Ο Yukio Mishima παραμένει ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς της Ιαπωνίας, ένας αμφιλεγόμενος μυθιστοριογράφος που ασχολήθηκε με τις αντιφάσεις εντός της εθνικής ταυτότητας της Ιαπωνίας και εντός του δικού του βασανισμένου ψυχισμού. Ρίχνοντας μια ματιά στη ζωή και το έργο του, διερωτόμαστε αν ο διαβόητος θάνατός του ήταν μια περίπτωση γενναίου χαρακίρι ή μιας ηττοπαθούς αυτοκτονίας. Σε αυτό το άρθρο λοιπόν θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε τη διχοτομική φύση του Mishima, και το μυστήριο του θανάτου του, μέσα από μια σύντομη ματιά στη ζωή του και σε ορισμένα από τα έργα του.

«Ο Mishima πήρε ένα από αυτά [ένα σπαθί] και μου έδειξε τη διαδικασία του χαρακίρι… Μετά είπε ότι θα μου δείξει πώς ένας σαμουράι συνήθιζε να βοηθάει έναν φίλο του να κάνει χαρακίρι. Μου είπε να γονατίσω στο χαλί. Μπορούσα να νιώσω την κοφτερή άκρη του σπαθιού να αγγίζει σχεδόν το πίσω μέρος του λαιμού μου.”Ήμουν τρομοκρατημένος”», έγραψε γι’ αυτόν ο φίλος του Philip Shabecoff.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1970, ο μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και πιστός στον «τρόπο των σαμουράι» Yukio Mishima στάθηκε σε ένα μπαλκόνι μπροστά σε περίπου χίλιους στρατιωτικούς της διοίκησης του Ανατολικού Στρατηγείου των χερσαίων δυνάμεων αυτοάμυνας της Ιαπωνίας στο Τόκιο. Στη συνέχεια τους προέτρεψε να εξεγερθούν ενάντια στο μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ιαπωνίας, το οποίο απαγορεύει στη χώρα να έχει στρατό και απαγορεύει τον πόλεμο. Στη συνέχεια επέστρεψε στο δωμάτιο όπου ο ίδιος και τέσσερις οπαδοί του είχαν οχυρωθεί και προχώρησε σε χαρακίρι – την τελετουργική ιαπωνική αυτοκτονία. Αυτό περιελάμβανε την εισχώρηση ενός κοφτερού ιαπωνικού σπαθιού στο στομάχι του και στη συνέχεια την αποκοπή του κεφαλιού του από έναν φίλο του που τον περίμενε. Την ημέρα του θανάτου του ο Mishima είχε παραδώσει στους εκδότες του τις τελευταίες σελίδες του Tennin Gosui (Η θάλασσα της Γονιμότητας), του απολογισμού του συγγραφέα για την ιαπωνική εμπειρία του εικοστού αιώνα.

Ο Yukio Mishima, γεννημένος το 1925 ως Kimitake Hiraoka (το Yukio Mishima ήταν το ψευδώνυμό του) ήταν συγγραφέας περίπου 40 μυθιστορημάτων, καθώς και πολυάριθμων θεατρικών έργων, βιβλίων διηγημάτων και δοκιμίων. Έπαιξε και σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και ήταν τρεις φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης Λογοτεχνίας. Σε διεθνές επίπεδο, ήταν ίσως ο πιο γνωστός Ιάπωνας συγγραφέας του εικοστού αιώνα και η γνώση της αγγλικής και της γερμανικής γλώσσας σε συνδυασμό με την κομψή δυτική του εμφάνιση τον έκαναν περιζήτητο, αν και πολύ δυσπρόσιτο για τους δυτικούς δημοσιογράφους.

Ο Mishima μιλούσε όλο και περισσότερο για τις κενές, υλιστικές αξίες της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας και για την ανάγκη να προωθηθεί η πειθαρχία και οι αρχές της μεσαιωνικής Ιαπωνίας. Πίστευε ότι ένας τρόπος για να επανέλθουν τα παραδοσιακά ιδεώδη ήταν να αποκατασταθεί η θεϊκή υπόσταση του αυτοκράτορα, κι ένας άλλος ήταν ήταν να ακολουθηθεί το bushido (ο τρόπος των σαμουράι. Αν και ισχυριζόταν ότι δεν ήταν μιλιταριστής, καθώς όπως συχνά έλεγε «… οι περισσότεροι ξένοι μπερδεύουν τον μιλιταρισμό με το πνεύμα των σαμουράι», εντούτοις, το 1968 δημιούργησε τη δική του πολιτοφυλακή, την “Tatenokai” (Ασπίδα), που αποτελούνταν από περίπου εκατό φοιτητές πανεπιστημίου οι οποίοι, υπό την καθοδήγησή του, έπαιρναν μέρος σε ασκήσεις εκπαίδευσης, μάθαιναν τις πολεμικές αρχές και τη σωματική πειθαρχία και ορκίζονταν να προστατεύουν τον αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τον Mishima, οι φοιτητές αποτελούσαν μια δυσαρεστημένη μειοψηφία στα πανεπιστήμια, επειδή δεν ταυτίζονταν με την πλειοψηφία των αριστερών ιδεωδών.

