«Δούλευε» για χρόνια στο πλευρό ενός εκ των πλέον διαβόητων τρομοκρατών όλων των εποχών, του επονομαζόμενου και «Μπιν Λάντεν των ’70s και των ’80s», του «Κάρλος το Τσακάλι» ή Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες, όπως είναι τα βαφτιστικό του όνομα.

Όμως ο ελβετός τρομοκράτης Μπρούνο Μπρεγκέ, μετά από σχεδόν 15 χρόνια στο πλευρό του βενεζουελάνου τρομοκράτη, αποφάσισε να αλλάξει ρότα: εργάστηκε ως διπλός πράκτορας για την CIA και τελικά πρόδωσε το «αφεντικό» του, όπως υποστηρίζει τώρα ένα νέο βιβλίο από τον ελβετό πολιτικό ιστορικό Adrian Hanni.

Αυτό συνέβη την άνοιξη του 1991, όταν ο Μπρεγκέ μπήκε με την θέλησή του σε μια αμερικανική πρεσβεία προσφέροντας, με το αζημίωτο φυσικά, πολύτιμες πληροφορίες για το αφεντικό του, τον Ιλιτς Ραμίρεζ Σάντσες, όσο το «Τσακάλι» κρυβόταν, την περίοδο εκείνη, στη Δαμασκό.

Την ίδια περίπου εποχή, ο Μπρεγκέ είχε ανέλθει δυναμικά στις τάξεις της τρομοκρατικής οργάνωσης του Κάρλος και είχε πάρει τη θέση του βοηθού του στη Δυτική Ευρώπη. Ουσιαστικά, ήταν το δεξί χέρι του Κάρλος, ο οποίος τον εμπιστευόταν να «τρέχει» τις επιχειρήσεις του.

Σύμφωνα με το βιβλίο του ιστορικού Αντριαν Χάνι, που ρίχνει άπλετο φως στο τρομοκρατικό δίκτυο του Κάρλος, την «Οργάνωση Ένοπλου Αγώνα», μέλος της οποία υπήρξε ο Μπρεγκέ, ο ελβετός τρομοκράτης στρατολογήθηκε από την CIA, κάτι που τελικά οδήγησε στην σύλληψη του Κάρλος.

Ο Bruno Breguet δίνει συνέντευξη Τύπου στο “Cooperativo” της Ζυρίχης μετά την επιστροφή του από την κράτηση στο Ισραήλ, Ιούνιος 1977.

Σύμφωνα με το βιβλίο με τίτλο «Terrorist und CIA-agent: Die unglaubliche Geschichte des Schweizers Bruno Breguet», [«Τρομοκράτης και πράκτορας της CIA: Η απίστευτη ιστορία του Ελβετού Μπρούνο Μπρεγκέ»], έγγραφα στα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ αναφέρουν ότι ο Μπρεγκέ εργαζόταν για τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες με το ψευδώνυμο «πράκτορας FDBONUS/1» και έναντι 3.000 δολαρίων τον μήνα, τους έδινε μυστικά για το πού βρισκόταν ανά πάσα στιγμή ο «αρχηγός» του, τις προγραμματισμένες επιχειρήσεις, τις αποθήκες όπλων και τα δίκτυα υποστήριξης.

Γεννημένος το 1950, ο Μπρεγκέ ριζοσπαστικοποιήθηκε το 1969. Το 1979, σε ηλικία 29 ετών, ταξίδεψε στο Λίβανο όπου έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση σε στρατόπεδο του «Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PFLP), ενώ προσφέρθηκε εθελοντικά για μια βομβιστική επίθεση στον Πύργο Σαλόμ στο Τελ Αβίβ, το 1971, αλλά συνελήφθη στο λιμάνι της Χάιφα με δύο κιλά εκρηκτικών και καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση. Ομως, αποφυλακίστηκε έξι χρόνια αργότερα, το 1977, μετά από διπλωματικές πιέσεις της ελβετικής κυβέρνησης και μια διεθνή εκστρατεία που υποστηρίχθηκε από τους Ζαν-Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Γκίντερ Γκρας, Μαξ Φριτς και Νόαμ Τσόμσκι.

Μετά την σύλληψη του Κάρλος, τον Αύγουστο του 1994, ο Μπρεγκέ, ως άλλος… Κάιζερ Σόζε, εξαφανίστηκε άπαξ και δια παντός, με τον Χάνι να υποστηρίζει ότι έχει μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων υπό την αιγίδα της CIA.

Η δε εξαφάνιση του αρκεί από μόνη της να γεμίσει ένα ακόμη βιβλίο καθώς ο Μπρεγκέ εξαφανίστηκε και μάλιστα πάνω σε ελληνικό έδαφος, ενώ είχε μόλις κατέβει από ένα πλοίο της γραμμής που κατευθυνόταν στην Ηγουμενίτσα από την Ανκόνα.

