Το 1974, δεν λες ότι είναι η χρονιά που θυμούνται με ενθουσιασμό οι Αργεντίνοι για δύο κυρίως λόγους. Είναι η χρονιά που ο Περόν πέθανε και πρόεδρος έγινε η αντιπρόεδρός και σύζυγός του Ιζαμπέλ Περόν. Είναι η στιγμή που η  Αργεντινή εισήλθε σε μια χαοτική περίοδο αστάθειας, με καθημερινές απαγωγές και δολοφονίες που οδήγησε μετά από λίγο χρόνο στην ανατροπή της Περόν από τον στρατηγό Βιντέλα. Από την άλλη η εθνική ομάδα της Αργεντινής είχε μόλις αποκλειστεί από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, αφού είχε ηττηθεί άνετα από την πρωτοεμφανιζόμενη τότε ποδοσφαιρική ιδέα, το «Total Football» του Rinus Michels. Η ομάδα του Vladislao Cap είχε συντριβεί με 4-0 στο Gelsenkirchen από την ολλανδική ομάδα, και οι οπαδοί της ανά το κόσμο συνειδητοποίσαν με πικρό τρόπο το αντιποδόσφαιρο που έπαιζαν εν αντιθέση με τη χάρη και την ανωτερώτητα του Johan Cruyff και των συν αυτώ. Αν ήσουν Αργεντίνος εκείνη την εποχή, είχες κάθε δικαίωμα να είσαι δυσαρεστημένος. Η αλήθεια είναι ότι η Αργεντινή, εκείνη την εποχή, δεν είχε την ομάδα που θα σε μαγνήτιζε με το παιχνίδι της. Ήταν μια σκληροτράχηλη ομάδα, όπως όλες οι λατινογενείς, που υπερείχε στη δύναμη αλλά όχι στο θέαμα. Καθοδηγούμενη από το τρόπο σκέψης του Osvaldo Zubeldía, που ήταν ακριβώς ο ίδιος που εφάρμοζε ως προπονητής της Estudiantes στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Αργεντινή ήταν ανέμπνευστη και ανήμπορη να  αντιδράσει όταν βρισκόταν αντιμέτωπη με μια αδυσώπητη, ανελέητη επιθετική μηχανή όπως η ομάδα της Ολλανδίας.

 

Η επανάσταση στο παιχνίδι της Αργεντινής, ήρθε με τη μορφή του César Luis Menotti, ενός πανέξυπνου ιδεαλιστή ανθρώπου, που μεταμόρφωσε το τρόπο σκέψης του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. Ο El Flaco (Ο Λεπτός) αντιπροσώπευε το ανανεωτικό και το τολμηρό. Αν καθόταν απέναντί σου πιθανώς θα νομίζες ότι ο Menotti είναι εκείνος ο ακαδημαϊκός διανοούμενος αλλά όχι ο πομπώδης, ο απόμακρος αλλά όχι ο αδαής. Θα μπορούσε άνετα να έχει αργήσει 20 λεπτά στο ραντεβού του, αλλά δεν θα το καταλάβαινες ποτέ, καθώς η έκφρασή του παρέμενε φλεγματική καθώς έβγαζε ένα ακόμη τσιγάρο από την τσέπη του παλτού του. Τα κυματιστά μαύρα μαλλιά του, οι φαβορίτες του και τα εντυπωσιακά μπλε μάτια του ήταν μέρος του σχεδίου του. Όσοι ήταν στο χώρο του ποδοσφαίρου τον γνώριζαν ως μια μεταφυσική παρουσία καθώς δεν διέθετε μια επιβλητική όψη, αλλά επικοινωνούσε με τους παίκτες του όχι με απροκάλυπτες επιπλήξεις, αλλά με λογικές και σκεπτόμενες απόψεις. Ήταν στοχαστής του ποδοσφαίρου, εν μέρει ρομαντικός και ειδήμων της τακτικής, που πίστευε, εκ φύσεως, ότι το ποδόσφαιρο πρέπει να παίζεται με έμφαση στην επίθεση.