Το δραματικό τέλος της ζωής του Yukio Mishima αναδεικνύει το αίνιγμα του χαρακτήρα του, ο οποίος  αποτελείτο από μια μάζα αντιφάσεων: αδύναμος έναντι ισχυρού, αρσενικός έναντι θηλυκού, φυσικός έναντι διανοητικού, ερωτισμός έναντι αισθητισμού, κομψότητα έναντι κτηνωδίας, ομορφιά έναντι ασχήμιας, Ανατολή έναντι Δύσης, γενναίο χαρακίρι έναντι ηττοπαθούς αυτοκτονίας. Ο κριτικός και σκηνοθέτης Harold Clurman, με τον οποίο είχε γίνει φίλος, υπογραμμίζει αυτές τις αντιθέσεις:

«Μεγαλωμένος από έναν παππού που ζήλευε οικτρά τον ίδιο του τον εγγονό (συμπεριλαμβανομένων των γονέων του), γεγονός που τον οδήγησε στο να είναι ασθενικός, ενώ αργότερα εκπαιδεύτηκε ώστε να αποκτήσει ισχυρή μυϊκή μάζα. Ένθερμος πατριώτης, φοβισμένος από την προοπτική της μάχης ως στρατιώτης, καθώς απέφυγε να υπηρετήσει στο στρατό κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ατσαλώθηκε για να υιοθετήσει τη συμπεριφορά της ηρωικής ανδρείας. Παθιασμένος συγγραφέας, δήλωσε: «Υπήρχε κάτι μέσα μου που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την τέχνη». Αν και ήταν ομοφυλόφιλος, παντρεύτηκε μια πολύ όμορφη γυναίκα με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, και με την οποία συμπεριφέρθηκε ως πρότυπο συζύγου. Απολίτικος, οργάνωσε μια παραστρατιωτική ομάδα – την Shield Societyη οποία θα μπορούσε εύκολα, αν και λανθασμένα, να χαρακτηριστεί φασιστική». Αυτά έγραψε ο Harold Clurman στο βιβλίο του The Life and Death of Yukio Mishima.

Ακόμα από την παιδική ηλικία του Mishima, οι αντιφάσεις αποτελούσαν βασικό στοιχείο στη διαμόρφωσή του. Γεννημένος στο Τόκιο, τον πήρε από μικρό παιδί για να τον μεγαλώσει η αριστοκρατική γιαγιά του, η Natsu, η οποία τον κρατούσε συνεχώς στο πλευρό της και του απαγόρευε να βγαίνει έξω για να παίξει με άλλα αγόρια. Όταν επέστρεψε στους γονείς του ως ένα αδύναμο, ασθενικό αγόρι σε ηλικία 12 ετών, ο πατέρας του, τον οποίο έλκυε η στρατιωτική πειθαρχία, προσπάθησε να τον σκληρύνει, κρατώντας τον μπροστά από ένα τρένο που έτρεχε με ταχύτητα και σκίζοντας τα χειρόγραφά του, λέγοντας ότι το γράψιμο ήταν κάτι «θηλυκό». Αυτή η διαμάχη μεταξύ της «αρσενικής» και της «θηλυκής» πλευράς του χαρακτήρα του συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Η εμμονή είναι ένα μοτίβο που διατρέχει αρκετά από τα έργα του Mishima. Στον Ναό του Χρυσού Περιπτέρου (Kinkaku-ji), για παράδειγμα, ένας αντιαισθητικός, τραυλός νεαρός μοναχός αναλώνεται τόσο πολύ από την ομορφιά του Ναού του Χρυσού Περιπτέρου, όπου είναι φοιτά, που αποφασίζει να τον κάψει για να απαλλαγεί από την εμμονή του αυτή. Το μυθιστόρημα -όπως και πολλά άλλα έργα του Mishima – βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό: το 1950, ένας τρελός, επίσης τραυλός νεαρός μοναχός οδηγήθηκε στο να κάψει τον ηλικίας έξι αιώνων ναό Ζεν του Χρυσού Περιπτέρου στο Κιότο. Ωστόσο, όπως κι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να αποτεφρωθεί μαζί με τον ναό.

