Ο Vidal Sassoon, είναι ο κομμωτής που έγινε περισσότερο γνωστός για την εφεύρεση του wedge-bob στυλ και τα τα γεωμετρικά, αιχμηρά του χτενίσματά, και πολύ λιγότερο για τα πολιτικά του επιτεύγματα. Σε ηλικία 17 ετών δραστηριοποιήθηκε στην αντιφασιστική ομάδα “Group 43” στην περιοχή του East End του Λονδίνου. Ταγμένος ενάντια στους τραμπούκους που προπηλάκιζαν Εβραίους και μαύρους, μιλώντας για τις δραστηριότητές του στο Desert Island Discs, δήλωσε: «Μετά το Ολοκαύτωμα, κανείς δεν θα ανεχόταν κάτι τέτοιο “Ποτέ ξανά” ήταν το σύνθημα. Ποτέ ξανά». Πήγε επίσης να πολεμήσει στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο το 1948, γεγονός που ώθησε έναν δημοσιογράφο της Daily Telegraph να τον αποκαλέσει «αντιφασίστα αγωνιστή-κομμωτή».

Η Ομάδα 43 έδωσε σκληρές μάχες, συχνά οπλισμένη με μαχαίρια και ξυραφάκια, καταφέρνοντας να εξαφανίσει τις φασιστικές συμμορίες από τους δρόμους του Λονδίνου. Το όπλο της επιλογής του Sassoon; Όπως ήταν φυσικό, ήταν ένα ψαλίδι.

Σε συνέντευξή του στο Iranian Jewish Chronicle μίλησε για τη συμμετοχή του στην ομάδα:

«Ήταν μια αρκετά περίεργη κατάσταση, επειδή ο πόλεμος είχε τελειώσει. Πριν από τον πόλεμο επικρατούσε ένα αρκετά ισχυρό φασιστικό κόμμα με επικεφαλής τον Oswald Mosley και αυτός και οι συνεργάτες του κατά τη διάρκεια του πολέμου τέθηκαν υπό κράτηση από τον Churchill. Μετά τον πόλεμο βγήκαν έξω και άρχισαν αμέσως πάλι να εκδηλώνουν τον αντισημιτισμό τους. Άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους προπηλακίζοντας κόσμο και να κάνοντας συγκεντρώσεις. Ήταν αρκετά γελοίο. Πολλοί πραγματικά γενναίοι Εβραίοι πρώην στρατιωτικοί ξεκίνησαν την «Ομάδα 43», που ονομάστηκε έτσι επειδή στην πρώτη συνάντηση που έκαναν συμμετείχαν 43 άτομα. Αυτοί ήταν σκληροί άνδρες που είχαν ζήσει τον πόλεμο. Φυσικά χρειάζονταν και εθελοντές. Ήμουν 16 ή 17 ετών τότε και οι περισσότεροι φίλοι μου εντάχθηκαν στην Ομάδα 43 και γίναμε αρκετές εκατοντάδες. Πραγματικά οι φασίστες συντρίφτηκαν στους δρόμους, αν και πολλές φορές φοβηθήκαμε, γιατί ζήσαμε πραγματικά τρομακτικές καταστάσεις. Αλλά αφού είδαμε τις εικόνες που βγήκαν στη δημοσιότητα και όλη την ιστορία του Ολοκαυτώματος, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψουμε στους φασίστες να τρέχουν στους δρόμους. Με συνέλαβαν ένα βράδυ και με έβαλαν στη φυλακή, την επόμενη μέρα ο δικαστής μου είπε “να είσαι καλό παιδί” και με άφησε να φύγω. Αυτή ήταν η ζωή μας εκείνες τις μέρες, αποφασίσαμε ότι δεν θα επιτρέπαμε σε καμία περίπτωση αυτό που συνέβαινε προπολεμικά, όταν οι Εβραίοι απλά ξυλοκοπούνταν αδιακρίτως στους δρόμους του Λονδίνου. Όλο αυτό δούλεψε εξαιτίας κυρίως των σκληροπυρηνικών Εβραίων που κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, αυτοί ήταν οι άνθρωποι που το έκαναν. Αλλά υπήρχαν και αρκετοί μη Εβραίοι που είχαν ζήσει τα στρατόπεδα, τη φρίκη της Ευρώπης και πολέμησαν μαζί μας». 

