Από τον Φεβρουάριο του 1692 μέχρι τον Μάιο του 1693, γράφτηκε μια από τις πιο ματωμένες σελίδες του δυτικού κόσμου. Οι κάτοικοι του Σάλεμ κατηγόρησαν περισσότερους από 200 ανθρώπους για μαγεία. Απαγχονίστηκαν 19 κατηηγορούμενοι εκ των οποίων οι 14 ήταν γυναίκες, ενώ πολλοί άλλοι πέθαναν στη φυλακή. Η μικρότερη από τις καταδικασμένες ήταν μόλις 4 ετών. Η τραγωδία του Σάλεμ είναι μια ιστορία παραπληροφόρησης και μαζικής υστερίας, η οποία προσφέρει ιστορικά μαθήματα εφαρμόσιμα μέχρι και σήμερα. Αν αφαιρέσεις το μυστικιστικό πέπλο του, το κυνήγι των μαγισσών ήταν πράξη πολιτική, τροφοδοτούμενη από την ξενοφοβία, τον θρησκευτικό εξτρεμισμό και τις μακροχρόνιες κοινωνικές εντάσεις της εποχής.
Τοποθετώντας τις δολοφονίες των υποτιθέμενων «μαγισσών» στο πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης της εποχής τους, γεννιούνται παραλληλισμοί με το σημερινό συνωμοσιολογικό πολιτικό κλίμα. Φόβος, θεοκρατικό άγχος, ασθένειες, ελλείψεις προμηθειών και πόλεμος – αυτές ήταν οι συνθήκες μέσα από τις οποίες επινοήθηκαν εγκλήματα και διώχθηκαν τόσες γυναίκες. Οι δίκες αυτές μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά στους φόβους, τις πεποιθήσεις, τις αποικιακές κοινωνικές διαιρέσεις και τους έμφυλους ρόλους μιας άλλης εποχής. Μας επιτρέπουν, παράλληλα, να κάνουμε συνδέσεις με σύγχρονες κρίσεις και τις ψυχολογικές τους επιπτώσεις σήμερα. Αυτή είναι μια σύντομη ιστορία της τραγωδίας του Σάλεμ.
Πολιτικές εντάσεις και επιδημία
Στη μεσαιωνική και πρώιμη σύγχρονη εποχή, πολλές θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου του Χριστιανισμού, δίδασκαν ότι ο διάβολος μπορούσε να δώσει στις μάγισσες τη δύναμη να βλάψουν τους άλλους με αντάλλαγμα την πίστη τους.
Ένα κυνήγι μαγισσών εκτυλίχθηκε στην Ευρώπη από το 1300 έως το τέλος του 1600, όπου υπολογίζεται ότι 40.000 με 60.000 γυναίκες εκτελέστηκαν. Και τα τέσσερα μεγάλα δυτικά χριστιανικά δόγματα (η Ρωμαιοκαθολική, η Λουθηρανική, η Καλβινιστική και η Αγγλικανική εκκλησία) εξαπέλυσαν -σε κάποιο βαθμό- κυνήγι μαγισσών, κάτι που δεν παρατηρήθηκε σχεδόν καθόλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι περισσότερες δίκες μαγισσών πραγματοποιήθηκαν σε προτεσταντικά κράτη (Αγγλία, Σκωτία, Σκανδιναβία και Γενεύη). Η Ισπανική Ιερά Εξέταση εκτέλεσε μόνο δύο μάγισσες συνολικά.
Αν και οι δίκες του Σάλεμ πραγματοποιήθηκαν όταν το κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη έφτανε στο τέλος του, οι τοπικές συνθήκες εξηγούν την έναρξή τους.
Το 1689, το μεγαλύτερο τμήμα της βορειοαμερικανικής ηπείρου άνηκε στην Αγγλία. Οι Άγγλοι μονάρχες Γουίλιαμ και Μαίρη ξεκίνησαν πόλεμο με τη Γαλλία στις αμερικανικές αποικίες. H σύγκρουση κατέστρεψε περιοχές της Νέας Υόρκης, της Νέας Σκωτίας και του Κεμπέκ, στέλνοντας πρόσφυγες στην κομητεία του Έσσεξ —και, συγκεκριμένα, στο χωριό Σάλεμ— στην αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης.