Ο Menotti είναι ο πρώτος προπονητής, που έκανε την Αργεντινή Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και το έκανε παίζοντας ένα ελκυστικό επιθετικό ποδόσφαιρο. Τέσσερα χρόνια μετά την ταπείνωση και το σφυροκόπημα από τους Ολλανδούς, η Αργεντινή του Menotti στάθηκε στην κορυφή του κόσμου, παίρνοντας εκδίκηση από τους Ολλανδους για τη πανωλεθρία του 1974. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, είχε οδηγήσει την Αργεντινή από το αγωνιστικό αδιέξοδο, στη κορυφή του Παγκόσμιου ποδοσφαίρου σηκώνοντας το Παγκόσμιο Κύπελλο στη μέση του σταδίου Estadio Monumental. Ο Menotti όμως δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Ήταν ένας αξιοσέβαστος και επιδραστικός προπονητής στην πατρίδα του για αρκετά χρόνια προτού δεχτεί τη θέση στην εθνική ομάδα, ενώ είχε μια λιτή καριέρα ως παίκτης προτού αποσυρθεί το 1969. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, ο εκκολαπτόμενος τότε προπονητής ταξίδεψε στο Μεξικό για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Εκεί, ήταν ένα διαφορετικό νοτιοαμερικανικό έθνος, το ποδόσφαιρο του οποίου ερωτεύτηκε – η Βραζιλία. Ναι, αυτή η λαμπερή ομάδα της Seleção αιχμαλώτισε τη φαντασία του βαθιά σκεπτόμενου Menotti, διαμορφώνοντας την ιδεολογία του και επινοώντας μια προσέγγιση στην προπονητική που θα του χρησίμευε πολύ.

Με επικεφαλής τον Πελέ, τον οποίο ο Μενότι θεωρούσε ως τον σπουδαιότερο παίκτη όλων των εποχών, η Βραζιλία δημιούργησε ένα αξιοζήλευτο πρότυπο για το πώς θα έπρεπε να παίζεται το ποδόσφαιρο με αποκορύφωμα την αριστουργηματική εμφάνιση στον τελικό, νικώντας την Ιταλία με 4-1 – και χτυπώντας μια ευαίσθητη χορδή του Menotti, ο οποίος πίστευε ότι η χώρα του ήταν εκείνη που θα έπρεπε να βρίσκεται στο τελικό. Ο τρόπος που ο Menotti  ζητούσε από τους παίκτες του να παίζουν ποδόσφαιρο δικαιώθηκε το 1973, όταν η ομάδα στην οποία ήταν προπονητής, η Huracán, κατέκτησε το πρωτάθλημα Metropolitano στην Αργεντινή. Ο El Flaco , είχε δημιουργήσει μια ομάδα τόσο απολαυστική και θεαματική που χειροκροτούνταν ακόμα και από τους αντίπαλους οπαδούς, όπως όταν διέλυσε τη Ροζάριο Σεντράλ με 5-0. Δεξιοτεχνία, πάσες ακριβείας και έξυπνες και πάνω απ ὀλα θεαματικό επιθετικό ποδόσφαιρο, ήταν τα χαρακτηριστικά της ομάδας του Menotti που συγκλόνισε το ποδόσφαιρο της Αργεντινής το 1973, πηγαίνοντας κόντρα στην τότε επικρατούσα τακτική που είχε χαρακτηριστεί ως “αντι-φούτμπολ”.

Η κατάσταση στην Αργεντινή δικαιολογούσε ακόμη περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο ο César Luis Menotti υλοποιούσε τον τρόπο ανάπτυξης του παιχνιδιού της Αργεντινής. Συνειδητοποίησε ότι το ποδόσφαιρο πήγαινε πέρα από την προσωπική επιθυμία για νίκες. Στην πραγματικότητα, οι ιδέες του ξεπερνούσαν το ποδόσφαιρο και καθρέφτιζαν τους αγώνες της ζωής, όπως λέει ο ίδιος: «Υπάρχει ένα δεξιό ποδόσφαιρο και ένα αριστερό ποδόσφαιρο…” Το δεξιό ποδόσφαιρο θέλει να υποδηλώσει ότι η ζωή είναι αγώνας. Απαιτεί θυσίες. Πρέπει να γίνουμε από ατσάλι και να κερδίσουμε με κάθε τρόπο… Να υπακούμε και να λειτουργούμε, αυτό θέλουν οι διοικούντες από τους παίκτες». Ήταν σαφής η απάντηση του Menotti ότι το ποδόσφαιρο όπως αυτό του Zubeldia εξέφραζε μια υποβόσκουσα δουλοπρέπεια και ένα αυτοματισμό που ήταν ακατάλληλος για τους ποδοσφαιριστές. Πέρα από τον ίδιο τον Zubeldia, το να παίζεις χωρίς ελευθερία σήμαινε την απώλεια της ανθρωπιάς στο ίδιο το ποδόσφαιρο. Οι παίκτες είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωποι, όχι μηχανές. Χωρίς την απόλαυση της προσπάθειάς τους, γίνονται δυστυχισμένοι και χάνουν την ευημερία τους. Εξάλλου, πώς μπορεί να ζήσει κανείς συμμετέχοντας σε κάτι που απεχθάνεται, μόνο με τη βία ή από την ανάγκη επιβίωσης. Κι όμως, με τη βία αντιμετώπισε η Αργεντινή το ίδιο ζήτημα της απώλειας της ανθρώπινης ζωής υπό την εξουσία του Βιντέλα. Και με την ίδια ανάλυση, είναι από ανάγκη που πολλοί άνθρωποι σήμερα αναγκάζονται να υπομένουν μια «δυσάρεστη εργασία» μόνο και μόνο για την επιβίωση. Ανεξάρτητα από αυτό, αυτή η επιλογή δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να γίνει. Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να ζήσει κανείς τη ζωή του.