Συγκεκριμένα, στις 11 Νοεμβρίου του 1995, ο ελβετός τρομοκράτης ταξίδεψε με το πλοίο από την Ελλάδα στην Ανκόνα. Εκεί όμως, οι ιταλικές Αρχές του αρνήθηκαν την είσοδο στη χώρα και τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στην Ηγουμενίτσα. Μάρτυρες τον είδαν να επιβιβάζεται στο πλοίο τη νύχτα της 12ης Νοεμβρίου. Αλλά όταν το πλοίο έδεσε στην Ηγουμενίτσα, την επόμενη ημέρα, ο Μπρεγκέ δεν εμφανίστηκε. «Μήπως η CIA τον βοήθησε να ξεκινήσει μια νέα ζωή με ένα νέο όνομα;», αναρωτήθηκε ο Χάνι.

Η ουσία είναι ότι ο Μπρεγκέ έγινε… καπνός.

Ο ταραχώδης βίος και η τρομοκρατική πολιτεία του Κάρλος

Ο Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες (Ilich Ramírez Sánchez, γεννηθείς στις 12 Οκτωβρίου του 1949), επίσης γνωστός ως «Κάρλος το Τσακάλι» είναι τρομοκράτης από τη Βενεζουέλα που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στη Γαλλία για τις δολοφονίες δύο Γάλλων πρακτόρων και ενός συνδέσμου του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) που έγιναν το 1975.

Το ψευδώνυμο του το πήρε από τον παλαιστίνιο εκπαιδευτή του, τον Μπασάμ Αμπού Σαρίφ, ο οποίος τον όνομασε έτσι εξαιτίας της λατινοαμερικανικής καταγωγής του Σάντσες, το δε «Τσακάλι» από έναν δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας «The Guardian». καθώς όταν είχε βρεθεί η γιάφκα του Κάρλος στο Λονδίνο, ο δημοσιογράφος βρήκε στη βιβλιοθήκη του τη νουβέλα του Φρέντερικ Φορσάιθ, «Η Μέρα του Τσακαλιού», με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ αλλά και οι αστυνομικές αρχές να τον αποκαλούν έκτοτε ως «Κάρλος το Τσακάλι».

Ο Ιλιτς Ραμίρεζ Σάντσες γεννήθηκε στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, δικηγόρος στο επάγγελμα και ένθερμος μαρξιστής, επέμενε το αγόρι να μην πάρει χριστιανικό όνομα και να το ονομάσει Ίλιτς, προς τιμήν του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν. Οι γονείς του ωστόσο χώρισαν το 1966 και η μητέρα πήρε τα παιδιά μαζί της στο Λονδίνο. Εκεί ο Ίλιτς πήγε στο κολλέγιο Στάφορντ Χάους του Κένσιγκτον και έπειτα μπήκε στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου. Το 1968 με την καθοδήγηση του πατέρα του πήγε στη Μόσχα και μπήκε στο Πανεπιστήμιο Πατρίς Λουμούμπα. Δύο χρόνια αργότερα ωστόσο, ο Ίλιτς αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο.

Το 1973 ο Κάρλος ξεκίνησε τη διαβόητη τρομοκρατική του δράση, πάντα για λογαριασμό της PFLP καθώς στο στόχαστρο τίθενται ισραηλινών συμφερόντων επιχειρήσεις και μεμονωμένα άτομα, αλλά και όποιοι φέρονται να έχουν σχέσεις με το κράτος του Ισραήλ. Στη Βηρυτό αποφασίζει να συμμετάσχει στον σχεδιασμό του πλέον διαβόητου τρομοκρατικού του χτυπήματος, την κατάληψη του στρατηγείου του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) στη Βιέννη κατά τη διάρκεια συνεδρίου του οργανισμού στις 21 Δεκεμβρίου 1975, και οδηγεί την ομάδα του στη διάσκεψη των υπουργών του ΟΠΕΚ, πιάνοντας 60 ομήρους και σκοτώνοντας άλλους τρεις, με το (φαινομενικό) αίτημα του Κάρλος να είναι η μετάδοση ανακοινωθέντος για τον παλαιστινιακό αγώνα από τα αυστριακά ραδιόφωνα και τους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας, με συχνότητα ανά δύο ώρες. Οι αυστριακές Αρχές συμμορφώνονται, για να αποφύγουν την εκτέλεση των ομήρων.

Ο Κάρλος, στη σκιά του χτυπήματος του 1975, αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Άντεν, όπου συστήνει τη δική του τρομοκρατική συμμορία: την αποκαλεί «Οργάνωση Ένοπλου Αγώνα» και στρατολογεί Σύριους, Λιβανέζους και Γερμανούς ως μέλη του, ενώ ταυτόχρονα δικτυώνεται με την ανατολικογερμανική Στάζι, με τη μυστική αστυνομία να του παρέχει καταφύγιο στο Ανατολικό Βερολίνο.