Οι εκτοπισμένοι άσκησαν πίεση στην οικονομία του Σάλεμ, επιδεινώνοντας την υπάρχουσα αντιπαλότητα μεταξύ οικογενειών που είχαν δεσμούς με τον πλούτο του λιμανιού του Σάλεμ και εκείνων που εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από τη γεωργία. Η κατάσταση κλιμακώθηκε όταν ο Σάμουελ Πάρρις χειροτονήθηκε υπουργός του Σάλεμ το 1689, γνωστός για τη σκληρή κι άπληστη φύση του. Οι πουριτανοί χωρικοί πίστευαν ότι όλες οι διαμάχες ήταν έργο του διαβόλου.
Επιπλέον, οι δίκες του Σάλεμ έλαβαν χώρα στον απόηχο μιας επιδημίας ευλογιάς και οι συνέπειές της βοήθησαν στην άνοδο ενός πουριτανικού καθεστώτος, που είχε στόχο να «καθαρίσει» τη Νέα Αγγλία. Οι πουριτανοί έφεραν θεοκρατικό άγχος στις αποικίες και διαμόρφωσαν το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης τους γύρω από τη θρησκευτική υπεροχή. Χρησιμοποίησαν την πίστη στη μαγεία για να αντιμετωπίσουν τις ψυχολογικές εντάσεις και τις ανησυχίες που είχαν αναπτυχθεί, ενσωματώνοντας τελικά τη μαγεία στο πολιτιστικό σύστημα πεποιθήσεων της Αμερικής.
Τον Ιανουάριο του 1692, η κόρη του Πάρρις , Ελίζαμπεθ (ή Μπέτυ), 9 ετών, και η ανιψιά του Άμπιγκεϊλ Γουίλιαμς, 11 ετών, άρχισαν να εκδηλώνουν περίεργες συμπεριφορές. Ούρλιαζαν, πετούσαν πράγματα κι έβγαζαν περίεργους ήχους. Ένας ντόπιος γιατρός αποφάνθηκε ότι γι’αυτό έφταιγε η μαγεία. Ένα άλλο κορίτσι, η 12χρονη Ανν Πάτναμ, εκδήλωσε παρόμοια συμπτώματα. Στις 29 Φεβρουαρίου, υπό την πίεση των δικαστών Τζόναθαν Κόργουιν και Τζον Χάθορν, αξιωματούχων της αποικιοκρατίας που αναλάμβαναν τις τοπικές υποθέσεις, τα κορίτσια κατηγόρησαν τρεις γυναίκες για μαγεία: την Τιτούμπα, μια σκλάβα από την Καραϊβική, που ζούσε στο σπίτι του Πάρρις, την Σάρα Γκουντ, μια άστεγη ζητιάνα και την Σάρα Όσμπορν, μια ηλικιωμένη φτωχή γυναίκα.
Το κυνήγι μαγισσών ξεκινά
Και οι τρεις γυναίκες οδηγήθηκαν ενώπιον των τοπικών δικαστών και ανακρίθηκαν για αρκετές ημέρες. Η Όσμπορν ισχυρίστηκε ότι ήταν αθώα, όπως και η Γκουντ. Το δικαστήριο προέβαλε ως απόδειξη της ενοχής τους το γεγονός ότι οι δύο γυναίκες δεν πήγαιναν εκκλησία. Η άστεγη Γκουντ είχε αναφέρει ότι δεν είχε καλά ρούχα για να παρακολουθήσει τη Λειτουργία, ενώ η ηλικιωμένη Όσμπορν ισχυρίστηκε ότι δεν πήγαινε εξαιτίας κάποιας ασθένειας που αντιμετώπιζε (πιθανότατα κατάθλιψη, σύμφωνα με τους ιστορικούς). Όμως, η Τιτούμπα ομολόγησε: «Ο διάβολος ήρθε σε μένα και με πρόσταξε να τον υπηρετήσω». Περιέγραψε λεπτομερώς εικόνες μαύρων σκύλων, κόκκινων γατιών, κίτρινων πουλιών και ενός «ψηλού άντρα με άσπρα μαλλιά» που ήθελε να τη βάλει να υπογράψει ένα μυστήριο βιβλίο. Παραδέχτηκε ότι το είχε υπογράψει και ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν πολλές άλλες μάγισσες που προσπαθούσαν να καταστρέψουν τους πουριτανούς. Παρόλαυτά, η συγκεκριμένη ομολογία ήρθε μετά από βίαιο ξυλοδαρμό της Τιτούμπα από τον Πάρρις.