Σε ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC είπε πώς εμφανίστηκε κάποτε στη δουλειά του με μαυρισμένο μάτι μετά από μια νύχτα μάχης.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα πρωί που μπήκα μέσα και είχα μια τεράστια μελανιά -είχα περάσει μια δύσκολη νύχτα το προηγούμενο βράδυ- και μια πελάτισσα μου είπε: “Θεέ μου, Vidal, τι έπαθε το πρόσωπό σου;”. Κι εγώ είπα: “Ω, τίποτα, κυρία μου, απλώς έπεσα πάνω σε μια φουρκέτα”».

Αργότερα στη ζωή του, ο Sassoon συνέβαλε στην επανάσταση της κομμωτικής τη δεκαετία του 1960, καθώς τα γεωμετρικά, αιχμηρά χτενίσματά του ξεπέρασαν τoν αισθητικό συντηρητισμό και τα βαριά κρεπαρισμένα, ψεκασμένα με σπρέι μαλλιά της δεκαετίας του ’50.

Τα μακριά μαλλιά στη δεκαετία του ’60 υποδήλωναν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής.

Ο χαρακτηρισμός «αγωνιστής κομμωτής» φαίνεται αντιφατικός, αλλά τα μαλλιά ήταν και παραμένουν βαθιά πολιτικά. Και τα εμβληματικά κουρέματα του ίδιου του Sassoon ήταν βαθιά πολιτικά: έφεραν επανάσταση στην περιποίηση της ομορφιάς των γυναικών, διαδίδοντας το “wash and go“, απαλλάσσοντας τις πελάτισσές του από την ταλαιπωρία του να φτιάχνουν καθημερινά τα μαλλιά τους με κόπο και απελευθερώνοντάς τες τελικά από το σπρέι και τα καυτά ρολά.

Από τις πρώτες μέρες της πολιτικής αφύπνισης – συνήθως στην εφηβεία – τα μαλλιά γίνονται ένα ισχυρό εργαλείο εξέγερσης. Είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που γίνονται αντιληπτά και είναι συγκλονιστικά εύκολο να τα αλλάξετε. Θέλετε να βάλετε ροζ λωρίδες για να δείξετε την αλληλεγγύη σας στα φλαμίνγκο που απειλούνται με εξαφάνιση; Ή να τα ξυρίσετε όλα για να διαμαρτυρηθείτε για τον καταπιεστικό μύθο της γυναικείας ομορφιάς; Κάντε το. Η ευκολία της αλλαγής των μαλλιών για να ευθυγραμμιστεί κανείς με διάφορα πολιτικά κινήματα τα καθιστά ιδανικά για διαμαρτυρία, έναν σαφή και αποτελεσματικό τρόπο για να δηλώσει κανείς την πίστη του σε έναν σκοπό. Και σε αντίθεση με τα τατουάζ και τα piercings, δεν χρειάζεται ποτέ να είναι κάτι μόνιμο – κάτι που μπορεί να είναι καθησυχαστικό για τους γονείς.

Η Άντζελα Ντέιβις με αφάνα το 1964.

