Θυμάμαι σαν όνειρο το μακρινό 1994, την εποχή που σπούδαζα κινηματογράφο. Καθόμαστε στο καφενείο του Κυριάκου και της Βάσως, έτσι το λέγαμε, που έκλεισε αμέσως μετά τον ξαφνικό θάνατο του Κυριάκου. Είναι μεσημέρι και μπεκροπίνουμε, όπως μας άρεσε να κάνουμε εκείνα τα χρόνια. Το δρόμο περνάει ένας ηλικιωμένος ευτραφής κύριος με γένια. Κάποιος φίλος τον καλεί να κάτσει στο τραπέζι μας. Είναι ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης, που τον γνωρίζω σαν όνομα και τον εκτιμώ πολύ για τις ταινίες του που προβάλλονται ανά τακτά διαστήματα από την τηλεόραση: Τα «Κόκκινα φανάρια», το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» και, φυσικά, τα «Κορίτσια στον ήλιο». Με ενδιαφέρει πολύ να πιάσω μια συζήτηση μαζί του ειδικά για τα «Κορίτσια στον ήλιο». Τότε, βλέπεις, διανύαμε μια ψευδοχίπικη φάση, λες και υπήρχαν ακόμα χίπις το ’94, θεωρώντας την εν λόγω ταινία ενδεικτική ενός κλίματος ελευθεριότητας, ταυτισμένο με την περιβόητη σεξουαλική επανάσταση των 60s. «Μόνο τέτοιες ταινίες έκανα εγώ» θυμάμαι τον Γεωργιάδη να μου λέει μ‘ ένα μεγάλο χαμόγελο, μα και με μία ταπεινότητα, σαν αυτός ο καλλιτέχνης να μην είχε πραγματική συναίσθηση του ταλέντου του και της προσφοράς του.
Απ‘ τον ίδιο τον Γεωργιάδη εκμαίευσα κάποιες πληροφορίες για το παρασκήνιο της ιδιαίτερης αυτής ταινίας, τις οποίες κράτησα στη μνήμη μου, δεδομένου και του ότι δεν με ενδιέφεραν καθόλου οι συνεντεύξεις τότε και απλά απολάμβανα την συγκυριακή παρέα με σημαντικούς ανθρώπους. Τα «Κορίτσια στον ήλιο» πράγματι ήταν ένα σχόλιο για τη νεοφερμένη τότε σεξουαλική επανάσταση σε μια χώρα που είχε νωπά ακόμη τα σημάδια του Εμφυλίου και έβλεπε τα νησιά της να γεμίζουν κάθε καλοκαίρι από ξένα κορίτσια κι αγόρια. Στο σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ένα πανέμορφο κορίτσι από την Αγγλία, η Άναμπελ Στόουν, έρχεται στο νησί της Άνδρου για διακοπές και ερωτεύεται έναν βοσκό, ο οποίος κατηγορείται αδίκως για απόπειρα βιασμού της. Στο τέλος, οι δύο άσχετοι μεταξύ τους άνθρωποι ερωτεύονται και οδηγούνται σε μια σχέση, που δεν έχει κανένα ουσιαστικό μέλλον. Φυσικά τα μηνύματα ήταν πολλά και δεν επρόκειτο για μία μονοκόμματη ηθογραφία τουλάχιστον από πλευράς Καμπανέλλη και Γεωργιάδη. Η τουρίστρια εκπροσωπούσε το σύγχρονο και τον μοντερνισμό, ενώ ο βοσκός το αρχέγονο και το ζωώδες ένστικτο. Μία πάλη δύο διαφορετικών κόσμων ήταν σε βάθος ο πυρήνας της υπόθεσης με την ατάκα «Στάσου, μύγδαλα» του βοσκού να γράφει τη δική της ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο.
Και φτάνουμε στο αριστουργηματικό soundtrack του Σταύρου Ξαρχάκου στη δεύτερη συνεργασία του με τον Βασίλη Γεωργιάδη μετά τα «Κόκκινα φανάρια» του 1963. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Γεωργιάδη, δεν είχε σκεφτεί κανέναν άλλο συνθέτη πέραν του Ξαρχάκου, καθώς η μουσική και τα τραγούδια του από την προηγούμενη δουλειά τους είχαν αγαπηθεί πολύ. Απ‘ την άλλη, σύμφωνα με μία άλλη μαρτυρία του Ξαρχάκου στον γράφοντα, εκείνη ακριβώς την περίοδο ο συνθέτης ταξίδευε πολύ στο εξωτερικό και άκουγε ψυχεδελικά ποπ και ροκ συγκροτήματα. Μα αυτό φάνηκε και στα «Κορίτσια στον ήλιο»! Οργανικές συνθέσεις για ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο, ντραμς, farfisa και διάφορα κρουστά που εξυπηρετούσαν τη δράση της ταινίας. Και στο επίκεντρο, βέβαια, η μπαλάντα «Άναμπελ», που έμεινε γνωστή και ως «Ένα πρωινό», σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου και σε ερμηνεία της νεαρότατης Μαρίας Δημητριάδη στο δισκογραφικό της βάπτισμα, λίγο πριν ακολουθήσει τον Μίκη Θεοδωράκη στο εξωτερικό και χτίσει τη δική της μεγάλη ιστορία ως αντιστασιακή τραγουδίστρια. Η ιστορία λέει πως επειδή η Δημητριάδη ήταν μόλις 17 ετών το 1968, μπήκε στο στούντιο κρυφά από τους γονείς της, ενώ για τον ίδιο λόγο στην έκδοση του soundtrack αναγραφόταν το όνομα της ως «Μαρία» σκέτο, δίχως το επίθετο της. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι ακροατές του τραγουδιού και οι θεατές της ταινίας να νομίζουν ή, σωστότερα, να φαντασιώνονται πως η αισθαντική ερμηνεία ήταν της ηθοποιού Ann Lonnberg, στην οποία έδωσαν υποτίθεται το παρατσούκλι «Μαρία».