Οι σπόροι της παράνοιας είχαν ήδη φυτευτεί. Κατά τους επόμενους μήνες ακολούθησε ένα κύμα κατηγοριών. Οι κατηγορίες εναντίον της Μάρθα Κόρεϋ, πιστού μέλους της εκκλησίας του χωριού, απασχόλησαν πολύ την κοινότητα -αν μια τόσο θεοσεβούμενη γυναίκα μπορούσε να είναι μάγισσα, τότε ο καθένας θα μπορούσε. Οι δικαστές ανέκριναν ακόμη και την 4χρονη κόρη της Γκουντ, Ντόροθι, της οποίας οι δειλές απαντήσεις ερμηνεύτηκαν ως ομολογία. Δεκάδες άνθρωποι από το Σάλεμ και άλλα χωριά της Μασαχουσέτης προσήχθησαν για ανάκριση.
Συχνά, ακόμα και τα νεύρα ή ο θυμός στις γυναίκες θεωρείτο απόδειξη μαγείας, καθότι η συμπεριφορά αυτή ήταν ενάντια στις προδιαγεγραμμένους έμφυλους ρόλους της κοινωνίας. Η Εκκλησία έβλεπε συγκεκριμένα τη μη συμμόρφωση των γυναικών που ήταν χήρες, ως απόδειξη μαγείας. Πολλές από τις κατηγορούμενες ήταν χείρες και κάποιες είχαν ξαναπαντρευτεί, κάτι που δεν άρεσε στην κοινωνία του Σάλεμ. Οι ιερείς είχαν χαρακτηρίσει ως βασικό σημάδι μαγείας την άρνηση της γυναίκας να αποδεχθεί τη «θέση» της στην κοινωνική τάξη της Νέας Αγγλίας.
Στις 27 Μαΐου 1692, ο Κυβερνήτης Γουίλιαμ Φιπς διέταξε τη σύσταση ενός Ειδικού Δικαστηρίου. Η πρώτη κατηγορούμενη μάγισσα που οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ήταν η Μπρίτζετ Μπίσοπ, μια ηλικιωμένη, γνωστή για τις κουτσομπολίστικες συνήθειές της και την ασυδοσία της. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, όταν η Μπίσοπ είπε ότι δεν ήξερε καν τι ήταν μάγισσα, ο δικαστής της απάντησε: «Αν δε ξέρεις τι είναι, τότε πώς ξέρεις ότι δεν είσαι μάγισσα;». Η Μπίσοπ επέμενε: «Είμαι τόσο αθώα όσο ένα αγέννητο παιδί». Μάταια όμως, αφού ήταν η πρώτη κατηγορούμενη που καταδικάστηκε σε θάνατο δι’απαγχονισμού.
Λίγες μόλις ημέρες μετά την ίδρυση του δικαστηρίου, ο υπουργός Κότον Μάδερ έγραψε μια επιστολή παρακαλώντας το δικαστήριο να μην επιτρέψει «φαντασιακές αποδείξεις», δηλαδή μαρτυρίες για όνειρα και οράματα. Το δικαστήριο αγνόησε το αίτημά του και συνέχισε να καταδικάζει γυναίκες σε θάνατο. Αργότερα, ο γιος του Μάδερ και πρόεδρος του Χάρβαρντ, κατήγγειλε επίσης τις δίκες: «Καλύτερα να γλιτώσουν δέκα ύποπτες μάγισσες παρά να καταδικαστεί ένας αθώος».
