Ο Μαροκινός προπονητής, οδηγεί «μαεστρικά» την εθνική ομάδα της πατρίδας του στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση και απόψε (14/12, 21:00) θα διεκδικήσει την πρόκριση στον τελικό, με αντίπαλο την κάτοχο του τροπαίου Γαλλία. Μάλιστα, η εθνική Μαρόκου, είναι η μοναδική από τις 32 ομάδες αυτού του παγκοσμίου κυπέλλου, που δεν έχει δεχθεί γκολ από αντίπαλο, καθώς στην νίκη με 2-1 επί του Καναδά, το τελικό σκορ, διαμορφώθηκε από αυτογκόλ του Αγκερ. Ο Ρεγκραγκί, γεννήθηκε το 1975 στο Κορμπέϊγ Εσόν, μια μικρή πόλη 50.000 κατοίκων, που βρίσκεται νοτιοανατολικά των Παρισίων. Εκεί, ο Γαλλομαροκινός προπονητής, άρχισε να… κλωτσά την μπάλα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στη συνοικία Μοντκονσέϊγ, στους πρόποδες ενός πύργου, που δεν υπάρχει πλέον.


«Φτιάχναμε τουρνουά και η Μοντκοσνέϊγ ήταν η… Μίλαν κι εμείς ήμασταν η… Ταρτερέ Μπαρτσελόνα. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καλή, έτσι τον ήξερα όταν ήμουν 10 ετών και ακολουθούσαμε ο ένας τον άλλον, στο Κορμπέϊγ», θυμάται ο Ντεμπά Ντιαγουράγκα, ο οποίος σήμερα, είναι διευθυντής του κέντρου της γειτονιάς Ταρτερέ και προσθέτει: «Ηταν μεγάλος και πολύς σοβαρός ανταγωνιστής, με ρόλο φυσικού ηγέτη». Εκείνη την εποχή, ο Ουαλίντ Ρεγκράγκι ήταν θαυμαστής της Μίλαν, που τότε κυριαρχούσε στην Ευρώπη, και είχε ως «σημείο αναφοράς» τον Μάρκο φαν Μπάστεν, τον Ολλανδό επιθετικό σταρ της ιταλικής ομάδας, και τρεις φορές νικητή της «Χρυσής Μπάλας».


«Ο Ουαλίντ ήταν πάντα ένας επιτελικός μέσος με το νούμερο 10. Βασικά, αυτή είναι η αγαπημένη του θέση», εξηγεί ο Αζντίν Ουίς, παιδικός του φίλος και επικεφαλής της συλλογικότητας «Citizen and Solidarity» του Κορμπέϊγ Εσόν. Σε ηλικία δέκα ετών, ο προπονητής των «Λεόντων του Ατλαντα», εντάχθηκε στην ομάδα (σ.σ. έχει διαλυθεί πλέον) νέων της πόλης του, όπου έπαιξε πρώτα στην δεξιά πλευρά της μεσαίας γραμμής και αργότερα στην δεξιά πτέρυγα. «Ήταν γρήγορος, έβλεπε πολύ καλά το παιχνίδι και είχε εξαιρετική τεχνική κατάρτιση», λέει ο Μπερνάρ Κασέϊρο, προπονητής των μαθητών της ASCE, ο οποίος στη συνέχεια τον χρησιμοποίησε ως πλέι μέικερ και ακραίο επιθετικό. Στα αποδυτήρια «μιλούσε και παρακινούσε τους συμπαίκτες του», υπογραμμίζει ο πρώην προπονητής του, προσθέτοντας πως «πρακτικά ήταν ο εκφραστής μου στο γήπεδο, αυτό το είχε ήδη μέσα του».


Στο γήπεδο, ο Νταβίντ Φιότ, πρώην συμπαίκτης του, θυμάται έναν «νεαρό ποδοσφαιρόφιλο που έπαιζε για να νικήσει»: «Ξεπέρασε τον εαυτό του και βγήκε από δύσκολες καταστάσεις και μετά εξελίχθηκε γρήγορα». «Όταν απέκτησε το πτυχίο λογιστικής, μας είπε: «Εντάξει, τώρα παρατάω τις σπουδές και αφοσιώνομαι στην ποδοσφαιρική μου καριέρα». Ολοι θέλαμε να είμαστε επαγγελματίες, αλλά αυτός, πέτυχε τον στόχο του, είναι νικητής», εξηγεί ο Φιότ. Ηταν τότε, που ο Ρούντι Γκαρσιά, τότε προπονητής της ομάδας ASCE (μεταξύ 1994 και 1998), όπου ήταν επίσης προπονητής ο πατέρας του, τον εντόπισε κατά την διάρκεια ενός αγώνα της ομάδας νέων.


«Πηγα να δω την… τρίτη ομάδα νέων. Και βλέπω έναν γρήγορο και με καλή τεχνική κατάρτιση, επιθετικό. Και ρωτάω: «Μα τι κάνει στην τρίτη ομάδα»; Τον παίρνω μαζί μου και ανεβαίνουμε στην CFA2», θυμάται ο έμπειρος Γάλλος προπονητής, ο οποίος γνωρίζει τον Ρεγκραγκί από την ηλικία των 19 ετών. Στην συνέχεια, ο Ρεγκραγκί, άρχισε την επαγγελματική του καριέρα στην Ρασίνγκ, για ν’ ακολουθήσουν η Τουλούζ (1999-2001), η Αζαξιό (2001-2004), η Σανταντέρ, η Ντιζόν και η Γκρενόμπλ (2007-2009) στην League 2. Στην Γκρενόμπλ, ο Ουαλίντ Ρεγκραγκί έπαιξε για λίγο με τον Ολιβιέ Ζιρού, ο οποίος ήταν 21 ετών, και τον οποίο θα συναντήσει ξανά απόψε στον ημιτελικό. «Θα μπορούσε να μας φέρει το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Μοντκονσέϊγ. Μπορείτε να το φαντασθείτε», αναρωτιέται ο Ουϊς, ο οποίος θέλει να δημιουργήσει μια τοιχογραφία του Ρεγκραγκί στους δύο μεγάλους πύργους της πόλης…