Οι υποστηρικτές ενός διεθνούς μποϊκοτάζ του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1978 έγραφαν, «Δεν πρέπει να παίζουμε ποδόσφαιρο ανάμεσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και θαλάμους βασανιστηρίων» . Είναι πλέον φανερό ότι οι διοργανώτριες χώρες ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου, χρησιμοποιούν εδώ και καιρό τη διοργάνωση ως ένα τεράστιο εργαλείο αποπροσανατολισμού. Είτε η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, είτε μαίνονται σκάνδαλα διαφθοράς, είτε οι παγκόσμιοι οργανισμοί έχουν επιβάλει κυρώσεις ως απάντηση σε παράνομες επεμβάσεις, μια τέτοια διοργάνωση μπορεί να αποδειχθεί ένα χρήσιμο εργαλείο δημοσίων σχέσεων για να συγκαλύψει δυσάρεστες γεωπολιτικές αλήθειες. Δεν είναι καθόλου πρόσφατο φαινόμενο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί αγαπημένο παιχνίδι των πολιτικών εδώ και δεκαετίες, και ίσως ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πολύ εμφανές όσο στο Mundial του 1978, που διεξήχθη στην Αργεντινή αλλά ίσως και στο φετινό που διοργανώνεται στο Κατάρ.
Όταν εκείνο το τουρνουά ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1978, η Αργεντινή βρισκόταν στην καρδιά της αιματηρής στρατιωτικής δικτατορίας της, που συχνά αναφέρεται ως Βρώμικος Πόλεμος. Λίγο περισσότερο από δύο χρόνια νωρίτερα, οι στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας συνέλαβαν τη δημοκρατικά εκλεγμένη πρόεδρο, Ιζαμπέλ Περόν, και εγκατέστησαν τον στρατηγό Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα. Αυστηρός αυταρχικός με ψυχρό βλέμμα, ο Βιντέλα δεν ήταν οπαδός του ποδοσφαίρου, το οποίο θεωρούσε βαρετό και πεζό και ενδιαφέρον μόνο ως «σύμβολο λαϊκής υπέρβασης». Σπάνια, αν ποτέ, παρακολουθούσε το άθλημα. Αλλά καταλάβαινε επίσης πόσο εξαιρετικά δημοφιλές ήταν, μια πηγή πάθους για εκατομμύρια Αργεντινούς και για αμέτρητους άλλους σε όλο τον κόσμο. Λίγες μόλις ώρες μετά την ανάληψη της εξουσίας -με το νοτιοαμερικανικό έθνος υπό στρατιωτικό νόμο και απαγόρευση κυκλοφορίας, το Κογκρέσο κλειστό και όλα τα συνδικάτα σε αναστολή- ο Βιντέλα και οι άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες που σχεδίασαν το πραξικόπημα βρήκαν χρόνο να συζητήσουν για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου είχε ανατεθεί από την FIFA στην Αργεντινή περισσότερο από μια δεκαετία νωρίτερα, αλλά ο Βιντέλα και οι στενότεροι έμπιστοί του το θεωρούσαν σημαντικό εργαλείο για τη διατήρηση της εξουσίας τους και την καταστολή των διαφωνιών. Με μια βαθιά προβληματική οικονομία που υπέφερε από ποσοστά πληθωρισμού που ξεπερνούσαν το 300% και την ένοπλη αντιπολίτευση από αριστερούς αντάρτες γνωστούς ως Montoneros, το να αποκτήσει τη λαϊκή υποστήριξη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θεωρήθηκε κρίσιμο για τη διασφάλιση της σταθερότητας. «Η διοργάνωση του τουρνουά θα δείξει στον κόσμο ότι η Αργεντινή είναι μια αξιόπιστη χώρα, ικανή να φέρει εις πέρας τεράστια έργα», συμβούλεψε ο ναύαρχος Emilio Massera. «Θα βοηθήσει να αποκρούσουμε τις επικρίσεις που πέφτουν βροχή εναντίον μας από όλο τον κόσμο».
