Δεν ξέρω αν είναι η πρώτη γυναίκα DJ στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα είναι από τις πρώτες. Όχι πως στον κόσμο της Θέκλας Τσελεπή έχουν σημασία οι πρωτιές, τα παράσημα, οι μουσικές λίστες και οι επίπλαστες, γκλαμουράτες καταστάσεις. Από πολύ μικρή ηλικία αποφάσισε ότι θέλει να ζήσει τη ζωή της με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά παράλληλα έναν τρόπο που η ίδια θεωρούσε αυθεντικό με ουσία και νόημα, κόντρα σε όλες τις κοινωνικές προδιαγραφές. Έχει επιλέξει ένα σύμπαν άλλο, που αποτέλεσε γι’αυτήν καταφύγιο, μα και την ίδια στιγμή εφαλτήριο. Δουλεύει πάντα νύχτα, από μικρό κοριτσάκι, νταλκαδιάζει με τους Velvet Underground, αλλά μπορεί και να την συγκινήσει μια Άρια του Μπιζέ, ή ένα κομμάτι μπάντζο από τα Απαλάχια. Στα DJ σετς της, αλλά και στις ραδιοφωνικές εκπομπές που κάνει καθημερινά «Στο Κόκκινο», φτιάχνει μικρές ιστορίες που ο κοινός παρονομαστής είναι οι διάφορες μουσικές.
«Τα πράγματα που μας ορίζουν δεν είναι αυτά που διαλέγουμε, αλλά αυτά που μας συμβαίνουν». Δεν εξαρτώνται πολλά από το χέρι μας, από το χέρι μας εξαρτάται μόνο πώς θα σταθούμε μέσα στα πράγματα που μας συμβαίνουν, που έρχονται σαν τον ρου του χρόνου. Αυτό είναι ίσως το απόσταγμα από τη συζήτηση μας με τη Θέκλα Τσελεπή. Η ζωή, η δημιουργικότητα, οι δυσκολίες όλα τελικά δείχνουν πόση λίγη εξουσία έχουμε πάνω στη ζωή μας. Όμως αυτό, είναι τελικά ένα δώρο παρά μια κατάρα. Το μεγαλείο της ζωής, είναι στην αξιοπρέπειά της, στην ικανότητα να αντέχεις τον χαμό, να αγαπάς αυτό που σε κάνει χαρούμενο και να μπορείς να το βρεις, να το δημιουργείς ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Στην νιότη, στις απώλειες, ακόμα και στο γήρας, στη φθορά.
Την συνάντησα σε έναν κάθετο πεζόδρομο της Αγίου Μελετίου, κι ευθύς εξαρχής συμφωνήσαμε σχεδόν συνωμοτικά να πιούμε ένα ποτάκι σε ένα κούρδικο μαγαζί. Αυτή ουίσκι, εγώ τζιν. Βλέποντας την από μακριά καθώς πλησίαζε, μου φάνταζε σα να έβγαινε διθυραμβικά μέσα από τους υπονόμους της Αθηναϊκής αντικουλτούρας, ιππεύοντας μια μανιασμένη λεοπάρδαλη. Δυναμική μα και τρυφερή με έναν πολύ δικό της τρόπο. Ένιωσα έναν θαυμασμό αλλά και μια ελπίδα. Μια ελπίδα ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο μια βαρετή και μίζερη χαβούζα. Είναι και κάτι άλλο.
– Θα ήθελα να μου πεις ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική.
Α, πάμε πάρα πολύ πίσω, ακόμα πριν το νηπιαγωγείο. Στο σπίτι πάντα έπαιζε ένα ραδιοφωνάκι , αρχές δεκαετίας του ’60, τότε ακούγαμε αυτό που λέμε «Ευρωπαϊκή» μουσική, δηλαδή όλα αυτά τα διασκευασμένα ταγκό, βαλσάκια κτλ., και κάποια ελαφρολαϊκά. Αλλά και στις παρέες των μεγάλων, σε τραπέζια σε σπίτια ή σε ταβέρνες, τραγουδάγανε διάφορα από το τσιτσόρνια μέχρι δημοτικά και καντάδες. Στο σπίτι υπήρχε και το έπιπλο, ένα Philips πικαπ και ραδιόφωνο όπου ο πατέρας μου άμα μεράκλωνε έβαζε και κανά δισκάκι, και πολύ σύντομα άρχισα να φτιάχνω το δικό μου μουσικό σύμπαν, το οποίο ξεκινούσε το πρωί με το τραγουδάκι «Η θεία Λένα στα μικρά παιδιά» . Η εκπομπή δηλαδή της Αντιγόνης Μεταξά.
Καλημέρα σας παιδιά τρα λα λα λα
Σηκωθείτε με χαρά τρα λα λα λα λα
Η ζωή μας προσκαλεί τρα λα λα λα λα…
Το έπαιζε στο κρατικό ραδιόφωνο κάθε μέρα 8 το πρωί, το άκουγα και πήγαινα νηπιαγωγείο, πρώτη δημοτικού κοκ. Από τότε είχα και το δικό μου τρανζιστοράκι. Μπορώ να πω ότι μεγάλωσα σε ένα ελευθεριακό περιβάλλον. Έπαιρνα δηλαδή το ραδιοφωνάκι στο κρεβάτι μου. Δεν είχαμε «κλείστο να κοιμηθείς» και τέτοια. Οπότε οι μουσικές μου μνήμες όπως καταλαβαίνεις, πάνε πολύ μακριά. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω ένα και μόνο κομμάτι. Για μένα η μουσική είναι μια συνέχεια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μετά στο δημοτικό, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη δημοτικού, πήγαινα μαζί με τον μπαμπά μου στο δισκάδικο της γειτονιάς -τότε η κάθε γειτονιά είχε το δισκοπωλείο της- και μου έπαιρνε όλες τις νέες κυκλοφορίες, από Rolling Stones, Fransoise Hardy, Al Bano & Romina Power μέχρι Chuck Berry. Έναν ωραίο αχταρμά δηλαδή από ποικιλία. Και σιγά-σιγά διαμόρφωσα τη δική μου δισκοθήκη. Μετά πλάκωσαν οι χίπιδες. Υπήρχε ο σταθμός της αμερικάνικης βάσης «American Forces Radio Athens», και λέω, εμένα αυτά μου αρέσουν. Μετά πήρα το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band», War & Eric Burton, Big Brother and the Holding Company με την Janis Joplin, και λέω, εδώ είμαστε. Ένιωθα δυνατά συναισθήματα ακούγοντας και άρχισα να έχω βάσιμες υποψίες ότι αυτή η κατάσταση πάει και πέρα από την μουσική. «Εγώ έτσι θα ζήσω» αποφάσισα τότε, ενστικτωδώς στην αρχή κι όχι και πολύ αργότερα, απολύτως συνειδητά. Μεγάλωσα χωρίς μητέρα, με πολλή φροντίδα μεν, κάπως ανεξέλεγκτα δε. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος διαμορφώνει τον ψυχισμό του από πολύ νωρίς, κι εγώ ήξερα από πολύ μικρή.
– Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με το ραδιόφωνο και να παίζεις μουσική στα μαγαζιά;
Αυτά ξεκίνησαν παράλληλα, την ίδια περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Εκείνη την εποχή για να ασχοληθείς με το ραδιόφωνο, είτε για να παίξεις σε μαγαζί, υπήρχε μια αναγκαία συνθήκη για να συμβεί αυτό, που απαιτούσε να έχεις δισκοθήκη. Δεν είναι όπως είναι τώρα που παίζεις με ένα στικάκι, ένα λάπτοπ και κατεβάζεις κομμάτια από το ίντερνετ. Τότε έπρεπε να είχες δισκοθήκη για να παίξεις και δεν είχαν πολλοί άνθρωποι δισκοθήκη και βέβαια επειδή τους δίσκους τους χρυσοπληρώναμε και κοπιάζαμε για να τους βρούμε, ταξιδεύαμε ακόμα για να βρούμε δίσκους, κι αυτό σήμαινε ότι τους είχε ακούσει τους δίσκους, ότι τους είχες λιώσει για την ακρίβεια. Επομένως αυτοί που μπορούσαν να παίξουν μουσική στο ραδιόφωνο, ή να παίξουν βράδυ, ήταν λίγοι, δεν ήταν πολλοί. Και θα σου πω και πως έγινε. Εγώ από 13-14 χρονών ήμουνα μέσα στα κλαμπάκια, οπότε ήρθε κάπως, ξέρεις, φυσικώ τω τρόπω. Δεν είχε και καθόλου γυναίκες DJ τότε απ’ ότι θυμάμαι.
– Πώς ήταν τότε να είσαι γυναίκα DJ;
Αυτό ήταν κάτι που δεν με είχε απασχολήσει ποτέ, ουδέποτε. Εμάς τα προβλήματά μας ήταν ότι μας κράζαν συνολικά, αγόρια-κορίτσια, άντρες, γυναίκες, γκέι, τρανς κτλ. Δεν είχε να κάνει με το φύλο. Δεν με απασχόλησε ποτέ το φύλο μου ως κάτι που μπορεί να σταθεί εμπόδιο ή κάτι τέτοιο. Ημουν κορίτσι αλλά μπορούσα να γίνω και αγόρι.
Δεν είμαι ακριβώς τύπος που επιζητώ την αποδοχή της κοινωνίας για να ζήσω την ζωή μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η γνώμη των πολλών ως προς το άτομό μου. Ο καθένας σκέφτεται ό,τι θέλει. Κι εγώ το ίδιο. Μ’ ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των φίλων ανθρώπων. Ποιοι να με αποδεχτούν δηλαδή, αυτοί τους οποίους αμφισβητώ; Τί φάση δηλαδή, θα ζητιανεύουμε την αποδοχή από αυτή την κοινωνία;
Το θέμα είναι να υπάρχει χώρος, δηλαδή να μπορούν οι άνθρωποι να ζούνε, να έχουν ένα σπίτι, μια δουλειά, μόρφωση και φροντίδα στην υγεία τους, να αμείβονται και να φτάνουν τα λεφτά να ζήσουν αξιοπρεπώς στον τόπο που επιθυμούν και νιώθουν οικεία και άνετα για μια σειρά από λόγους. Θρησκείας, συνηθειών κλπ Αλλά να μπορούν να ζουν ακόμα και αυτοί που δεν δύνανται ή δεν θέλουν να δουλέψουν. Όταν φτωχοποιείς βίαια τον πληθυσμό και τον αναγκάζεις να μεταναστεύει μέσα σε μια συνθήκη φόβου και μίσους, και μετά έρχεσαι να μου λες για αποδοχή, ποια αποδοχή να πούμε, κοροϊδευόμαστε; Τα κάνεις «πουτάνα», τα ανακατεύεις όλα, και μετά μου λες «αποδοχή»;
«Αποδοχή», «ορατότητα», «διαφορετικότητα». Για τη ταμπακιέρα δε μιλάει πια κανείς, και η ταμπακιέρα ποια είναι; Ποιος έχει το χρήμα και την εξουσία και πώς μοιράζεται το χρήμα, αυτό είναι το θέμα. Αυτοί που έχουν το χρήμα και την εξουσία, καταστρέφουν τις χώρες, ξεζουμίζουν τη γη, σπέρνουν φόβο και θάνατο με τούς πολέμους, ανακατεύουν τους πληθυσμούς και τους γαμάνε το κέρατο, και μετά σου λένε αυτά τα μεταμοντέρνα, new age, «Me Too», «You Too», μου σου του και μας έχει μπει η πούτσα μέχρι το λαρύγγι και δε μιλάει κανείς. Δηλαδή τί φάση; Άστα, χέστα.
Σημασία έχει ότι συναντήθηκα με αυτή τη φάση που λέγεται μουσική, παρέες, ψυχαγωγία, και τόλμησα να παλέψω τη ζωή μου και την παλεύω με αυτόν τον τρόπο. Αυτό είναι το σημαντικό. Δηλαδή ένα άλλο σύμπαν.
– Είναι ένα σύμπαν-καταφύγιο ή ένα σύμπαν-πρόταγμα;
Είναι και καταφύγιο και εφαλτήριο. Δεν είναι μονοδιάστατο. Κάποιες φορές είναι καταφύγιο και άλλες εφαλτήριο.
– Έκανες πάντα βραδινή εκπομπή;
Σε όλη μου τη ζωή δουλεύω μόνο νύχτα, από μικρό κοριτσάκι. Έχω δουλέψει είκοσι χρόνια νύχτα, και όταν λέω είκοσι χρόνια, εννοώ κάθε βράδυ, γιατί εκείνες τις εποχές για να πάρουμε ρεπό, έπρεπε να πέσουμε χάμω, να πάμε στο νοσοκομείο, γιατί δεν υπήρχαν εύκολα άτομα να σε αντικαταστήσουν.
