Αν φτάσεις μέχρι το τέλος του δρόμου στο Ευρωμπάσκετ 2022, θα έχεις δώσει συνολικά 9 αγώνες. Η εθνική μας ομάδα είναι ήδη στα 2/3 του δρόμου, έχοντας δώσει 6 αναμετρήσεις με ισάριθμες νίκες.
Αλλες επιτεύχθηκαν με εντυπωσιακές εμφανίσεις και εμφατική απόδοση (όπως το εκπληκτικό δεύτερο ημίχρονο απέναντι στην δυνατή Ουκρανία) και άλλες με το στανιό και με το ζόρι (όπως ο χθεσινός ψυχοβγαλτικός πρώτος νοκ άουτ αγώνας με την εξαιρετικά οργανωμένη και ομάδα-σε-όλα-της Τσεχία ή τα μερικά μπλακ άουτ που έπαθε απέναντι στην Ιταλία και την Κροατία).
Ωστόσο, αυτή η εθνική ομάδα αν δείχνει κάτι είναι συγκεκριμένα δυο πράγματα: όπως ο προ δεκαετίας Ολυμπιακός του Σπανούλη με τις back-to-back κατακτήσεις της Ευρωλίγκας, έτσι και αυτή η εθνική σχεδόν σε προδιαθέτει ότι με κάποιο τρόπο στο τέλος θα τα καταφέρει, θα πάρει το ροζ φύλλο του αγώνα και η καρδάρα με το γάλα δεν θα χυθεί.
Και, το δεύτερο και σημαντικότερο, που σχετίζεται άρρηκτα με το πρώτο περί ηρεμίας και ψύχραιμης διαχείρισης ενός αγώνα που μπορεί να έχει «στραβώσει», είναι ότι στον πάγκο μας δεν κάθεται ένας προπονητής-τουρίστας, αλλά ο Δημήτρης Ιτούδης, ένας εκ των καλύτερων της Ευρώπης, με πλάνο, σχέδιο και συγκεκριμένους «λαγούς», εν είδη συστημάτων, που μπορεί να βγάλει ανά πάσα στιγμή από το καπέλο του.
Μετά από έξι αγώνες λοιπόν, αυτή η εθνική μπάσκετ είναι για αρχή πάρα πολύ επιθετική. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια που διάφοροι γνωστοί μπασκετικοί δημοσιογράφοι διακήρυτταν με σθένος ότι «η άμυνα βρίσκεται στο dna της εθνικής μας. Με αυτή ζούμε και με αυτή πεθαίνουμε».
Ε, όχι. Τέτοιοι αφορισμοί μακριά από εμάς -και ας προέρχονται από μια αμιγώς ρεαλιστική αντιμετώπιση του (τότε) ρόστερ που δεν ξεχείλιζε από το ταλέντο της σημερινής ομάδας.
Η άμυνα κερδίζει τους αγώνες, λένε οι Αμερικάνοι, και η επίθεση γεμίζει τα γήπεδα, αλλά η εθνική μας ομάδα καταφέρνει πλέον να συνδυάζει και τα δυο: είναι ίσως η πιο επιθετική εθνική που είδαμε τα τελευταία χρόνια -ίσως ακόμη πιο επιθετική και από την ομάδα-όνειρο της διετίας 2005-2006 με το ένα ευρωπαίκό και τη νίκη επί της Dream Team στην Σαϊτάμα την 1η Σεπτέμβρη του 2006.
Η Ελλάδα λοιπόν τρέχει. Πολύ. Χρησιμοποιεί το ανοικτό γήπεδο και σε κάθε αγώνα πλησιάζει την κατοστάρα. Φυσικά, όλα αυτά γίνονται επειδή: α. διαθέτει τον πιο γρήγορο ψηλό της υφηλίου, τον Γιάννη, αλλά και δυο από τους καλύτερους γκαρντ της Ευρώπης να τον τροφοδοτούν αφειδώς με ασίστ (Σλούκα και Καλάθη).