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η στρατιωτική χούντα, αγνοώντας τις ανησυχίες ότι το κόστος του τουρνουά θα μπορούσε να χρεοκοπήσει τη χώρα, χαρακτήρισε επίσημα το Παγκόσμιο Κύπελλο ως θέμα «εθνικού συμφέροντος». Και παρά τους κανόνες της FIFA, του διεθνούς διοικητικού οργάνου του ποδοσφαίρου, που επιβάλλουν στις εθνικές κυβερνήσεις να μην εμπλέκονται άμεσα στη διοργάνωση του τουρνουά, η χούντα δημιούργησε μια νέα αρχή, η οποία διοικούνταν από υψηλόβαθμους αξιωματικούς και θα διαχειρίζονταν το έργο υπό στρατιωτική εποπτεία. Ο Βιντέλα, αποφασισμένος να κρατήσει την εξουσία που είχε κλέψει, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Στον απόηχο του πραξικοπήματος, η διεθνής καταδίκη της χούντας γινόταν όλο και πιο έντονη- ιδίως στην Ευρώπη, οι επικριτικές φωνές γίνονταν όλο και πιο δυνατές. Οι εξαφανίσεις στην Αργεντινή γίνονταν όλο και πιο συχνές, με έναν αυξανόμενο αριθμό διανοουμένων, καλλιτεχνών, δασκάλων, ακόμη και επαγγελματιών αθλητών να συλλαμβάνονται από κυβερνητικούς πράκτορες και να μην ξανακούγεται τίποτα ποτέ για αυτούς. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, 18 μέλη της λέσχης ράγκμπι της Λα Πλάτα, ορισμένα από τα οποία ήταν γνωστό ότι είχαν αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις, εξαφανίστηκαν και δεν εθεάθησαν ποτέ ξανά ζωντανοί. Όλο αυτό το διάστημα, ένας αυστηρά λογοκριμένος Τύπος κατηγορούσε για όλα, τους ασαφώς καθορισμένους «τρομοκράτες», οι οποίοι ήταν οι υποτιθέμενοι εχθροί του αργεντίνικου κοινού και έπρεπε να σταματήσουν με κάθε κόστος.
Στα τέλη του 1977, μια ομάδα Γάλλων δημοσιογράφων και διανοουμένων δημιούργησε την Οργανωτική Επιτροπή για το Μποϊκοτάζ του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αργεντινής, γνωστή από το γαλλικό ακρωνύμιο C.O.B.A. Σχεδίασαν μια οργανωμένη εκστρατεία με σκοπό να πείσουν την εθνική ομάδα της Γαλλίας, με επικεφαλής τον σγουρομάλλη τότε Μισέλ Πλατινί, να μην πάρει μέρος στο τουρνουά. «Δεν πρέπει να παίζουμε ποδόσφαιρο εν μέσω στρατοπέδων συγκέντρωσης και θαλάμων βασανιστηρίων», διακήρυττε το μανιφέστο της οργάνωσης, προτρέποντας όχι μόνο τη Γαλλία, αλλά και την Ισπανία, την Ιταλία, τη Σουηδία, την Ολλανδία και τη Σκωτία να μείνουν μακριά. Φυλλάδια που κολλήθηκαν σε τοίχους σε όλο το Παρίσι πήραν το επίσημο λογότυπο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ένα ζευγάρι στυλιζαρισμένων υψωμένων χεριών που πλαισιώνουν μια μπάλα ποδοσφαίρου, και πρόσθεσαν ένα συρματόπλεγμα.
Η Διεθνής Αμνηστία, η οποία κρατούσε μια συνεχή καταμέτρηση των εξαφανισμένων και δολοφονημένων από το καθεστώς, δημοσίευσε μια δική της έντονη ανακοίνωση, σημειώνοντας ότι «ο αθλητισμός δεν είναι διαχωρισμένος από την πολιτική: τα γήπεδα της Αργεντινής θα μπορούσαν να φαίνονται, αν όχι ουδέτερα, τουλάχιστον καθαρά, αξιοσέβαστα, πολιτισμένα, προστατευμένα. Η πραγματική Αργεντινή, αυτή των φυλακών, των βασανιστηρίων, της καταστολής της πολιτικής αντιπολίτευσης, θα κρύβεται και θα αρνείται προσεκτικά». Έχοντας γνώση για τις αντιδράσεις, η Χούντα είχε προηγουμένως προσλάβει την αμερικανική εταιρεία δημοσίων σχέσεων Burson-Marsteller με αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολαρίων για να «βοηθήσει στην προώθηση της εμπιστοσύνης και της καλής θέλησης προς τη χώρα και την κυβέρνησή της» εκτός Αργεντινής. Τα στελέχη της εταιρείας στη Νέα Υόρκη συνέταξαν ένα λεπτομερές σχέδιο που επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη μιας «νέας εικόνας» που θα βασίζεται στη «σταθερότητα», με κεντρικό άξονα το Παγκόσμιο Κύπελλο και την ανάγκη να αντιμετωπιστεί κάθε αρνητική δημοσιότητα που αναπτύσσεται στο εξωτερικό. Ο Βιντέλα απέρριψε τις κατηγορίες στο εξωτερικό, κάνοντας λόγο για συντονισμένη στρατηγική ψεύδους και παραπληροφόρησης, την οποία χαρακτήρισε «αντι-αργεντίνικη».