Αλλά για να ζήσει κανείς μια καλύτερη ζωή, πρέπει να είναι σε θέση να σκέφτεται τους άλλους όχι ανταγωνιστικά , αλλά ως αδέλφια που βοηθούν ο ένας τον άλλον στο ίδιο παιχνίδι. Για το λόγο αυτό, ο Menotti δημιούργησε ένα σύστημα παιχνιδιού όπου οι παίκτες θα μπορούσαν να αναπτύξουν την ελευθερία τους αλλά και να συσπειρωθούν ως ομάδα. Ο Filol ήταν ένας αξιόπιστος τερματοφύλακας. Ο Passarella ήταν ένας μεγάλος ηγέτης και βράχος στην άμυνα. Ο Kempes έδινε πνοή και γκολ στην επίθεση. Ήθελε οι παίκτες του να αγκαλιάσουν το ποδόσφαιρο ως θέαμα. Και με αυτό το σκεπτικό, ξεκίνησαν να αναζητούν την ανατροπή. Το επιθετικό στυλ του Menotti εκφράστηκε με ένα άμεσο 4-3-3. Η Αργεντινή δεν υστερούσε σε γρήγορους σκληροτράχηλους επιθετικούς στα πρόσωπα των Mario Kempes, Leopoldo Luque και Oscar Ortiz. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεσοεπιθετική ευφυΐα του Ardiles και τον καυτό ρυθμό του René Houseman, σήμαινε ότι η Αργεντινή του Menotti ήταν ένα συναρπαστικό δημιούργημα. Το μήνυμα του Menotti στους παίκτες του δεν ήταν να κερδίσουν τον αγώνα, αλλά απλά να παίξουν καλό ποδόσφαιρο.


Όλοι αυτοί οι παίκτες ήρθαν μαζί για να συνεισφέρουν τις ικανότητές τους με τρόπο που θα λειτουργούσε λυτρωτικά για την ομάδα και για τους φιλάθλους. Οι εντυπωσιακές ντρίπλες και οι θεαματικές ατομικές προσπάθειες τους έκαναν να χαίρεσαι να τους παρακολουθείς. Έπαιζαν με τον ίδιο τρόπο απέναντι ακόμη και σε καλύτερους αντιπάλους, δεσμευόμενοι στις αρχές του ιδεαλισμού του Menotti, την ελευθερία και τη χαρά. Αυτό φάνηκε περισσότερο στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’78 απέναντι στην Ολλανδία, όπου είχαν τον πιο δύσκολο αγώνα τους. Ο ίδιος ο Menotti πίστευε ότι «μια ομάδα είναι πάνω απ’ όλα μια ιδέα, και περισσότερο από μια ιδέα είναι μια δέσμευση, και περισσότερο από μια δέσμευση είναι οι ξεκάθαρες πεποιθήσεις που πρέπει να μεταδώσει ένας προπονητής στους παίκτες του για να υπερασπιστούν αυτή την ιδέα… στο ποδόσφαιρο υπάρχουν ρίσκα, γιατί ο μόνος τρόπος για να αποφύγεις το ρίσκο σε οποιοδήποτε παιχνίδι είναι να μην παίξεις».

Σαν ένα συγκρότημα τζαζ, η Αργεντινή αψήφησε τον κανόνα και πήρε το ρίσκο παίζοντας επιθετικό ποδόσφαιρο αντί να εφαρμόσει ασφαλέστερες τακτικές. Στον τελικό, θα μπορούσαν εύκολα να εφαρμόσουν τακτικές τύπου Zubeldia για να κερδίσουν, αλλά στάθηκαν σε αυτό που πίστευαν και απέδειξαν ότι το όμορφο ποδόσφαιρο σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή αυτοϊκανοποίηση. Σήμαινε πάνω απ’ όλα την πίστη στην ελευθερία και τη χαρά για τους εαυτούς τους αλλά και για τους φιλάθλους. Αυτό απέδωσε καρπούς και κέρδισαν με 3-1, κατακτώντας τον πρώτο τους παγκόσμιο κὐπελλο. Η χώρα γέμισε πανηγυρισμούς και χαρά. Για μια στιγμή το γκρίζο της χώρας εξαφανίστηκε και οι Αργεντινοί είχαν έναν λόγο να είναι και πάλι περήφανοι. Όταν έφυγε από τη θέση της Albiceleste το 1982, είχε αφήσει μια πολύτιμη κληρονομιά, που δυστυχώς δεν συνεχίστηκε. Το 1983, ο αντι-Μενότι εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κάρλος Μπιλάρδο, ο οποίος είχε διαμορφωθεί από τις διδαχές του Zubeldia στην Εστουδιάντες. Από εκείνο το σημείο, ο Μπιλάρδο συντέλεσε στη δημιουργία του απόλυτου αφηγήματος του αργεντίνικου ποδοσφαίρου: Menottisme και Bilardisme.