Πίσω στη δεκαετία του 1960, τα μακριά μαλλιά που αγαπήθηκαν από το κίνημα των χίπις και της αντικουλτούρας ήταν μια προφανής αναπαράσταση ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής. Όλα όσα το συνόδευαν – τα ναρκωτικά, ο ελεύθερος έρωτας και η σεξουαλική επανάσταση, το αντιπολεμικό κίνημα – ήταν εξίσου σημαντικά με την οπτική αισθητική. Δεν είναι τυχαίο ότι το απόλυτο μιούζικαλ που απεικόνιζε τις επαναστάσεις της δεκαετίας ονομάστηκε Hair. Το άφρο, ένα άλλο εμβληματικό στυλ, έγινε το έμβλημα ενός μαύρου πληθυσμού που αποτίναξε τα δεσμά του θεσμικού ρατσισμού και έγινε πιο ηχηρό στη διεκδίκηση βασικών πολιτικών δικαιωμάτων. Το άφρο ήταν το πιο εύκολο αναγνωριστικό της φυλετικής υπερηφάνειας και μαζί με την υψωμένη και σφιγμένη γροθιά, ήταν βασικό στοιχείο του κινήματος της Μαύρης Δύναμης. Ήταν ένα χτένισμα που απέρριπτε την αφομοίωση και αναζητούσε την αναγνώριση από το κατεστημένο.

Η Soo Catwoman το 1976.

Ακόμα και σήμερα, που έχουμε κερδίσει περισσότερη κοινωνική ισότητα (αλλά με ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας), τα μαλλιά των μαύρων παλεύουν να αποτινάξουν από πάνω τους τον πολιτικό συμβολισμό. Το εξώφυλλο του New Yorker που απεικόνιζε τη Μισέλ Ομπάμα με άφρο και ένα αυτόματο όπλο δεμένο στην πλάτη της, να μοιράζεται μια «τρομοκρατική γροθιά» με τον Μπαράκ Ομπάμα προκάλεσε αναστάτωση, αλλά εξέφρασε μόνο τις σκέψεις μιας μερίδας ανθρώπων – ότι τα μαλλιά των μαύρων στη φυσική τους κατάσταση εξακολουθούν να σημαίνουν ότι οι άνθρωποι έχουν προσδοκίες για την πολιτική. Τα dreadlocks έχουν επίσης το δικό τους πολιτικό και θρησκευτικό βάρος, από τους Rastafari μέχρι τους ιερούς άνδρες και γυναίκες του Ινδουισμού: η υπομονή που απαιτείται για να μεγαλώσουν τα μαλλιά στα dreads είναι μια μεταφορά της υπομονής για το πνευματικό ταξίδι της ψυχής και του μυαλού του rasta. Είναι επίσης ένα σημάδι εξέγερσης ενάντια στη δυτική κοινωνία, γνωστή και ως «Βαβυλώνα».

Άλλα στυλ, όπως τα αιχμηρά καρφιά και τα Mohawks της πανκ, διαμορφώθηκαν από την ιδεολογία των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων και των αντιεξουσιαστών. Τα ξυρισμένα μαλλιά των skinheads (εμπνευσμένα από τους Τζαμαϊκανούς rudeboys πριν εξελιχθούν σε άλλες πιο δεξιοόστροφες πολιτικές), τα μακριά, ατημέλητα μαλλιά της grunge (που αναζητούν και πάλι την αντικομφορμιστικότητα- ο Chris Cornell των Soundgarden επέστρεψε πρόσφατα στα μακριά μαλλιά των παλαιότερων ημερών του συγκροτήματος) – είναι όλα δημόσια σημάδια.

Τα μαλλιά μας ενημερώνουν για ιδεολογίες, πολιτικές πεποιθήσεις, κανόνες και παραδόσεις. Είναι μια πολιτισμική συντομογραφία, περιγράμματα από τα οποία μπορούμε να κατανοήσουμε τις πεποιθήσεις και τις ιστορίες του καθενός. Κάποιες φορές, βέβαια μπορεί κάνουμε λάθος, αλλά όταν πέφτουμε μέσα, τα μαλλιά «μιλάνε» με ακρίβεια. Καθόλου άσχημα για ένα μάτσο κερατίνη.