Χάρη στη σκληρή επιρροή της στον εγχώριο Τύπο, η Χούντα κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία των Αργεντινών ότι ήταν θύματα αυτής της εκστρατείας και τους ενθάρρυνε ενεργά να αντιδράσουν. Μια αξιομνημόνευτη προσπάθεια είχε μια εβδομαδιαία γυναικεία έκδοση, το Para Ti, που ενθάρρυνε τις αναγνώστριες να στέλνουν καρτ ποστάλ, που συμπεριλαμβάνονταν στις σελίδες του περιοδικού, σε φίλους στο εξωτερικό. «Υπερασπιστείτε την Αργεντινή σας», έγραφε η διαφήμιση. «Δείξτε στον κόσμο την αλήθεια». Τους μήνες που προηγήθηκαν του τουρνουά, η στρατιωτική αστυνομία της Αργεντινής, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν ακόμη 20 ετών, περιπλανιόταν στους δρόμους της πόλης, σταματώντας ανθρώπους φαινομενικά τυχαία, απαιτώντας έγγραφα ταυτότητας και, συχνά ακόμα και χρήματα. Τα σημεία ελέγχου γέμιζαν τους δρόμους σε όλη τη χώρα και τα οχήματα σταματούσαν και ερευνούσαν τακτικά. Φτωχές γειτονιές που βρίσκονταν κοντά σε στάδια και αεροδρόμια εκκαθαρίστηκαν βίαια για να μην τις δουν τα ξένα μάτια. Όταν ο πρόεδρος της FIFA João Havelange, ένας Βραζιλιάνος, έφτασε στις 23 Μαΐου 1978, η Αργεντινή είχε δείξει το καλύτερό της πρόσωπο στον κόσμο.
«Είμαι από εκείνους που βασίστηκαν περισσότερο στη σκληρή δουλειά που ανέλαβε η χώρα σας και δεν απογοητεύτηκα», δήλωσε ο Havelange στο τοπικό σώμα του Τύπου. «Με γεμίζει υπερηφάνεια, πρώτον επειδή γνωρίζω ότι η Αργεντινή ανταποκρίθηκε στην πρόκληση και δεύτερον επειδή είμαι επίσης Νοτιοαμερικανός. Πετύχαμε όλα όσα είχαμε προτείνει». Πριν από τον εναρκτήριο αγώνα, την 1η Ιουνίου, προηγήθηκε μια τελετή έναρξης, η οποία πραγματοποιήθηκε ενώπιον 67.000 θεατών στο Estadio Monumental του Μπουένος Άιρες, το οποίο είχε ανακαινιστεί πλήρως για την περίσταση. Μια στρατιωτική μπάντα ανήγγειλε την είσοδο του στρατηγού Βιντέλα στο γήπεδο, ακολουθούμενη από ευλογία του Πάπα που δόθηκε από τον καθολικό καρδινάλιο της Αργεντινής, Χουάν Κάρλος Αραμπούρου, ο οποίος είχε αμφισβητήσει δημοσίως τις αποδείξεις για μαζικές δολοφονίες από τη χούντα, κάνοντας τον εκπληκτικό ισχυρισμό ότι οι εξαφανισμένοι της χώρας, ζούσαν στην πραγματικότητα ευτυχισμένοι στην Ευρώπη και για το λόγο αυτό, δεν μπορούσαν να μπουν στον κόπο να γράψουν στην πατρίδα τους. Πριν ο Βιντέλα και ο Χαβελάντζε εκφωνήσουν τις ομιλίες τους, οι υπεύθυνοι στο γήπεδο απελευθέρωσαν εκατοντάδες λευκά περιστέρια.