Ενώ οι Menottistas θα έκαναν τα πάντα για να κάνουν το ποδόσφαιρο να φαίνεται θεαματικό, το επιχείρημα του Μπιλάρδο ήταν να κάνεις τα πάντα για να κερδίσεις. Ήταν τόσο απλό. Η επιρροή του Zubeldía ήταν ανεξίτηλη και βοήθησε τον Μπιλάρδο να αλλάξει προκλητικά τον αργεντίνικο τρόπο ανάπτυξης παιχνιδιού από θεαματικό, σε αυτό που υποστήριζε ότι , «ποδόσφαιρο είναι η νίκη και τίποτα άλλο». Όταν ανέλαβε ο Μπιλάρδο, μπορούσες σχεδόν να ακούσεις τον Μενότι να βήχει αηδιασμένος μέσα από τον καπνό του τσιγάρου του, για το ποδόσφαιρο που έπαιζε η Αργεντινή. Φυσικά, ο ρεαλισμός του Μπιλάρδο κατά διαβολική σύμπτωση έπεσα πάνω σε έναν άλλο επαναστάτη, τον Μαραντόνα, ο οποίος οδήγησε τη χώρα στη δεύτερη επιτυχία του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1986. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η καριέρα του Μενότι δεν ήταν γεμάτη τρόπαια όσο ορισμένων συμπατριωτών του. Ο Μενότι όμως συμβολίζει το στυλ του θεαματικού ποδοσφαίρου που βρίσκεται πάνω από οποιαδήποτε διάκριση. Έχτισε την καριέρα του ως προπονητής βασιζόμενος στη συνεχή κίνηση της μπάλας και την έξυπνη πάσα. Η πάσα ήταν το κλειδί. Ο Μενότι έλεγε στους παίκτες του ότι ένα γκολ είναι απλώς μια ακόμη πάσα στα δίχτυα και αυτή είναι η συνταγή που φέρνει τους τίτλους.

Ναι, μπορεί η καριέρα του Menotti να μην του χάρισε ατελείωτες επιτυχίες μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το κίνητρό του. Το κίνητρό του ήταν να κάνει την Αργεντινή να αναπνεύσει για άλλη μια φορά. Όπως το έβλεπε, είχε στραγγαλιστεί από το αντι-φούτμπολ που προηγήθηκε πριν αναλάβει αυτός ως προπονητής και προσπάθησε να το διορθώσει. Μέσα από την ασυμβίβαστη δέσμευσή του ότι ποδόσφαιρο είναι ένα είδος τέχνης, ο Μενότι κατάφερε και να συναρπάσει και να παραδώσει στην πορεία το ιερό δισκοπότηρο του ποδοσφαίρου. Το αποκαλούμε “το όμορφο παιχνίδι” και γι αυτό, θα πρέπει πάντα να υπάρχει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο μια θέση για ένα νέο Menotti. Για κάθε σκληροπυρηνικό ρεαλιστή, υπάρχει ο ιδεαλιστής που έχει ελεύθερη σκέψη και τολμά να οραματίζεται έναν τρόπο παιχνιδιού χωρίς να εξετάζει πως είναι το γρασίδι στο γήπεδο. Ναι, συμφωνώ ότι σήμερα ένας προπονητής, δεν θα μπορούσε να έχει ένα τσιγάρο συνέχεια στο στόμα του, λόγω της καθολικής απαγόρευσης του καπνίσματος. Ούτε το να φορά μια χοντρή χρυσή αλυσίδα θα ήταν πραγματικά σύμφωνο με τη σύγχρονη μόδα, αλλά να θυμάστε ότι το ποδόσφαιρο όπως και η ίδια η ζωή  χρειάζεται πάντα μορφές όπως αυτή του César Luis Menotti. Υπάρχει πάντα χώρος για νέες ιδέες στο παιχνίδι και τη ζωή.