– Σου αρέσει η νύχτα;
Μ’ αρέσει γιατί είναι σκοτάδι και δεν φαίνονται όλα! Οι άνθρωποι είναι από τη μια πιο υποψιασμένοι, αλλά πιο χαλαροί από την άλλη. Είναι πιο στοχευμένοι σε μια ας το πούμε πιο ευφορική κατάσταση -όσον αφορά στις νυχτερινές δραστηριότητες και διασκεδάσεις. Την ημέρα που είναι επικεντρωμένοι στη δουλειά, θα βιάζονται, θα σε σπρώξουν, θα σε πατήσουν. Μέσα στο άγχος και την τσίτα είναι ο κόσμος.
– Έχει μια άλλη θεατρικότητα κι επιτελεστικότητα η νύχτα.
Αυτό το επιτελεστικότητα μ’άρεσε (γέλια). Δεν βγαίνουμε μέρα, μέρα βγαίνω μόνο για να βγάλω τον σκύλο το μεσημέρι που ξυπνάω και άμα πρέπει να κάνω κάποια δουλειά, μη σου πω ότι προετοιμάζομαι ψυχολογικά και τρεις μέρες πριν.
– Κούρασε ποτέ η νύχτα;
Όχι μωρέ, όλη η ζωή είναι και κούραση, αλλά υπάρχει κάτι για το οποίο να μην έχεις κοπιάσει για να πραγματοποιηθεί; Δεν υπάρχει, το θέμα είναι το αποτέλεσμα, να βρίσκεται σε μια αρμονία με την κούραση που έχεις καταβάλει. Δηλαδή όταν παίζεις 5-6 ώρες ντιτζεϊλίκι κι έχεις λιώσει, γιατί εγώ όταν παίζω χορεύω ασταμάτητα, ακόμα και σήμερα, αλλά αν έχω περάσει ωραία, δεν με νοιάζει η κούραση. Όλα τα ωραία απαιτούν κούραση, τίποτα δεν γίνεται γρήγορα και εύκολα, αλλιώς πάνε μπες σε έναν τάφο γρήγορα και εύκολα και τελείωσε η υπόθεση. Η κούραση πάντα έχει να κάνει με το πάθος, τη γνώση, με τη λαχτάρα σου να εκφράσεις, να αποτυπώσεις, και να προσφέρεις, όλα αυτά ενέχουν έναν κόπο.
– Δεν θα σε ρωτήσω για τα αγαπημένα σου κομμάτια, γιατί καταλαβαίνω ότι θα είναι πολύ περιοριστικό για σένα, αλλά θα σε ρωτήσω για το είδος της μουσικής γούσταρες όλα αυτά τα χρόνια να παίζεις, που κινούνταν υφολογικά οι επιλογές σου;
Να σου πω, μπορεί να νταλκαδιάζω άσχημα με Velvet Underground, είναι μια ατμόσφαιρα στην οποία μπορώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, δηλαδή μπορώ να αναγνωρίσω στιγμές της ζωής μου, συναισθήματα που έχω βιώσει, από’κει και πέρα μπορεί να συγκινηθώ πάρα πολύ ας πούμε με μια Άρια του Μπιζέ, ή με ένα κομμάτι μπάντζο από τα Απαλάχια ή ένα μπλουζ. Οτιδήποτε μπορεί να πυροδοτήσει μέσα μου δυνατά συναισθήματα. Αυτό αναζητώ στη μουσική. Δεν παίζω με λίστες, πάω εκεί να φτιάξω μια ιστορία με ήχους μέσα στην οποία μπορούμε να συμβυθιστούμε, το κοινό, κι εγώ μαζί, να φύγουμε για κάπου αλλού μαζί. Αυτό είναι η χαρά και θα σου προσφέρει μια αίσθηση πληρότητας, και στο τέλος θα πεις «αχ, ήταν ωραία απόψε». Το ίδιο κάνω και στις εκπομπές μου, φτιάχνω μικρές ιστορίες που ο κοινός παρονομαστής είναι οι διάφορες μουσικές.
Εμένα είναι η ζωή μου αυτά, και όταν καμιά φορά μου λένε «είσαι τυχερή που κάνεις αυτή τη δουλειά», λέω, «πάτε καλά μάγκες;» Δεν είναι κάτι που μου έτυχε, είναι κάτι που το επέλεξα και το πλήρωσα. Πολλές φορές τα αποδίδουμε στην θεά τύχη για να αποποιηθούμε τις ευθύνες.
– Μιας και λέγαμε για τη νύχτα, αν και ξέρω ότι δεν έχεις πολύ καλή σχέση με τη νοσταλγία, αλλά θεωρείς ότι η Αθηναϊκή νύχτα τείνει να εκλείψει;
Καμία νοσταλγία, όλα είναι μέσα μας. Ανά πάσα ώρα και στιγμή είναι παρόντα όλα όσα έχουμε ζήσει, είναι αυτό που είμαστε. Δεν υπάρχουν επιστροφές στη ζωή σε τίποτα, υπάρχει μόνο μια κατεύθυνση. Δεν πιστεύω στην γραμμική πορεία του χρόνου, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχουν επιστροφές. Ο γέγονε γέγονε, δύο φορές αν μπεις στο ίδιο ποτάμι, αυτό δεν θα είναι το ίδιο. Πάει αυτό, από την άλλη, έχω γεννηθεί σε αυτή τη πόλη, κι έχω φάει τη νύχτα με το κουτάλι. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι την Αθήνα ποτέ χειρότερη. Ούτε τη νύχτα αλλά ούτε τη μέρα. Η Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι ένα πουλοβεράκι που έχει ξηλωθεί, κι έχουν πιάσει τα σκυλιά από μια άκρη και το τραβάνε. Ποια είναι τα σκυλιά; Οι δημαρχαίοι, οι περιφερειάρχες, οι εργολάβοι που είναι οι φίλοι τους, και ο ενορχηστρωτής αυτού του ξηλώματος, που είναι η κυβέρνηση.
– Θα πιαστώ από αυτό, και θα σε ρωτήσω, ποια θεωρείς ότι είναι η σχέση της πολιτικής με την αντικουλτούρα, έτσι όπως το βίωσες εσύ;
Η αντικουλτούρα έχει πολιτική ουσία και αυτή είναι η αμφισβήτηση και η ανυπακοή. Η σχέση της πολιτικής όμως με την αντικουλτούρα είναι ανύπαρκτη. Όμως επειδή η πολιτική εξουσία είναι αδίστακτη, και θα χρησιμοποιήσει τα πάντα είτε για να στα πουλήσει, είτε για να σε αποκοιμίσει, είτε για να σε διαφθείρει, όπου βρει λίγο ότι την παίρνει, θα αρπάξει κάτι να το γυαλίσει και μετά να στο πλασάρει σαν προϊόν σε κάποιο ράφι. Πράγμα που έχει συμβεί με πάρα πολλά.