Το παράδοξο είναι πως ο συνδημιουργός του τραγουδιού «Άναμπελ», ο δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός Γιώργος Παπαστεφάνου, δεν έγινε ποτέ γνωστός ως στιχουργός, παρόλο που δύο τραγούδια του έκαναν τεράστια επιτυχία στα 60s: Το «Μια φορά θυμάμαι» του Γιάννη Σπανού με την Αρλέτα και το «Άναμπελ» του Ξαρχάκου με τη Δημητριάδη. Ειδικά εδώ το στιχούργημα του ήταν πολύ προχωρημένο για το πλαίσιο της εποχής: Το ερωτικό αντικείμενο του βοσκού και γενικά των αρρένων θεατών παρουσιάζεται με την ιερή μορφή της Παναγίας, που είτε θα συνευρεθεί με τον έρωτα της σε μια ακρογιαλιά, είτε η Παναγία η ίδια θα τους στείλει να ζήσουν κάπου αλλού τον έρωτα τους, πιθανώς σ‘ έναν ονειρικό τόπο, μακριά από το νησί. Στα αλήθεια, υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει νιώσει ερωτικό σκίρτημα ακούγοντας την αισθαντική φωνή της Μαρίας Δημητριάδη να τραγουδά «Πόσο σ‘ αγαπώ/ κανείς δεν ξέρει/ κι αν θα μ‘ αγαπάς, μικρό μου ταίρι/ καλοκαιρινό, σ‘ αγαπώ»!
Αξίζει να σταθούμε και στην 20χρονη τότε Ann Lonnberg, την Αγγλίδα τουρίστρια της ταινίας. Μισή Σουηδέζα, μισή Αμερικανίδα, η Lonnberg έμελλε να βγάλει έναν προσωπικό δίσκο ως τραγουδίστρια την επόμενη χρονιά, το 1969, στη Γαλλία, να συνεργαστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι στο soundtrack του «Sweet Movie» (1974) του Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ερμηνεύοντας την αγγλόφωνη μπόσα νόβα «Is there life on the Earth», ενώ μεγαλύτερο βήμα στην κινηματογραφική μικρή καριέρα της θεωρείται η εμφάνιση της στη τζεϊμσμποντική περιπέτεια «Moonraker» (1979) δίπλα στον Roger Moore.
Τα «Κορίτσια στον ήλιο» ήταν μία ελληνική ταινία που πήγε καλά στο εξωτερικό, ακολουθώντας τη διεθνή πορεία που είχαν κάνει τα «Κόκκινα φανάρια» του ίδιου σκηνοθέτη. Αποτέλεσαν την ελληνική υποβολή στα Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας για το 1969 και τιμήθηκαν με βραβεία σε φεστιβάλ του Μαρόκο και της Ρουμανίας, καθώς και με τα βραβεία καλύτερης ταινίας, μουσικής και β‘ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα από τους συντελεστές της ταινίας εν ζωή είναι μόνο ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Γιώργος Παπαστεφάνου, οι δύο άνθρωποι που έγραψαν τη μπαλάντα «Άναμπελ». Και φυσικά η Ann Lonnberg, αισίως 74 ετών, που ζει πια μακριά απ‘ την Ελλάδα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι 54 χρόνια μετά το καλοκαίρι του 1968, οι άνθρωποι ακόμη ερωτεύονται, άλλοτε σε μια παραλία και άλλοτε οπουδήποτε αλλού, ενόσω από κάπου ακούγεται το «Ένα πρωινό η Παναγιά μου».
Ένα πρωινό η Παναγιά μου
θά ‘ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά.
Πέλαγο κρυφό τα όνειρά μου
κι έστειλες εσύ βάρκα με πανί.
Πόσο σ’ αγαπώ κανείς δεν ξέρει
κι αν θα μ’ αγαπάς, μικρό μου ταίρι
καλοκαιρινό, σ’ αγαπώ.
Θα σταθείς ψηλά στο παραθύρι
πάνω στα μαλλιά άστρα του νοτιά.
Έχει η Παναγιά καραβοκύρη
να μας πάει μακριά, πέρα απ’ τη στεριά.