν όμως να κερδίσουν 3-2, πυροδοτώντας σκηνές αγαλλίασης πίσω στη Δυτική Γερμανία και το πρώτο θετικό, συλλογικό εθνικιστικό ξέσπασμα μετά τον πόλεμο. Στο δημοφιλέστερο ομαδικό άθλημα του πλανήτη, οι Γερμανοί, κόντρα σε κάθε προσδοκία τότε, ήταν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές.
Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες ο γερμανικός λαός, είτε από τη Δύση είτε από την Ανατολή, ένιωθε ότι μπορούσε να γιορτάσει, να υπερηφανεύεται για το έθνος του. «Ήταν ένα είδος απελευθέρωσης για τους Γερμανούς από όλα τα πράγματα που τους βάραιναν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», έγραψε ο Γερμανός ιστορικός Joachim Fest. «Η 4η Ιουλίου 1954 είναι από ορισμένες απόψεις η ημέρα ίδρυσης της Γερμανικής Δημοκρατίας».
Ακριβώς λιγότερο από μια δεκαετία μετά τη σιωπή των όπλων σε όλη την Ευρώπη και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, οι γερμανικές σημαίες κυματίζονταν με περηφάνια για άλλη μια φορά. Το συναίσθημα του γερμανικού λαού για τον εορτασμό ενός απροσδόκητου θριάμβου στο Παγκόσμιο Κύπελλο συνοψίστηκε με τη φράση «Wir sind wieder wer» ή αλλιώς “Είμαστε πάλι κάποιοι”.
Από εκεί η Δυτική Γερμανία γνώρισε οικονομική άνθηση και έγινε το ηγετικό έθνος στην Ευρώπη. Όπως τόνισε η εφημερίδα Der Spiegel προτού μια ενωμένη Γερμανία φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006: «Σε έναν αγώνα 90 λεπτών με την Ουγγαρία, γεννήθηκε η σύγχρονη Γερμανία».
Εκεχειρία με τραγούδια και μπάλα (1914)
Τον Δεκέμβρη του 1914, κατά τη διάρκεια του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονταν αντιμέτωποι στα αιματηρά χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου. Ο πόλεμος, που είχε ξεκινήσει από τον Αύγουστο του 1914, βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή, καθώς τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν εισβάλλει στο Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, αποκτώντας στη συνέχεια τον στρατιωτικό έλεγχο σημαντικών βιομηχανικών περιοχών στη Γαλλία.
Η τραγικότητα όμως της κατάστασης και το κρύο της παραμονής Χριστουγέννων του 1914, οδήγησε σε μία αυθόρμητη εκεχειρία που έμεινε στην ιστορία και απέδειξε την ύπαρξη ανθρωπιάς και αλληλεγγύης ακόμα και σε καιρούς πολέμου. Οι Γερμανοί άρχισαν να τραγουδούν χριστουγεννιάτικους ύμνους- καθώς ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Στο σκοτάδι, μερικοί από τους Βρετανούς στρατιώτες άρχισαν να τραγουδούν πίσω.
Το επόμενο πρωί, Γερμανοί στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα τους, φωνάζοντας «Καλά Χριστούγεννα» στα αγγλικά. Οι Σύμμαχοι βγήκαν επιφυλακτικοί για να τους χαιρετήσουν. Οι Γερμανοί κρατούσαν πινακίδες που έγραφαν «You no shoot, we no shoot». Κατά τη διάρκεια της ημέρας, περίπου 100.000 στρατιώτες που συμμετείχαν στη Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία αντάλλαξαν δώρα με τσιγάρα, τρόφιμα και καπέλα ενώ έπαιξαν και ποδόσφαιρο.
«Τουλάχιστον 100 άτομα πήραν μέρος. Ήμουν πολύ καλός τότε, στα 19. Ήταν σωστό ποδόσφαιρο, αλλά δεν φτιάξαμε ομάδα, δεν ήταν ομαδικό παιχνίδι με οποιαδήποτε έννοια της λέξης, ήταν σαν να μάθαινα να κλωτσάω την μπάλα στους δρόμους του Hill Gate, όλοι απλά παίρναμε την μπάλα και παίζαμε. Δεν υπήρχε κανένα σκορ, κανένας απολογισμός. Ήταν απλά μια μάχη σώμα με σώμα» είπε ο Έρνι Γουίλιαμς, ένας 19χρονος Άγγλος στρατιώτης που βρισκόταν στα χαρακώματα κοντά στη Messines, που τώρα ονομάζεται Mesen, στο Βέλγιο.
Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία επέτρεψε επίσης και στις δύο πλευρές να θάψουν επιτέλους τους νεκρούς συντρόφους τους, τα σώματα των οποίων βρίσκονταν για εβδομάδες στο «No Man’s Land», το έδαφος ανάμεσα σε αντίπαλα χαρακώματα.