– Όπως δηλαδή συνέβη με την εμπορευματικοποίηση του πανκ.
Ακριβώς, οτιδήποτε μπει στη βιτρίνα για πώληση και αποκτήσει μια τιμή προσιτή, τότε τελείωσε, πάει. Δες το άλλο το τρελό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι να αγοράζουν χρόνο και βιώματα στο φαντασιακό, μέσω των μεταχειρισμένων ρούχων, και δίνουν 300 ευρώ για να αγοράσουν ένα μπλου τζιν σχισμένο. Ουσιαστικά αγοράζεις χρόνο που δεν σου περίσσεψε για να το φθείρεις το ρούχο, και αγοράζεις τη φθορά. Και η αντίφαση είναι ότι ενώ στο ρούχο επιδιώκεις τη φθορά, τη μάπα μας θα την πετρώσουμε. Ζούμε την εποχή της σχιζοφρένειας. Δεν είναι ότι εκτιμάται η παλαιότητα ως μια πηγή γνώσης και πλούτου εμπειριών. Εκτιμάται η παλαιότητα ως μια επιφανειακή προσέγγιση, κι από την άλλη θέλουμε να παραμένουμε πάντα νέοι. Άλλη παπαριά αυτή, η υπερεκτίμηση της νεότητας. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν ζήσεις το γήρας, δεν έχεις δει τίποτα πιστεύω. Δηλαδή είναι άλλη φάση να ζεις τη φθορά σου, αλλά η ζωή είναι μια διαρκής άσκηση, κι εμάς μας αρέσει να ζούμε τα πράγματα, ακόμα και τα δύσκολα, γιατί από αυτά μαθαίνουμε. Είμαστε σαν τα χταπόδια. Θέλει πολύ χτύπημα για να μαλακώσει ο άνθρωπος, αλλιώς μένει σκληρός μαλάκας.
– Τί είναι λες η ευτυχία;
Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει ζήσει όσο πιο κοντά στο πως έχει φανταστεί ότι θα ήθελε να είναι η ζωή του, με όλες τις θυσίες που εμπεριέχει αυτό. Και οι θυσίες και οι χαρές, είναι όλες μέσα. Ευτυχία είναι να νιώθεις μέσα σου βαθειά ότι ξέρεις τί κάνεις, χωρίς να χρειαστεί να πολυσκεφτείς. Να κυλάς δηλαδή αβίαστα, σαν το νεράκι.
– Θα ήθελα να αναφερθούμε λίγο στο κεφάλαιο «καταστολή» στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα είναι μία καρτ ποστάλ: ένα τσολιαδάκι, ένας μπάτσος κι ένας παπάς. Κοιτάς πίσω και είναι κενό. Ζούμε μία μονοδιάστατη μονοφωνία. Είναι μια συντηρητική χώρα γιατί κι οι εξουσίες της με αυτόν τον τρόπο επιλέγουν να κρατούν τον λαό σε μια ψεύτικη κατάσταση με ένα ιστορικό αφήγημα που στην ουσία είναι μια επινόηση, δεν έχει καμία αληθινή βάση. Λίγο αρχαιολατρεία, λίγο Επανάσταση του 1821, λίγο γερμανική κατοχή, λίγο ΠΑΣΟΚ, κι όλο αυτό με μια αμορφωσιά και ασχήμια, χωρίς καμία εμβάθυνση ή εκτίμηση των σημαντικών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολύ σπουδαίοι άνθρωποι παλιά είχαν πει ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Λέω καμιά φορά, γιατί μου αρέσει να μιλάω και με μεταφορές, ότι το ελληνικό αφήγημα είναι ένα σήριαλ που προβάλλεται σε ίδρυμα φιλοξενίας ατόμων σε ημικαταστολή, χωρίς επισκεπτήριο. Σημαντικό το «χωρίς επισκεπτήριο».
– Πώς βλέπεις τη δημιουργία σταθμού μετρό στην Πλατεία Εξαρχείων;
Το θεωρώ μια εκ του πονηρού απόφαση, γιατί θα μπορούσαν ωραιότατα να το κάνουν πέντε δρόμους πιο κάτω ή προς το Μουσείο ή κάπου εκεί. Να μην καταστρέψουν δηλαδή έναν χώρο με την ιστορία του που αποτελεί κέντρο συνάντησης με έναν ισχυρό συμβολισμό. Εδώ παιδί μου πάνε και ξηλώνουν τα παγκάκια από τις πλατείες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν τίποτα το κοινωνικό. Δεν θέλουν οι άνθρωποι να συναντιούνται, να συνομιλούν και να συναποφασίζουν. Θέλουν ο καθένας να είναι μόνος στο σπίτι του, μπροστά σε μια τηλεόραση, μέσα στις υποχρεώσεις και στα χρέη, να μην προλαβαίνει να κάνει «Κιχ», να προλαβαίνει μόνο να δουλεύει, αν είναι τυχερός να έχει δουλειά, που τα λεφτά δεν του φτάνουν να ζήσει, και να τον έχουν σε μια ομηρία, στην ομηρία των υποσχέσεων και τοy φόβου.
Σίγουρα είμαστε σε μια πολύ μεγάλη δυσκολία αυτή τη στιγμή, και όποιος δεν το βλέπει, είναι στην κοσμάρα του, ή έχει ίδιον συμφέρον. Βέβαια η ζωή θα βρει τον τρόπο της. Η ανάγκη είναι η γλυκιά ανάγκη της δημιουργίας. Η ανάγκη γεννάει τα πάντα. Τα πράγματα που μας ορίζουν δεν είναι αυτά που διαλέγουμε είναι αυτά που μας συμβαίνουν. Δεν εξαρτώνται πολλά από το χέρι μας, από το χέρι μας εξαρτάται μόνο πώς θα σταθούμε μέσα στα πράγματα που μας συμβαίνουν. Κι αυτά που συμβαίνουν έρχονται κατά ριπάς.
– Εγώ Θέκλα είμαι καλυμμένη, εκτός αν έχεις εσύ να μοιραστείς κάτι μαζί μας.
Τί να προσθέσω; Εδώ πέρα έχω βρίσει για τρεις συνεντεύξεις.
Την Θέκλα Τσελεπή την ακούμε καθημερινά 23:00 – 24:00 στην Ραδιοφωνική της εκπομπή «Καθόμαστε στο Κόκκινο».