Γρήγορα οι κατηγορίες της μαγείας χτύπησαν και την πόρτα του κυβερνήτη Φιπς, όταν μέχρι και η σύζυγός του κατηγορήθηκε για μαγεία. Μετά από αυτό, απαγόρευσε περαιτέρω συλλήψεις και απελευθέρωσε πολλές κατηγορούμενες μάγισσες.
Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει. Δεκατέσσερις γυναίκες και πέντε άντρες είχαν απαγχονιστεί. Ο Τζάιλς Κόρεϊ, ο 71χρονος σύζυγος της Μάρθας, πετροβολήθηκε μέχρι θανάτου, όταν αρνήθηκε να υποβληθεί σε δίκη. Τουλάχιστον πέντε από τους κατηγορούμενους πέθαναν στη φυλακή. Ακόμη και ζώα έπεσαν θύματα της μαζικής υστερίας – οι άποικοι σκότωσαν δύο σκυλιά που πίστευαν ότι συνδέονται με τον διάβολο.
Αθώωση των θυμάτων
Στα χρόνια που ακολούθησαν τις δίκες και τις εκτελέσεις, ορισμένοι εμπλεκόμενοι, όπως ο δικαστής Σάμουελ Σουέλ και η κατήγορος Ανν Πάτναμ, ομολόγησαν δημόσια το λάθος και την ενοχή τους. Στις 14 Ιανουαρίου 1697, το Γενικό Δικαστήριο της Μασαχουσέτης διέταξε μια ημέρα νηστείας και περισυλλογής για την τραγωδία του Σάλεμ. Το 1711, η αποικία προσπάθησε να αποκαταστήσει την αλήθεια, χορηγώντας συνολική αποζημίωση 600 λιρών σε μερικούς από τους κληρονόμους των κατηγορουμένων. Παρόλαυτα, η επίσημη συγγνώμη από την πλευρά της Μασαχουσέτης για τα θύματα και τις οικογένειές τους, ήρθε πάνω από 250 χρόνια μετά, το 1957. Μάλιστα, η τελευταία κατηγορούμενη αθωώθηκε μόλις τον Ιούλιο του 2022, μετά από μια επιτυχημένη εκστρατεία που οργάνωσε μια ομάδα μαθητών της Β’ Γυμνασίου.
Τον 20ο αιώνα, καλλιτέχνες και επιστήμονες συνέχισαν να γοητεύονται από τις δίκες των μαγισσών του Σάλεμ. Ο θεατρικός συγγραφέας, Άρθουρ Μίλερ ανέστησε την ιστορία με το έργο του «The Crucible» (1953), χρησιμοποιώντας τις δίκες ως αλληγορία για τον αντικομμουνιστικό μακαρθισμό που σάρωνε τη χώρα. Οι μελετητές πρόσφεραν διάφορες εξηγήσεις για τη μαζική υστερία που ξέσπασε στο Σάλεμ, με τους επιστήμονες να αναζητούν ιατρική αιτία για τα συμπτώματα των κατηγόρων και τους ιστορικούς να στηρίζουν τις θεωρίες τους πιο συχνά στο τεταμένο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της εποχής.
Τι πραγματικά συνέβη στο Σάλεμ
Σύμφωνα με το Vox, μια πρώιμη υπόθεση που τώρα θεωρείται «ξεπερασμένη, ειδικά στους ιστορικούς κύκλους», υποστήριξε ότι οι κατήγοροι υπέφεραν από «εργοτισμό», μια κατάσταση που προκαλείται από την κατανάλωση τροφών μολυσμένων με τον μύκητα ερυσίβη. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν μυϊκούς σπασμούς, έμετο, αυταπάτες και παραισθήσεις. Τα παραπάνω συμπτώματα, τα απέδωσαν σε μάγια. Άλλες θεωρίες δίνουν έμφαση σε έναν «συνδυασμό από θρησκόληπτους πολιτικούς, οικογενειακές βεντέτες και υστερικά παιδιά, σε ένα κενό πολιτικής εξουσίας», όπως σημειώνει η Encyclopedia Britannica.