Επίσης, η εθνική μας ομάδα διαθέτει, ως αφανή ήρωα, και σταθερά σταθερό ποιοτικά παίκτη της τον αρχηγό της, Κώστα Παπανικολάου, ο οποίος κάνει, αθόρυβα και δίχως να το έχει καταλάβει κανείς, ένα σπουδαίο τουρνουά, βοηθώντας σε κάθε γωνιά του γηπέδου, μαζεύοντας «σκουπίδια», δηλαδή φαινομενικά χαμένα επιθετικά ριμπάουντ και παίζοντας σκυλίσια άμυνα επί σχεδόν 30 λεπτά σε κάθε αγώνα απέναντι στον σταρ της αντίπαλης ομάδας. Τρώει πολύ ξύλο και δίνει άλλο τόσο και αν φτάσουμε μέχρι το τέλος θα είναι αυτός που σηκώσει πανάξια και με το σπαθί του το τρόπαιο.
Ο Ιτούδης έχει ζητήσει εκτός από επιθετική επίθεση και παίζουμε και επιθετική άμυνα, όπερ και σημαίνει πως οι παίκτες όλοι παίρνουν ρίσκα, άλλοτε χρησιμα, άλλοτε αχρείαστα. Τα κλεψίματα και οι τάπες πέφτουν σαν βροχή, το physical game είναι πάντα στα όρια του φάουλ (χωρίς ωστόσο ποτέ να είχαμε απώλειες βασικών παικτών με 5 φάουλ) και γι’ αυτό άλλωστε τα στατιστικά λένε ότι είμαστε πρώτοι σε κλεψίματα και κοψίματα.
Και κάπως έτσι, στον αιφνιδιασμό και σε run-and-gun παιχνίδι, η Ελλάδα είναι ίσως η καλύτερη ομάδα του Ευρωμπάσκετ (καλύτερη από Σλοβενίες και Γαλλίες και Ισπανίες, που, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα συμπληρώσουν μαζί με μας, την πρώτη τετράδα και την ζώνη των μεταλλίων).
Επίσης, εκτός του Γιάννη, διαθέτει ίσως τον πιο απρόβλεπτο «κοντό» παίκτη της διοργάνωσης, τον Τάιλερ Ντόρσεϊ, ο οποίος είναι σαν τον θεό Ιανό των Ρωμαίων: όταν δείξει το καλό του πρόσωπο θα είναι καλύτερος ακόμη και από τον Αντετοκούνμπο, όμως αν παροπλιστεί ή δεν του βγει το ματς, τότε θα του βγει το κακό του πρόσωπο. Δεν είναι το βαρόμετρο της ομάδας, ευτυχώς (αυτός είναι ο Γιάννης και ο Παπανικολάου), αλλά είναι ίσως ο πιο συναρπαστικός παίκτης να βλέπεις να διαλύει τις αντίπαλες άμυνες με σουτ από το… σπίτι του.
Το πραγματικό κατόρθωμα του κόουτς Ιτούδη είναι ότι έχει προσδώσει σε κάθε έναν από τους 12 παίκτες το mentality του «μπαίνεις μέσα στο παρκέ ανά πάσα στιγμή και παίρνεις μόνος σου τον αγώνα για πάρτη μας»: στους πρώτους δυο αγώνες έλαμψε το άστρο του Δημήτρη Αγραβάνη που έβγαλε ψυχή και ταλέντο.. χιλίων καρδιναλίων. Στους επόμενους, ο Παπαγιάννης, ο Λούντζης και ο Λαρεντζάκης ντύθηκαν «Ντόρσεϊ» και έβαζαν τα πιο κουλά τρίποντα της διοργάνωσης.
Στο χθεσινό αγώνα με την δυσκολοκατάβλητη Τσεχία, τον ρόλο του καμικάζι επωμίστηκαν δυο παίκτες που στα πρώτα πέντε μετς του ομίλου στο Μιλάνο ήταν ωσεί παρόντες: ο Παπαπέτρου με τον Καλάθη, οι οποίοι κουβάλησαν την Ελλάδα μέχρι το τέταρτο δεκάλεπτο, εκεί όπου ο Γιάννης, εκμεταλλευόμενος την φυσιολογική κούραση των αντιπάλων του, με τα διαρκή ματσαρίσματα των 3-4 παικτών πάνω του, βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό να αλωνίσει το γήπεδο και να πάρει μόνος του τη νίκη που μας πέρασε στους «8» της διοργάνωσης.