Δεν ξέρω αν είναι η πρώτη γυναίκα DJ στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα είναι από τις πρώτες. Όχι πως στον κόσμο της Θέκλας Τσελεπή έχουν σημασία οι πρωτιές, τα παράσημα, οι μουσικές λίστες και οι επίπλαστες, γκλαμουράτες καταστάσεις. Από πολύ μικρή ηλικία αποφάσισε ότι θέλει να ζήσει τη ζωή της με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά παράλληλα έναν τρόπο που η ίδια θεωρούσε αυθεντικό με ουσία και νόημα, κόντρα σε όλες τις κοινωνικές προδιαγραφές. Έχει επιλέξει ένα σύμπαν άλλο, που αποτέλεσε γι’αυτήν καταφύγιο, μα και την ίδια στιγμή εφαλτήριο. Δουλεύει πάντα νύχτα, από μικρό κοριτσάκι, νταλκαδιάζει με τους Velvet Underground, αλλά μπορεί και να την συγκινήσει μια Άρια του Μπιζέ, ή ένα κομμάτι μπάντζο από τα Απαλάχια. Στα DJ σετς της, αλλά και στις ραδιοφωνικές εκπομπές που κάνει καθημερινά «Στο Κόκκινο», φτιάχνει μικρές ιστορίες που ο κοινός παρονομαστής είναι οι διάφορες μουσικές.
«Τα πράγματα που μας ορίζουν δεν είναι αυτά που διαλέγουμε, αλλά αυτά που μας συμβαίνουν». Δεν εξαρτώνται πολλά από το χέρι μας, από το χέρι μας εξαρτάται μόνο πώς θα σταθούμε μέσα στα πράγματα που μας συμβαίνουν, που έρχονται σαν τον ρου του χρόνου. Αυτό είναι ίσως το απόσταγμα από τη συζήτηση μας με τη Θέκλα Τσελεπή. Η ζωή, η δημιουργικότητα, οι δυσκολίες όλα τελικά δείχνουν πόση λίγη εξουσία έχουμε πάνω στη ζωή μας. Όμως αυτό, είναι τελικά ένα δώρο παρά μια κατάρα. Το μεγαλείο της ζωής, είναι στην αξιοπρέπειά της, στην ικανότητα να αντέχεις τον χαμό, να αγαπάς αυτό που σε κάνει χαρούμενο και να μπορείς να το βρεις, να το δημιουργείς ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Στην νιότη, στις απώλειες, ακόμα και στο γήρας, στη φθορά.
Την συνάντησα σε έναν κάθετο πεζόδρομο της Αγίου Μελετίου, κι ευθύς εξαρχής συμφωνήσαμε σχεδόν συνωμοτικά να πιούμε ένα ποτάκι σε ένα κούρδικο μαγαζί. Αυτή ουίσκι, εγώ τζιν. Βλέποντας την από μακριά καθώς πλησίαζε, μου φάνταζε σα να έβγαινε διθυραμβικά μέσα από τους υπονόμους της Αθηναϊκής αντικουλτούρας, ιππεύοντας μια μανιασμένη λεοπάρδαλη. Δυναμική μα και τρυφερή με έναν πολύ δικό της τρόπο. Ένιωσα έναν θαυμασμό αλλά και μια ελπίδα. Μια ελπίδα ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο μια βαρετή και μίζερη χαβούζα. Είναι και κάτι άλλο.
– Θα ήθελα να μου πεις ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική.
Α, πάμε πάρα πολύ πίσω, ακόμα πριν το νηπιαγωγείο. Στο σπίτι πάντα έπαιζε ένα ραδιοφωνάκι , αρχές δεκαετίας του ’60, τότε ακούγαμε αυτό που λέμε «Ευρωπαϊκή» μουσική, δηλαδή όλα αυτά τα διασκευασμένα ταγκό, βαλσάκια κτλ., και κάποια ελαφρολαϊκά. Αλλά και στις παρέες των μεγάλων, σε τραπέζια σε σπίτια ή σε ταβέρνες, τραγουδάγανε διάφορα από το τσιτσόρνια μέχρι δημοτικά και καντάδες. Στο σπίτι υπήρχε και το έπιπλο, ένα Philips πικαπ και ραδιόφωνο όπου ο πατέρας μου άμα μεράκλωνε έβαζε και κανά δισκάκι, και πολύ σύντομα άρχισα να φτιάχνω το δικό μου μουσικό σύμπαν, το οποίο ξεκινούσε το πρωί με το τραγουδάκι «Η θεία Λένα στα μικρά παιδιά» . Η εκπομπή δηλαδή της Αντιγόνης Μεταξά.
Καλημέρα σας παιδιά τρα λα λα λα
Σηκωθείτε με χαρά τρα λα λα λα λα
Η ζωή μας προσκαλεί τρα λα λα λα λα…
Το έπαιζε στο κρατικό ραδιόφωνο κάθε μέρα 8 το πρωί, το άκουγα και πήγαινα νηπιαγωγείο, πρώτη δημοτικού κοκ. Από τότε είχα και το δικό μου τρανζιστοράκι. Μπορώ να πω ότι μεγάλωσα σε ένα ελευθεριακό περιβάλλον. Έπαιρνα δηλαδή το ραδιοφωνάκι στο κρεβάτι μου. Δεν είχαμε «κλείστο να κοιμηθείς» και τέτοια. Οπότε οι μουσικές μου μνήμες όπως καταλαβαίνεις, πάνε πολύ μακριά. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω ένα και μόνο κομμάτι. Για μένα η μουσική είναι μια συνέχεια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μετά στο δημοτικό, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη δημοτικού, πήγαινα μαζί με τον μπαμπά μου στο δισκάδικο της γειτονιάς -τότε η κάθε γειτονιά είχε το δισκοπωλείο της- και μου έπαιρνε όλες τις νέες κυκλοφορίες, από Rolling Stones, Fransoise Hardy, Al Bano & Romina Power μέχρι Chuck Berry. Έναν ωραίο αχταρμά δηλαδή από ποικιλία. Και σιγά-σιγά διαμόρφωσα τη δική μου δισκοθήκη. Μετά πλάκωσαν οι χίπιδες. Υπήρχε ο σταθμός της αμερικάνικης βάσης «American Forces Radio Athens», και λέω, εμένα αυτά μου αρέσουν. Μετά πήρα το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band», War & Eric Burton, Big Brother and the Holding Company με την Janis Joplin, και λέω, εδώ είμαστε. Ένιωθα δυνατά συναισθήματα ακούγοντας και άρχισα να έχω βάσιμες υποψίες ότι αυτή η κατάσταση πάει και πέρα από την μουσική. «Εγώ έτσι θα ζήσω» αποφάσισα τότε, ενστικτωδώς στην αρχή κι όχι και πολύ αργότερα, απολύτως συνειδητά. Μεγάλωσα χωρίς μητέρα, με πολλή φροντίδα μεν, κάπως ανεξέλεγκτα δε. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος διαμορφώνει τον ψυχισμό του από πολύ νωρίς, κι εγώ ήξερα από πολύ μικρή.
– Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με το ραδιόφωνο και να παίζεις μουσική στα μαγαζιά;
Αυτά ξεκίνησαν παράλληλα, την ίδια περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Εκείνη την εποχή για να ασχοληθείς με το ραδιόφωνο, είτε για να παίξεις σε μαγαζί, υπήρχε μια αναγκαία συνθήκη για να συμβεί αυτό, που απαιτούσε να έχεις δισκοθήκη. Δεν είναι όπως είναι τώρα που παίζεις με ένα στικάκι, ένα λάπτοπ και κατεβάζεις κομμάτια από το ίντερνετ. Τότε έπρεπε να είχες δισκοθήκη για να παίξεις και δεν είχαν πολλοί άνθρωποι δισκοθήκη και βέβαια επειδή τους δίσκους τους χρυσοπληρώναμε και κοπιάζαμε για να τους βρούμε, ταξιδεύαμε ακόμα για να βρούμε δίσκους, κι αυτό σήμαινε ότι τους είχε ακούσει τους δίσκους, ότι τους είχες λιώσει για την ακρίβεια. Επομένως αυτοί που μπορούσαν να παίξουν μουσική στο ραδιόφωνο, ή να παίξουν βράδυ, ήταν λίγοι, δεν ήταν πολλοί. Και θα σου πω και πως έγινε. Εγώ από 13-14 χρονών ήμουνα μέσα στα κλαμπάκια, οπότε ήρθε κάπως, ξέρεις, φυσικώ τω τρόπω. Δεν είχε και καθόλου γυναίκες DJ τότε απ’ ότι θυμάμαι.
– Πώς ήταν τότε να είσαι γυναίκα DJ;
Αυτό ήταν κάτι που δεν με είχε απασχολήσει ποτέ, ουδέποτε. Εμάς τα προβλήματά μας ήταν ότι μας κράζαν συνολικά, αγόρια-κορίτσια, άντρες, γυναίκες, γκέι, τρανς κτλ. Δεν είχε να κάνει με το φύλο. Δεν με απασχόλησε ποτέ το φύλο μου ως κάτι που μπορεί να σταθεί εμπόδιο ή κάτι τέτοιο. Ημουν κορίτσι αλλά μπορούσα να γίνω και αγόρι.
Δεν είμαι ακριβώς τύπος που επιζητώ την αποδοχή της κοινωνίας για να ζήσω την ζωή μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η γνώμη των πολλών ως προς το άτομό μου. Ο καθένας σκέφτεται ό,τι θέλει. Κι εγώ το ίδιο. Μ’ ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των φίλων ανθρώπων. Ποιοι να με αποδεχτούν δηλαδή, αυτοί τους οποίους αμφισβητώ; Τί φάση δηλαδή, θα ζητιανεύουμε την αποδοχή από αυτή την κοινωνία;
Το θέμα είναι να υπάρχει χώρος, δηλαδή να μπορούν οι άνθρωποι να ζούνε, να έχουν ένα σπίτι, μια δουλειά, μόρφωση και φροντίδα στην υγεία τους, να αμείβονται και να φτάνουν τα λεφτά να ζήσουν αξιοπρεπώς στον τόπο που επιθυμούν και νιώθουν οικεία και άνετα για μια σειρά από λόγους. Θρησκείας, συνηθειών κλπ Αλλά να μπορούν να ζουν ακόμα και αυτοί που δεν δύνανται ή δεν θέλουν να δουλέψουν. Όταν φτωχοποιείς βίαια τον πληθυσμό και τον αναγκάζεις να μεταναστεύει μέσα σε μια συνθήκη φόβου και μίσους, και μετά έρχεσαι να μου λες για αποδοχή, ποια αποδοχή να πούμε, κοροϊδευόμαστε; Τα κάνεις «πουτάνα», τα ανακατεύεις όλα, και μετά μου λες «αποδοχή»;
«Αποδοχή», «ορατότητα», «διαφορετικότητα». Για τη ταμπακιέρα δε μιλάει πια κανείς, και η ταμπακιέρα ποια είναι; Ποιος έχει το χρήμα και την εξουσία και πώς μοιράζεται το χρήμα, αυτό είναι το θέμα. Αυτοί που έχουν το χρήμα και την εξουσία, καταστρέφουν τις χώρες, ξεζουμίζουν τη γη, σπέρνουν φόβο και θάνατο με τούς πολέμους, ανακατεύουν τους πληθυσμούς και τους γαμάνε το κέρατο, και μετά σου λένε αυτά τα μεταμοντέρνα, new age, «Me Too», «You Too», μου σου του και μας έχει μπει η πούτσα μέχρι το λαρύγγι και δε μιλάει κανείς. Δηλαδή τί φάση; Άστα, χέστα.
Σημασία έχει ότι συναντήθηκα με αυτή τη φάση που λέγεται μουσική, παρέες, ψυχαγωγία, και τόλμησα να παλέψω τη ζωή μου και την παλεύω με αυτόν τον τρόπο. Αυτό είναι το σημαντικό. Δηλαδή ένα άλλο σύμπαν.
– Είναι ένα σύμπαν-καταφύγιο ή ένα σύμπαν-πρόταγμα;
Είναι και καταφύγιο και εφαλτήριο. Δεν είναι μονοδιάστατο. Κάποιες φορές είναι καταφύγιο και άλλες εφαλτήριο.
– Έκανες πάντα βραδινή εκπομπή;
Σε όλη μου τη ζωή δουλεύω μόνο νύχτα, από μικρό κοριτσάκι. Έχω δουλέψει είκοσι χρόνια νύχτα, και όταν λέω είκοσι χρόνια, εννοώ κάθε βράδυ, γιατί εκείνες τις εποχές για να πάρουμε ρεπό, έπρεπε να πέσουμε χάμω, να πάμε στο νοσοκομείο, γιατί δεν υπήρχαν εύκολα άτομα να σε αντικαταστήσουν.