Ήταν μια κρύα αλλά ηλιόλουστη μέρα και καθώς τα περιστέρια πετούσαν πάνω και έξω από το γήπεδο, μπορούσαν να φανούν από την περιβόητη Σχολή Ανώτερων Μηχανικών του Ναυτικού, ή ESMA, ένα σύμπλεγμα κτιρίων λιγότερο από ένα μίλι μακριά, όπου χιλιάδες άνθρωποι βασανίζονταν, ανακρίνονταν, φυλακίζονταν και τελικά δολοφονούνταν από τη χούντα της Αργεντινής. Πολλά από τα θύματα, που απήχθησαν βίαια μπροστά στα μάτια των ίδιων τους των οικογενειών, ήταν έγκυες γυναίκες των οποίων τα μωρά εκλάπησαν λίγο μετά τη γέννησή τους, στη συνέχεια φορτώθηκαν σε στρατιωτικά αεροπλάνα και εκσφενδονίστηκαν στον ποταμό Ρίο ντε λα Πλάτα για να πνιγούν και να βυθιστούν στα παγωμένα νερά. «Οι χιλιάδες άνδρες και γυναίκες από όλες τις περιοχές της Γης μας τιμούν με την επίσκεψή τους εδώ, υπό τον όρο ότι αυτή θα γίνει σε κλίμα αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού», τόνισε ο Βιντέλα στο πλήθος. «Είναι ο ανταγωνισμός στον αγωνιστικό χώρο και οι δεσμοί των ανθρώπινων σχέσεων που μας επιτρέπουν να επιβεβαιώσουμε ότι είναι δυνατόν να εναρμονίσουμε την ενότητα και τη διαφορετικότητα, ακόμη και σήμερα».
Στις 20 Ιουνίου, ο Χένρι Κίσινγκερ, μεγάλος οπαδός του ποδοσφαίρου, έφτασε στο Μπουένος Άιρες, συνοδευόμενος από τη σύζυγο και το γιο του. Τον διπλωμάτη με το γυαλιστερό μάτι υποδέχτηκαν θερμά ο Βιντέλα και το στρατιωτικό καθεστώς, φωτογραφήθηκε πίνοντας το παραδοσιακό αργεντίνικο ζεστό ρόφημα mate και τον έκαναν βόλτα στην πόλη για να συναντήσει την αφρόκρεμα της τοπικής κοινωνίας, συνοδευόμενος από ένα πλήθος δημοσιογράφων που περιέγραφαν λεπτομερώς κάθε κίνησή του στις πρώτες σελίδες των εθνικών εφημερίδων. «Πιστεύω ότι η Αργεντινή θα γίνει πρωταθλήτρια», δήλωσε ο Κίσινγκερ στους τοπικούς δημοσιογράφους προτού οδηγηθεί σε μια αναγκαστική 40λεπτη συνάντηση με τον συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος στη συνέχεια αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων που αναρωτιούνταν αν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών ήταν «ευφυής». Η χρονική συγκυρία της επίσκεψης ήταν, τουλάχιστον, αμήχανη. Ο Κίσινγκερ δεν εκπροσωπούσε πλέον την αμερικανική κυβέρνηση και ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντά του από τον Ιανουάριο, ήταν όλο και πιο επικριτικός απέναντι στη χούντα της Αργεντινής και για τον τρόπο που εκείνη αντιλαμβανόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η δημόσια εμφάνιση της κορυφαίας φωνής της εξωτερικής πολιτικής της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης δίπλα σε ένα στρατιωτικό καθεστώς ήταν βέβαιο ότι θα έσπερνε σύγχυση και θα υπονόμευε τα συμφέροντα της Ουάσινγκτον.
Τα διπλωματικά τηλεγραφήματα που δημοσιεύτηκαν χρόνια αργότερα, έδειξαν ότι ο Κίσινγκερ δεν έχασε καμία ευκαιρία να επαινέσει τον Αργεντινό δικτάτορα. «Ο έπαινος του για την κυβέρνηση της Αργεντινής στην εκστρατεία της κατά της τρομοκρατίας, ήταν η μουσική που η κυβέρνηση της Αργεντινής λαχταρούσε να ακούσει», σημείωνε ένα τέτοιο τηλεγράφημα. Στις 21 Ιουνίου, ο πρόεδρος Κάρτερ άνοιξε τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στην Ουάσιγκτον με μια ομιλία που επαναβεβαίωνε τη δέσμευσή του στα ανθρώπινα δικαιώματα – ακόμη και όταν ο Κίσινγκερ, στο Μπουένος Άιρες, περνούσε σχεδόν κάθε ελεύθερη στιγμή του στην παρέα του στρατηγού Βιντέλα, χωρίς να σταματά να χαμογελάει πλατιά στις κάμερες. Πράγματι, ο Κίσινγκερ γευμάτισε με τον Βιντέλα την ίδια ακριβώς ημέρα, η οποία έτυχε να συμπέσει με έναν κρίσιμο ημιτελικό αγώνα που θα καθόριζε αν η διοργανώτρια χώρα θα έπαιζε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η Αργεντινή έπαιζε με το Περού, και σύμφωνα με τους κανόνες του τουρνουά εκείνη την εποχή, έπρεπε να κερδίσει με τουλάχιστον τέσσερα γκολ διαφορά για να προκριθεί στο μεγάλο τελικό.