Και η νίκη αυτή ήταν σημαντική γιατί, αφενός ήταν το πρώτο νοκ-άουτ και «δίχως αύριο» ματς (το μεγάλο φαβορί, οι Σέρβοι είναι ήδη στο Βελιγράδι, ας πούμε και κλαίνε τον αποκλεισμό τους, μάλλον στην χειρότερη εμφάνιση τους σε διεθνή διοργάνωση τα τελευταία δέκα χρόνια) και κατά δεύτερο, ένα άγχος υπάρχει πάντα πριν από το πρώτο ραντεβού, είτε είσαι ομάδα 12 παικτών, είτε άνθρωπος που ψάχνει το έτερό του ήμισυ.
«Αν δεν βάλουν τα σουτ οι παίκτες μου, το πρόβλημα δεν είναι δικό τους, αλλά δικό μου. Εγώ τους κρατώ μέσα [στο παρκέ] και εγώ παίρνω την ευθύνη για τα σουτ αυτά», είπε χθες βράδυ ο Ιτούδης. Αυτο σημαίνει, βασικά, κάτι που σχεδόν κανένας προπονητής δεν παραδέχεται: ότι όλα τα σουτ προκύπτουν βάσει συγκεκριμένων συστημάτων: αν το σύστημα βγει, το καλάθι θα μπει. Αλλιώς, σημαίνει ότι ένα βεβιασμένο και τραβηγμένο από τα μαλλιά σουτ, δεν πήγε σύμφωνα με τας προπονητικάς γραφάς. Γι’ αυτό ο κόουτς Ιτούδης είναι σπουδαίος: γιατί δεν κρύβεται πίσω από την αστοχία των παικτών του.
Και για έναν ακόμη λόγο: όταν το ελληνικό «κάρο» κόλλησε, χθες βράδυ, για πρώτη φορά τόσο πολύ, στην «λάσπη» της σκληρής αμυντικής τακτικής των αντιπάλων του, δεν υπήρξε κανέναν πανικός από το προπονητικό επιτελείο: το σχήμα κόντυνε, ο Παπαγιάννης αποσύρθηκε, ο Αγραβάνης δεν χρησιμοποιήθηκε καν, και έπαιξε στην θέση «5» ο Γιάννης μαζί με τέσσερις μετρίου ύψους γκαρντ. Με το τρικ αυτό (που λογικά θα χρησιμοποιηθεί και στον αυριανό αγώνα με την παρόμοιου ύφους Γερμανία), ο Ιτούδης «έπνιξε» τα βαριά κορμιά των Τσέχων, που μπορεί να διαθέτουν δύναμη και ταλέντο (αυτός ο Χρούμπαν είναι τεράστιος παικταράς), αλλά η τεχνική κερδίζει τους αγώνες.
Και στην παρούσα φάση, η Ελλάδα είναι στην τετράδα με τις πιο τεχνικές ομάδες της Ευρώπης.
Οπότε, τι έχουμε να περιμένουμε αύριο από την «επίσημη αγαπημένη»; Η Γερμανία δεν είναι δα και κανά τρομερό φόβητρο, διαθέτει όμως τον υπερηχητικό Ντένις Σρέντερ να κάνει πράγματα και θάματα, ενώ έχουν την δύναμη της έδρας καθώς, λογικά και τα «σπόρια» από τους διαιτητές (οι οποίοι μέχρι στιγμής είναι η μοναδική παραφωνία σε μια διοργάνωση που μάλλον είναι η καλύτερη της τελευταίας δεκαετίας).
Αν η Ελλάδα περάσει την Γερμανία, τότε στον ημιτελικό θα παίξει με τον κακό της δαίμονα, την Ισπανία, η οποία πλέον είναι μια σεβάσμια δύναμη, όπως πάντα, αλλά για πρώτη φορά ούτε τρομάζει, ούτε λέει κανείς από μέσα του «καλώς τα τα παιδιά, καλώς τα τα 20-0». Και μετά θα έχουμε, λογικά, έναν τελικό, είτε με την Σλοβενία του έτερου «παιδιού-θαύματος», του Λούκα Ντόνσιτς, είτε με την υπολογίσιμη, αλλά ελαφρώς κουρασμένη και γηραλέα Γαλλία.
Με τα γραφεία στοιχημάτων ήδη να προεξοφλούν έναν πολύ πιθανό τελικό Αντετοκούνμπο εναντίον Ντόνσιτς.