– Σου αρέσει η νύχτα;
Μ’ αρέσει γιατί είναι σκοτάδι και δεν φαίνονται όλα! Οι άνθρωποι είναι από τη μια πιο υποψιασμένοι, αλλά πιο χαλαροί από την άλλη. Είναι πιο στοχευμένοι σε μια ας το πούμε πιο ευφορική κατάσταση -όσον αφορά στις νυχτερινές δραστηριότητες και διασκεδάσεις. Την ημέρα που είναι επικεντρωμένοι στη δουλειά, θα βιάζονται, θα σε σπρώξουν, θα σε πατήσουν. Μέσα στο άγχος και την τσίτα είναι ο κόσμος.
– Έχει μια άλλη θεατρικότητα κι επιτελεστικότητα η νύχτα.
Αυτό το επιτελεστικότητα μ’άρεσε (γέλια). Δεν βγαίνουμε μέρα, μέρα βγαίνω μόνο για να βγάλω τον σκύλο το μεσημέρι που ξυπνάω και άμα πρέπει να κάνω κάποια δουλειά, μη σου πω ότι προετοιμάζομαι ψυχολογικά και τρεις μέρες πριν.
– Κούρασε ποτέ η νύχτα;
Όχι μωρέ, όλη η ζωή είναι και κούραση, αλλά υπάρχει κάτι για το οποίο να μην έχεις κοπιάσει για να πραγματοποιηθεί; Δεν υπάρχει, το θέμα είναι το αποτέλεσμα, να βρίσκεται σε μια αρμονία με την κούραση που έχεις καταβάλει. Δηλαδή όταν παίζεις 5-6 ώρες ντιτζεϊλίκι κι έχεις λιώσει, γιατί εγώ όταν παίζω χορεύω ασταμάτητα, ακόμα και σήμερα, αλλά αν έχω περάσει ωραία, δεν με νοιάζει η κούραση. Όλα τα ωραία απαιτούν κούραση, τίποτα δεν γίνεται γρήγορα και εύκολα, αλλιώς πάνε μπες σε έναν τάφο γρήγορα και εύκολα και τελείωσε η υπόθεση. Η κούραση πάντα έχει να κάνει με το πάθος, τη γνώση, με τη λαχτάρα σου να εκφράσεις, να αποτυπώσεις, και να προσφέρεις, όλα αυτά ενέχουν έναν κόπο.
– Δεν θα σε ρωτήσω για τα αγαπημένα σου κομμάτια, γιατί καταλαβαίνω ότι θα είναι πολύ περιοριστικό για σένα, αλλά θα σε ρωτήσω για το είδος της μουσικής γούσταρες όλα αυτά τα χρόνια να παίζεις, που κινούνταν υφολογικά οι επιλογές σου;
Να σου πω, μπορεί να νταλκαδιάζω άσχημα με Velvet Underground, είναι μια ατμόσφαιρα στην οποία μπορώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, δηλαδή μπορώ να αναγνωρίσω στιγμές της ζωής μου, συναισθήματα που έχω βιώσει, από’κει και πέρα μπορεί να συγκινηθώ πάρα πολύ ας πούμε με μια Άρια του Μπιζέ, ή με ένα κομμάτι μπάντζο από τα Απαλάχια ή ένα μπλουζ. Οτιδήποτε μπορεί να πυροδοτήσει μέσα μου δυνατά συναισθήματα. Αυτό αναζητώ στη μουσική. Δεν παίζω με λίστες, πάω εκεί να φτιάξω μια ιστορία με ήχους μέσα στην οποία μπορούμε να συμβυθιστούμε, το κοινό, κι εγώ μαζί, να φύγουμε για κάπου αλλού μαζί. Αυτό είναι η χαρά και θα σου προσφέρει μια αίσθηση πληρότητας, και στο τέλος θα πεις «αχ, ήταν ωραία απόψε». Το ίδιο κάνω και στις εκπομπές μου, φτιάχνω μικρές ιστορίες που ο κοινός παρονομαστής είναι οι διάφορες μουσικές.
Εμένα είναι η ζωή μου αυτά, και όταν καμιά φορά μου λένε «είσαι τυχερή που κάνεις αυτή τη δουλειά», λέω, «πάτε καλά μάγκες;» Δεν είναι κάτι που μου έτυχε, είναι κάτι που το επέλεξα και το πλήρωσα. Πολλές φορές τα αποδίδουμε στην θεά τύχη για να αποποιηθούμε τις ευθύνες.
– Μιας και λέγαμε για τη νύχτα, αν και ξέρω ότι δεν έχεις πολύ καλή σχέση με τη νοσταλγία, αλλά θεωρείς ότι η Αθηναϊκή νύχτα τείνει να εκλείψει;
Καμία νοσταλγία, όλα είναι μέσα μας. Ανά πάσα ώρα και στιγμή είναι παρόντα όλα όσα έχουμε ζήσει, είναι αυτό που είμαστε. Δεν υπάρχουν επιστροφές στη ζωή σε τίποτα, υπάρχει μόνο μια κατεύθυνση. Δεν πιστεύω στην γραμμική πορεία του χρόνου, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχουν επιστροφές. Ο γέγονε γέγονε, δύο φορές αν μπεις στο ίδιο ποτάμι, αυτό δεν θα είναι το ίδιο. Πάει αυτό, από την άλλη, έχω γεννηθεί σε αυτή τη πόλη, κι έχω φάει τη νύχτα με το κουτάλι. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι την Αθήνα ποτέ χειρότερη. Ούτε τη νύχτα αλλά ούτε τη μέρα. Η Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι ένα πουλοβεράκι που έχει ξηλωθεί, κι έχουν πιάσει τα σκυλιά από μια άκρη και το τραβάνε. Ποια είναι τα σκυλιά; Οι δημαρχαίοι, οι περιφερειάρχες, οι εργολάβοι που είναι οι φίλοι τους, και ο ενορχηστρωτής αυτού του ξηλώματος, που είναι η κυβέρνηση.
– Θα πιαστώ από αυτό, και θα σε ρωτήσω, ποια θεωρείς ότι είναι η σχέση της πολιτικής με την αντικουλτούρα, έτσι όπως το βίωσες εσύ;
Η αντικουλτούρα έχει πολιτική ουσία και αυτή είναι η αμφισβήτηση και η ανυπακοή. Η σχέση της πολιτικής όμως με την αντικουλτούρα είναι ανύπαρκτη. Όμως επειδή η πολιτική εξουσία είναι αδίστακτη, και θα χρησιμοποιήσει τα πάντα είτε για να στα πουλήσει, είτε για να σε αποκοιμίσει, είτε για να σε διαφθείρει, όπου βρει λίγο ότι την παίρνει, θα αρπάξει κάτι να το γυαλίσει και μετά να στο πλασάρει σαν προϊόν σε κάποιο ράφι. Πράγμα που έχει συμβεί με πάρα πολλά.