Η εμμονή του Mishima με τη λατρεία του σώματος συνδεόταν επίσης με την επιθυμία του να παραμείνει νέος και όμορφος. Ο συγγραφέας στα Απαγορευμένα Χρώματα περιγράφεται με εμφανή αποστροφή στην ασχήμια, ως ένας ξεπεσμένος «άσχημος γέρος». Επίσης, στις διάφορες συνεντεύξεις του αφήνει να εννοηθεί ότι δεν θέλει να πεθάνει γέρος και άσχημος. Το 1970, ο Mishima εξήγησε με θαυμασμό ότι όταν οι σαμουράι διαπράττουν χαρακίρι, βάφουν πρώτα το πρόσωπό τους για να παραμείνουν όμορφοι, ακόμη και στο θάνατο.

 

Η θηλυκή, ερωτική πλευρά του Mishima εκδηλώνεται στο πολύ πρώιμο έργο του Εξομολογήσεις μιας Μάσκας:

«Το σώμα του ήταν σαν τον Απόλλωνα που πλάστηκε από μπρούντζο από έναν καλλιτέχνη της σχολής της Πελοποννήσου. Ξεχείλιζε από ευγενική ομορφιά και είχε έναν τόσο ευγενικό, μακρύ λαιμό… ένα τόσο μαλακό, πλατύ στήθος… έναν τόσο στενόμακρο, αέρινο κορμό, τέτοια πόδια, γερά και δυνατά σαν ηρωικό σπαθί…».

Ένα χρόνο αργότερα, ωστόσο, ο Mishima δημοσίευσε ένα άλλο βιβλίο με εντελώς διαφορετικό ύφος – τον Ήχο των Κυμάτων (Shiosai, 1954). Επρόκειτο για μια παραδοσιακή ιστορία αγάπης μεταξύ ενός φτωχού νεαρού ψαρά, του Shinji, και της Hatsue, της κόρης ενός εύπορου εφοπλιστή σε ένα απομακρυσμένο ιαπωνικό νησί. Όπως σε πολλές τέτοιες ιστορίες, ο έρωτάς τους πρέπει να περάσει πολλές δοκιμασίες πριν ο Shinji αποδείξει στον πατέρα της Hatsue ότι είναι άξιος γι’ αυτήν. Για τους δυτικούς αναγνώστες, η απλότητα και η οικουμενική απήχηση αυτής της ιστορίας την καθιστά ίσως το πιο εύληπτο και ευχάριστο από τα βιβλία του Mishima.

Παράλληλα με τη συγγραφή και τη φιλοσοφία του, ο Mishima ασχολήθηκε με το body building και το kendo, που κυριολεκτικά σημαίνει «ο τρόπος του σπαθιού», την παραδοσιακή ιαπωνική τέχνη της ξιφασκίας, η οποία χρησιμοποιεί ένα μακρύ σπαθί με χέρι από μπαμπού. Τον έλκυε το kendo, όπως είπε, επειδή σε φέρνει στα «σύνορα της ζωής και του θανάτου». Περνούσε πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας γυμνάζοντας το σώμα του και ακονίζοντας τα σπαθιά του, και όλη τη νύχτα έγραφε μυθιστορήματα. Στο αυτοβιογραφικό δοκίμιό του Sun and Steel (Ήλιος και ατσάλι) του 1968, ο Mishima αποδοκίμασε την ιδέα, που τονίζεται από τους διανοούμενους, ότι ο νους βρίσκεται πάνω από το σώμα. Ο μεταφραστής και κριτικός Edward Seidensticker επισημαίνει στο βιβλίο του Yuichi Was a Doll ότι «θεμελιώδης σε όλα τα γραπτά του Mishima είναι η άρνηση της διάνοιας έναντι της εξύμνησης των αισθήσεων».

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του Mishima ήταν η επιφανειακή δυτικότητά του, σε αντίθεση με την εσωτερική ανατολικότητά του. Το σπίτι του, για παράδειγμα, ήταν ένα ονειρικό πρότυπο της ύστερης βικτωριανής, αστικής χλιδής. Οι τοίχοι του ψηλοτάβανου σαλονιού του ήταν διακοσμημένοι από ελαιογραφίες που απεικόνιζαν μαραμένες καλλονές του 19ου αιώνα και ιστιοφόρα που κυλούσαν σε ρομαντικά θαλάσσια τοπία. Σε ένα μαρμάρινο τραπέζι αναγράφονται τα ρωμαϊκά αρχικά «YM», ενώ μπαρόκ και ροκοκό αντικείμενα είναι διάσπαρτα σε τραπέζια και ράφια.