Τον Φεβρουάριο του 1981 χτυπά τα γραφεία του Radio Free Europe στο Μόναχο, με μια σειρά ακόμα από τυφλά χτυπήματα να αποδίδονται στην εγκληματική του οργάνωση, ενώ στις 16 Φεβρουαρίου 1982 θα συλληφθούν δύο μέλη του Ένοπλου Αγώνα στο Παρίσι, ο Μπρεγκέ και η γυναίκα του Κάρλος, η Μαγκνταλένα Κοπ.

Αμέσως, ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων θα συγκλόνιζε τη Γαλλία ως αντίποινα: ένα βομβιστικό χτύπημα σε γαλλικό τρένο στις 19 Μαρτίου 1982 (5 νεκροί, 77 τραυματίες), ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο στην αραβική εφημερίδα του Παρισιού Al Watan Al Arabi στις 22 Απριλίου 1982 (1 νεκρός, 63 τραυματίες), μια βόμβα στον σταθμό της Μασσαλίας στις 31 Δεκεμβρίου 1983 (2 νεκροί, 33 τραυματίες) και ένα χτύπημα σε γαλλικό τρένο την ίδια μέρα, που θα άφηνε 3 νεκρούς και 12 τραυματίες.

Ο Κάρλος γύρισε πολλά κράτη, στα οποία διέμεινε για λίγο καιρό, μέχρι που κατέληξε στο Χαρτούμ του Σουδάν. Η συλλήψή του ήταν επεισοδιακή: στο τέλος Ιουλίου του 1994, ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας, Σαρλ Πασκουά, έστειλε μια επιστολή στον ομόλογό του στο Σουδάν, Ταγέμπ Ιμπραΐμ Μοχάμεντ Χαΐρ, με την οποία τον ενημέρωνε ότι οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες είχαν λάβει διαβεβαίωση από μυστικές υπηρεσίες άλλων κρατών ότι ο Κάρλος βρισκόταν σε σουδανικό έδαφος.

Στις 11 Αυγούστου του 1994, ο Κάρλος εισήχθη σε μια κλινική του Χαρτούμ για να υποβληθεί σε επέμβαση λόγω θρόμβωσης στους όρχεις. Δυο μέρες μετά, Σουδανοί αξιωματούχοι είπαν στον τρομοκράτη ότι θα έπρεπε να τον μετακινήσουν σε μια βίλα, επειδή είχαν πληροφορίες ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονικής απόπειρας εναντίον του και πως θα του έδιναν σωματοφύλακες για προστασία. Ένα 24ωρο μετά την άφιξη του Κάρλος στη νέα του κατοικία, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου και ενώ ο ίδιος κοιμόταν, οι σωματοφύλακές του τον νάρκωσαν με μια ένεση, τον έδεσαν και τον παρέδωσαν στους Γάλλους μυστικούς πράκτορες της υπηρεσίας DST.

Από τις 15 Αυγούστου του 1994, που ο τρομοκράτης έφτασε στο Παρίσι, φυλακίστηκε στην Le Santé Prison στο Παρίσι, περιμένοντας να δικαστεί με την κατηγορία της τριπλής δολοφονίας των δυο πρακτόρων της DST και του Μουκχαρμπάλ το 1975. Η δίκη ξεκίνησε στις 12 Δεκεμβρίου του 1997 και ολοκληρώθηκε έντεκα ημέρες αργότερα, στις 23. Η έδρα ανακοίνωσε την πλήρη ενοχή του Κάρλος, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς δυνατότητα αναστολής.

Το 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαωμάτων, εξέτασε την καταγγελία του Κάρλος, ότι τα πολλά χρόνια απομόνωσής του συνιστούσαν «απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση». Το 2006, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε παραβιαστεί το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που αφορά την απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, αλλά επιδίκασε 10.000 δολάρια στον Κάρλος για δικαστικά έξοδα. Λίγο μετά, μεταφέρθηκε από τη Le Santé Prison, στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Clairvaux.

Τον Μάιο του 2007, ο δικαστής Ζαν Λουί Μπρουγκιέρ, διέταξε νέα δίκη για τον Κάρλος για τις βομβιστικές επιθέσεις της διετίας 1982-83. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2011 και ο Κάρλος αρνήθηκε κάθε ανάμιξη σε αυτές τις ενέργειες, ενώ έκανε απεργία πείνας για εννέα ημέρες, διαμαρτυρόμενος για τις συνθήκες κράτησής του. Τελικά η έδρα καταδίκασε τον Κάρλος σε μια ακόμα ισόβια κάθειρξη, ποινή που δεν άλλαξε μετά την έφεση του τρομοκράτη και την τελεσίδικη απόφαση το 2013. Τον Οκτώβριο του 2014 κατηγορήθηκε και για τη ρίψη της χειροβομβίδας τον Σεπτέμβριο του 1974 στο παρισινό καφέ, με τους δυο νεκρούς και τους 34 τραυματίες. Μετά από συνεχόμενες προσφυγές, η δίκη μπόρεσε να ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2017 και εκεί προστέθηκε μια ακόμα, η τρίτη συνολικά, ισόβια κάθειρξη για τον Κάρλος, ο οποίος παραμένει στη φυλακή στην ηλικία των 74 ετών.