– Όπως δηλαδή συνέβη με την εμπορευματικοποίηση του πανκ.
Ακριβώς, οτιδήποτε μπει στη βιτρίνα για πώληση και αποκτήσει μια τιμή προσιτή, τότε τελείωσε, πάει. Δες το άλλο το τρελό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι να αγοράζουν χρόνο και βιώματα στο φαντασιακό, μέσω των μεταχειρισμένων ρούχων, και δίνουν 300 ευρώ για να αγοράσουν ένα μπλου τζιν σχισμένο. Ουσιαστικά αγοράζεις χρόνο που δεν σου περίσσεψε για να το φθείρεις το ρούχο, και αγοράζεις τη φθορά. Και η αντίφαση είναι ότι ενώ στο ρούχο επιδιώκεις τη φθορά, τη μάπα μας θα την πετρώσουμε. Ζούμε την εποχή της σχιζοφρένειας. Δεν είναι ότι εκτιμάται η παλαιότητα ως μια πηγή γνώσης και πλούτου εμπειριών. Εκτιμάται η παλαιότητα ως μια επιφανειακή προσέγγιση, κι από την άλλη θέλουμε να παραμένουμε πάντα νέοι. Άλλη παπαριά αυτή, η υπερεκτίμηση της νεότητας. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν ζήσεις το γήρας, δεν έχεις δει τίποτα πιστεύω. Δηλαδή είναι άλλη φάση να ζεις τη φθορά σου, αλλά η ζωή είναι μια διαρκής άσκηση, κι εμάς μας αρέσει να ζούμε τα πράγματα, ακόμα και τα δύσκολα, γιατί από αυτά μαθαίνουμε. Είμαστε σαν τα χταπόδια. Θέλει πολύ χτύπημα για να μαλακώσει ο άνθρωπος, αλλιώς μένει σκληρός μαλάκας.
– Τί είναι λες η ευτυχία;
Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει ζήσει όσο πιο κοντά στο πως έχει φανταστεί ότι θα ήθελε να είναι η ζωή του, με όλες τις θυσίες που εμπεριέχει αυτό. Και οι θυσίες και οι χαρές, είναι όλες μέσα. Ευτυχία είναι να νιώθεις μέσα σου βαθειά ότι ξέρεις τί κάνεις, χωρίς να χρειαστεί να πολυσκεφτείς. Να κυλάς δηλαδή αβίαστα, σαν το νεράκι.
– Θα ήθελα να αναφερθούμε λίγο στο κεφάλαιο «καταστολή» στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα είναι μία καρτ ποστάλ: ένα τσολιαδάκι, ένας μπάτσος κι ένας παπάς. Κοιτάς πίσω και είναι κενό. Ζούμε μία μονοδιάστατη μονοφωνία. Είναι μια συντηρητική χώρα γιατί κι οι εξουσίες της με αυτόν τον τρόπο επιλέγουν να κρατούν τον λαό σε μια ψεύτικη κατάσταση με ένα ιστορικό αφήγημα που στην ουσία είναι μια επινόηση, δεν έχει καμία αληθινή βάση. Λίγο αρχαιολατρεία, λίγο Επανάσταση του 1821, λίγο γερμανική κατοχή, λίγο ΠΑΣΟΚ, κι όλο αυτό με μια αμορφωσιά και ασχήμια, χωρίς καμία εμβάθυνση ή εκτίμηση των σημαντικών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολύ σπουδαίοι άνθρωποι παλιά είχαν πει ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Λέω καμιά φορά, γιατί μου αρέσει να μιλάω και με μεταφορές, ότι το ελληνικό αφήγημα είναι ένα σήριαλ που προβάλλεται σε ίδρυμα φιλοξενίας ατόμων σε ημικαταστολή, χωρίς επισκεπτήριο. Σημαντικό το «χωρίς επισκεπτήριο».
– Πώς βλέπεις τη δημιουργία σταθμού μετρό στην Πλατεία Εξαρχείων;
Το θεωρώ μια εκ του πονηρού απόφαση, γιατί θα μπορούσαν ωραιότατα να το κάνουν πέντε δρόμους πιο κάτω ή προς το Μουσείο ή κάπου εκεί. Να μην καταστρέψουν δηλαδή έναν χώρο με την ιστορία του που αποτελεί κέντρο συνάντησης με έναν ισχυρό συμβολισμό. Εδώ παιδί μου πάνε και ξηλώνουν τα παγκάκια από τις πλατείες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν τίποτα το κοινωνικό. Δεν θέλουν οι άνθρωποι να συναντιούνται, να συνομιλούν και να συναποφασίζουν. Θέλουν ο καθένας να είναι μόνος στο σπίτι του, μπροστά σε μια τηλεόραση, μέσα στις υποχρεώσεις και στα χρέη, να μην προλαβαίνει να κάνει «Κιχ», να προλαβαίνει μόνο να δουλεύει, αν είναι τυχερός να έχει δουλειά, που τα λεφτά δεν του φτάνουν να ζήσει, και να τον έχουν σε μια ομηρία, στην ομηρία των υποσχέσεων και τοy φόβου.
Σίγουρα είμαστε σε μια πολύ μεγάλη δυσκολία αυτή τη στιγμή, και όποιος δεν το βλέπει, είναι στην κοσμάρα του, ή έχει ίδιον συμφέρον. Βέβαια η ζωή θα βρει τον τρόπο της. Η ανάγκη είναι η γλυκιά ανάγκη της δημιουργίας. Η ανάγκη γεννάει τα πάντα. Τα πράγματα που μας ορίζουν δεν είναι αυτά που διαλέγουμε είναι αυτά που μας συμβαίνουν. Δεν εξαρτώνται πολλά από το χέρι μας, από το χέρι μας εξαρτάται μόνο πώς θα σταθούμε μέσα στα πράγματα που μας συμβαίνουν. Κι αυτά που συμβαίνουν έρχονται κατά ριπάς.
– Εγώ Θέκλα είμαι καλυμμένη, εκτός αν έχεις εσύ να μοιραστείς κάτι μαζί μας.
Τί να προσθέσω; Εδώ πέρα έχω βρίσει για τρεις συνεντεύξεις.
Την Θέκλα Τσελεπή την ακούμε καθημερινά 23:00 – 24:00 στην Ραδιοφωνική της εκπομπή «Καθόμαστε στο Κόκκινο».