Μετά το γεύμα, ο Κίσινγκερ και ο Βιντέλα πέταξαν μαζί στο Ροζάριο για να παρακολουθήσουν τον αγώνα της Αργεντινής. Το Περού, η ομάδα-έκπληξη του τουρνουά, είχε κάνει μια εκπληκτική πορεία στα παιχνίδια του πρώτου γύρου, πετυχαίνοντας επτά γκολ και δεχόμενος μόνο δύο, με τον περίφημο επιθετικό της, Teófilo Cubillas, να πετυχαίνει πέντε από αυτά. Ήταν μόλις η τρίτη συμμετοχή του Περού σε Παγκόσμιο Κύπελλο στην ιστορία του, και η ομάδα δεν είχε φτάσει ποτέ πριν ή μετά τόσο κοντά σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Την προηγούμενη νύχτα οι παίκτες του Περού κοιμήθηκαν άσχημα, καθώς, χωρίς προειδοποίηση, οι φρουροί ασφαλείας και η στρατιωτική αστυνομία που προστάτευαν το ξενοδοχείο τους, εξαφανίστηκαν και οι οπαδοί της Αργεντινής έκαναν κύκλους γύρω από το κτίριο πατώντας τις κόρνες των αυτοκινήτων και φωνάζοντας ποδοσφαιρικά συνθήματα πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Το επόμενο απόγευμα, το λεωφορείο που μετέφερε την ομάδα του Περού στο κεντρικό στάδιο του Ροζάριο χάθηκε μυστηριωδώς αρκετές φορές στη διαδρομή- ένα ταξίδι που δεν θα έπρεπε να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά κράτησε πάνω από δύο ώρες, αφήνοντας τους παίκτες στα αποδυτήριά τους μόλις μία ώρα πριν από τη σέντρα. Τότε, 20 λεπτά πριν από την ώρα του αγώνα, οι πόρτες των αποδυτηρίων άνοιξαν και μπήκε ο στρατηγός Βιντέλα συνοδευόμενος από τον Κίσινγκερ.
Αν και ο στρατηγός παρακολούθησε οκτώ αγώνες κατά τη διάρκεια του 25ήμερου τουρνουά, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων εμφανίσεων της Αργεντινής, τα αποδυτήρια του Περού ήταν τα μόνα που επισκέφθηκε. «Κύριοι», άρχισε να λέει απειλητικά ο Βιντέλα μέσα από το πυκνό μαύρο μουστάκι του. «Ήθελα απλώς να σας πω ότι αυτό το παιχνίδι απόψε είναι ένα παιχνίδι μεταξύ αδελφών και στο όνομα της λατινοαμερικανικής αδελφοσύνης, είμαι εδώ για να μοιραστώ τις ελπίδες μου ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν καλά. Η Λατινική Αμερική σας παρακολουθεί». Ο Βιντέλα τελείωσε διαβάζοντας μια επιστολή του δικτάτορα του Περού, στρατηγού Francisco Morales-Bermúdez, που μιλούσε για συνεργασία μεταξύ των δύο εθνών. Στη συνέχεια, αυτός και ο Κίσινγκερ, μαζί με μια βαριά οπλισμένη στρατιωτική συνοδεία, γύρισαν και έφυγαν. Ο αγώνας που ακολούθησε είναι ένας από τους πιο σχολιασμένους, αναλυμένους, μελετημένους και επικριθείς στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Πολλά έχουν ειπωθεί για τη συνολική ποιότητα του παιχνιδιού, τη φανερή αδιαφορία που επέδειξε η ομάδα του Περού και την αμφισβητήσιμη διαιτησία.