Τα γεύματα που σερβίρονταν στο σπίτι ήταν επίσης δυτικού τύπου. Ωστόσο, ήταν εξαιρετικά υπερήφανος για την έκθεση των σπαθιών σαμουράι και του εξοπλισμού kendo που διατηρούσε. Επίσης, τα τελευταία χρόνια της ζωής του αναμασούσε συνεχώς λόγια για το κενό των σύγχρονων δυτικών αξιών και για τη λαχτάρα του για τις αρρενωπές, σαμουράι ιαπωνικές παραδόσεις.

Η έμφασή που έδινε στον ανδρισμό ήταν επίσης μια αντίδραση στη μεταπολεμική ιαπωνική κοινωνία και στην υιοθέτηση των δυτικών αξιών: εξαιτίας της ήττας της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της αμερικανικής κατοχής, υποστήριζε, η Ιαπωνία είχε τρομοκρατηθεί και είχε αναγκαστεί να κρύψει τον πραγματικό της εαυτό:

«Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η γυναικεία παράδοση έχει επισκιάσει την ανδρική. Θέλαμε να καλύψουμε τη συνείδησή μας. Έτσι δώσαμε μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός ότι είμαστε φιλειρηνικοί άνθρωποι που αγαπούν τη διαμόρφωση λουλουδιών και τους κήπους και τέτοια πράγματα… Η κυβέρνηση ήθελε να καλύψει την αρσενική μας παράδοση από τα μάτια των ξένων, ως ένα είδος αυτοπροστασίας».

Λίγους μήνες πριν αυτοκτονήσει, εξήγησε:

«… όσο περισσότερο επέστρεφα στην ιαπωνική παράδοση, τόσο περισσότερο κατάφερνα να αποκτήσω έναν θετικό χαρακτήρα. Είναι ακράδαντη πεποίθησή μου ότι ο βασικός ιαπωνικός χαρακτήρας μας μαράζωσε από τη δυτικοποίηση. Μάθαμε την ψυχική ασθένεια και την ντροπή από τη Δύση. Έτσι, η στροφή μου προς τους θετικούς χαρακτήρες είναι στην πραγματικότητα μια διαδικασία ιαπωνικοποίησης», όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Shabecoff, Everyone in Japan Has Heard of Him.

Ο Mishima μιλούσε όλο και περισσότερο για τον θάνατο και θρηνούσε για την απουσία «μεγάλων αιτιών» για να πεθάνει κανείς στη σύγχρονη εποχή. Σε συνέντευξή του το 1970, περιέγραψε την αντίληψη των σαμουράι για την αυτοκτονία ως «γενναίο χαρακίρι», σε αντίθεση με τη δυτική άποψη για την αυτοκτονία ως «ηττοπαθή». Ωστόσο, ενώ παρότρυνε τους νεαρούς στρατιώτες να ξεσηκωθούν ενάντια στην καθεστηκυία τάξη, ο Mishima αποδοκιμάστηκε και χλευάστηκε, με φωνές όπως «Πήγαινε σπίτι σου». Επομένως, πολλοί Δυτικοί θα μπορούσαν επομένως να θεωρήσουν την αιματηρή πράξη του ως «ηττοπαθή αυτοκτονία». Το αν η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν απλώς ένα πρόσχημα για να αυτοκτονήσει, είναι ασαφές. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν προσχεδιασμένη, αφού είχε προετοιμάσει το jisei no ku, τα παραδοσιακά ποιήματα θανάτου πολύ νωρίτερα και είχε προνοήσει για τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι ο Mishima θεωρούσε την πράξη του «γενναίο χαρακίρι», ένα ταιριαστό τέλος για έναν περήφανο σαμουράι. «Το χαρακίρι σε κάνει να νικάς», προανήγγειλε, κι όπως είχε δηλώσει ο ίδιος λίγο πριν αυτοκτονήσει, «Σκοπός μου δεν ακριβώς να αναβιώσω το χαρακίρι, αλλά να εμπνεύσω τους νεότερους ανθρώπους, να τους δώσω μια αίσθηση ενός μεγάλου σκοπού, της τάξης και της ευθύνης».