Στο Σάλεμ, οι κατηγορούμενες μάγισσες δεν είχαν δικαίωμα σε δικηγόρο, με αποτέλεσμα οι κατηγορίες να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιαμφισβήτητες παρά τα πολυάριθμα τρωτά τους σημεία. Επιπλέον, την εποχή εκείνη οι εξ ακοής μαρτυρίες και οι αποδείξεις βασισμένες σε διαδόσεις γίνονταν αποδεκτές από τα δικαστήρια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα φήμες και παραπληροφόρηση να εισρρέουν ελεύθερα στις μαρτυρίες.
Εκτός αυτού, οι κατηγορίες ήταν γεμάτες από ad hominem στοιχεία σχετικά με την ηθική και τον χαρακτήρα των κατηγορούμενων. Παρόλο που αυτό ίσως να φαντάζει απαράδεκτο στην εποχή μας, στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε μια διεστραμμένη λογική. Αφού το βασικό ερώτημα ήταν αν το άτομο είχε συμμαχήσει με τον διάβολο, το δικαστήριο δεχόταν κάθε στοιχείο που αποδείκνυε τον κακό χαρακτήρα του κατηγορουμένου. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, οι περισσότεροι καταδικασθέντες ήταν άτομα του περιθωρίου: προσφυγοπούλες, ιθαγενείς, άστεγες, υπηρέτριες.
Οι κάτοικοι του Σάλεμ πίστευαν ότι μια μάγισσα δεν μπορούσε να απαγγείλει απέξω το «Πάτερ Ημών». Η αδυναμία ορισμένων κατηγορούμενων να το πράξουν, επιβεβαίωνε την ενοχή τους. Δε λήφθηκε καθόλου υπόψη το γεγονός ότι η αποτυχία αυτή, μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα από τον αναλφαβητισμό, το άγχος ή την πνευματική ανικανότητα. Ακόμα κι όταν μια από τις κατηγορούμενες κατάφερε να απαγγείλει την προσευχή άψογα, ο θρησκευτικός ηγέτης, Κότον Μάδερ (ναι αυτός που αργότερα έγραψε την επιστολή στο δικαστήριο), ανέφερε ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα παράδειγμα της δύναμης του διαβόλου να εξαπατά.
Οι δίκες των «μαγισσών» του Σάλεμ, τονίζουν επίκαιρα θέματα. Επιβεβαιώνουν την ανάγκη για αμερόληπτους δικαστές. Αποκαλύπτουν τους κινδύνους της συγχώνευσης εκκλησίας και κράτους. Υπογραμμίζουν τη σημασία μιας σταθερής δικαστικής δομής.
Αλλά το πιο σημαντικό μάθημα που μας προσφέρει η τραγωδία του Σάλεμ, υπερβαίνει τις δικαστικές αίθουσες και τη νομοθεσία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο Σάλεμ δεν ήταν οι εισαγγελείς και οι δικαστές. Ήταν ο φόβος, η μισαλλοδοξία και η άγνοια.
Φόβος για το άγνωστο. Φόβος για τον Άλλον, τον ξένο τον διαφορετικό. «Αδυναμία κατανόησης της ιστορίας. Αδυναμία κατανόησης της επιστήμης. Αδυναμία διαχωρισμού μεταξύ των δαιμόνων τις φαντασίας μας κι αυτών του πραγματικού κόσμου» (Len Niehoff, καθηγητής Νομικής στο Παν/μιο του Μίσιγκαν).
Η ιστορία αυτή είναι, από τη μία, μια έγκαιρη απεικόνιση του πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να επικυρώσουν την παραπληροφόρηση και πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει ολόκληρες γενιές. Από την άλλη, οι δίκες του Σάλεμ μάς υπενθυμίζουν το σκοτάδι που μπορεί να γεννήσει ο φόβος και η άγνοια στην κοινωνία μας, στο σπίτι μας, στην καρδιά και το μυαλό μας. Μας προειδοποιούν για το τι μπορεί να συμβεί όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να κυβερνάται από φαντασιώσεις και εφιάλτες.