Με την πάροδο των χρόνων, έχουν προκύψει πολυάριθμες κατηγορίες μεταξύ αυτών, ότι ένας από τους αμυντικούς του Περού, ο Rodolfo Manzo, έλαβε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στο οποίο του προσφέρθηκαν 50.000 δολάρια για να «στήσει» το παιχνίδι καθώς για άγνωτο λόγο, συμμετείχε στην αρχική ενδεκάδα παρά τον τραυματισμό του. Σε μια ομάδα Περουβιανών παικτών προσφέρθηκαν 250.000 δολάρια για να δεχτούν γκολ, και τέλος ότι ο ίδιος ο Βιντέλα, μεσολάβησε για μια μυστική συμφωνία με τον ηγέτη του Περού, τον στρατηγό Μοράλες-Μπερμούδες, για να συλλάβει και να φυλακίσει περισσότερους από δώδεκα Περουβιανούς αντιφρονούντες στην Αργεντινή, να εκταμιεύσει 50 εκατομμύρια δολάρια σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους στο Περού και τέλος να παραδώσει ένα τεράστιο φορτίο σιτηρών, όλα με αντάλλαγμα τη νίκη. Εξίσου σθεναρές ήταν και οι επανειλημμένες αρνήσεις ότιδεν έγινε οτιδήποτε αντικανονικό στον αγωνιστικό χώρο, προερχόμενες από παίκτες και των δύο ομάδων, προπονητές και πολυάριθμους αξιωματούχους του ποδοσφαίρου. Ο αγώνας, ισχυρίζονται, ήταν δίκαιος. Ανεξάρτητα από αυτό, το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ήθελε η Αργεντινή. Νίκη με 6-0 επί του Περού, με αποκορύφωμα τα δύο γκολ του Μάριο Κέμπες, του μακρυμάλλη επιθετικού που είναι γνωστός ως ο Ματαντόρ.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, η Αργεντινή αντιμετώπισε την Ολλανδία για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Monumental Stadium και πήρε τη νίκη με 3-1 στην παράταση, χάρη σε δύο γκολ του Kempes και ένα συγκλονιστικό σουτ του Ολλανδού επιθετικού Rob Rensenbrink στο δοκάρι. Το τελικό σφύριγμα έστεψε την Αργεντινή παγκόσμια πρωταθλήτρια. Οι Ολλανδοί, απογοητευμένοι από την ήττα, αποχώρησαν από το γήπεδο και δεν επέστρεψαν για να παραλάβουν τα μετάλλια της δεύτερης θέσης- κάποιοι δήλωσαν αργότερα ότι δεν ήθελαν να σφίξουν το χέρι ενός δικτάτορα. Ο Havelange κατέβηκε στον αγωνιστικό χώρο και παρέδωσε το τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον Βιντέλα, ο οποίος με τη σειρά του το έδωσε στον αρχηγό της Αργεντινής Ντανιέλ Πασαρέλλα.
Σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου, οι φρουροί της ESMA συνόδευσαν μερικούς από τους κρατουμένους τους σε αυτοκίνητα που τους περίμεναν και τους οδήγησαν σε όλη την πόλη για να παρακολουθήσουν τη μαζική ευφορία, διατάζοντάς τους να βγάλουν τα κεφάλια τους έξω από τα παράθυρα και να παρακολουθούν. Ένα από αυτά τα αυτοκίνητα σταμάτησε σε μια τοπική πιτσαρία και οι κρατούμενοι, πολλοί από τους οποίους είχαν χρόνια να βγουν έξω από τα τείχη του καταυλισμού, στάθηκαν εκεί χλωμοί, τρέμοντας και τρομοκρατημένοι, καθώς οι πελάτες πηδούσαν πάνω στα τραπέζια και τραγουδούσαν θριαμβευτικά ποδοσφαιρικά τραγούδια. Κανείς δεν φάνηκε να το προσέχει όταν τους έβαλαν πίσω στα αυτοκίνητα και τους πήγαν πίσω στους θαλάμους βασανιστηρίων τους. Για τον Βιντέλα και για τους ανθρώπους που είχαν εργαστεί παρασκηνιακά για να οργανώσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν τώρα η στιγμή της δόξας τους, η κορύφωση ενός μεγάλου σχεδίου. Εκείνο το βράδυ, στην περίτεχνη αίθουσα χορού του ξενοδοχείου Plaza του Μπουένος Άιρες, ο Βιντέλα εκφώνησε την τελευταία του ομιλία.
«Θέλω να ευχαριστήσω εκείνους που επέτρεψαν στην Αργεντινή να φιλοξενήσει αυτή τη διοργάνωση και έδωσαν στον αργεντίνικο λαό την ευκαιρία να δείξει τι είναι ικανός να κάνει», είπε ο Βιντέλα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο, πρόσθεσε ο ισχυρός άνδρας, ήταν «το σύμβολο της ειρήνης».