H Δανία έχει κάνει μια σειρά από απεχθή κοινωνικά και ιατρικά «πειράματα» τόσο με τις γυναίκες και τα παιδιά των Ινουίτ Εσκιμώων, όσο και με ανθρώπους με ψυχιατρικά προβλήματα.

Πριν μερικές ημέρες, στις 2 Οκτωβρίου, συνολικά 67 γυναίκες από τη Γροιλανδία, ζήτησαν χρηματική αποζημίωση από την κυβέρνηση ύψους 300.000 δανικών κορωνών (περίπου 40.000 ευρώ έκαστη) για αυτό που χαρακτηρίζουν ως μία «παραβίαση» που είχε σημαντικές συνέπειες στη ζωή τους.

Οι 67 γυναίκες ισχυρίζονται ότι πριν από περίπου 50-60 χρόνια τούς τοποθετήθηκε στη μήτρα ένα ειδικό σπιράλ χωρίς τη συγκατάθεση ή τη γνώση τους -σε ορισμένες αυτό συνέβη όταν αυτές ήταν μόλις 13 ετών όταν.

Ποιος ήταν ο στόχος αυτού του ιατρικού πειράματος που έλαβε χώρα μεταξύ 1966 και 1970 με την «συμμετοχή» άνω των 4.500 γυναικών;

Να μειωθεί ο πληθυσμός της Γροιλανδίας.

Η Naja Lyberth, η οποία ήταν η πρώτη γυναίκα που βγήκε μπροστά πριν από έξι χρόνια για να καταγγείλει ότι της είχαν τοποθετήσει ενδομήτριο σπείραμα κατά τη διάρκεια ιατρικής εξέτασης στο σχολείο ως νεαρή έφηβη χωρίς τη συγκατάθεσή της, κατηγόρησε το κράτος για συντονισμένη προσπάθεια στείρωσης.

«Οι δικηγόροι μας είναι πολύ σίγουροι ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματά μας και ο νόμος. Υπήρχε επίσης πολύ κακή μεταγενέστερη φροντίδα. Πολλές γυναίκες βίωναν πολύ έντονο πόνο, εσωτερική αιμορραγία και κοιλιακές λοιμώξεις, ενώ αρκετές χρειάστηκε να αφαιρέσουν τη μήτρα τους ή έχασαν τη δυνατότητα να κάνουν παιδιά», δήλωσε η ψυχολόγος, προσθέτοντας ότι αν και η ίδια απέκτησε παιδί, πολλές άλλες διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να συλλάβουν.

Και αυτό συνέβη επειδή κάποια από τα ειδικά αυτά σπιράλ που τοποθετήθηκαν, ήταν υπερβολικά μεγάλα για τα σώματα των κοριτσιών, με συνέπεια να προκληθούν σοβαρές επιπλοκές, όπως στειρότητα.

Άλλες γυναίκες δεν γνώριζαν ότι τους είχαν τοποθετηθεί σπιράλ, μέχρι να τούς το αποκαλύψουν αργότερα οι γυναικολόγοι τους.

«Μια γυναίκα έμαθε μόλις πέρυσι ότι της είχε τοποθετηθεί σπιράλ», δήλωσε η Lyberth, επισημαίνοντας ότι η έρευνα αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Μάιο του 2025.

Τα κοινωνικά πειράματα της Δανίας με τα παιδιά των Ινουίτ

Δεν ήταν αυτό όμως το πρώτο ή το τελευταίο κοινωνικό / ιατρικό πείραμα που διενήργησε η Δανία εκείνο τον καιρό.

Πριν 72 χρόνια, τον Μάιο του 1951, το πλοίο MS Disko ξεκίνησε το ταξίδι του από το Νούουκ, την πρωτεύουσα της Γροιλανδίας με προορισμό την Κοπεγχάγη.

Το καράβι μετέφερε 22 παιδιά ηλικίας 6-10 ετών που η κυβέρνηση της Δανίας πήρε από οικογένειες Ινουίτ (Εσκιμώων) με την συγκατάθεση των γονιών τους, προκειμένου να διεξάγει ένα κοινωνικό πείραμα με τον τίτλο «Μικροί Δανοί», προκειμένου να διαπιστώσει πόσο καλά μπορούν να επανενταχτούν στη δανέζικη κοινωνία.

Η Χέλεν Τίσεν είναι ένα από τα 22 αυτά παιδιά και σήμερα θυμάται όχι μόνο όλη τη διαδικασία απομάκρυνσης από την οικογένεια της στο Νούουκ, αλλά και την επίπονη προσπάθεια της να ζήσει με την καινούργια της οικογένεια στην Κοπεγχάγη.

«Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα, όταν επισκέφτηκαν το σπίτι μας δυο Δανοί κύριοι. Είχαν μαζί τους έναν μεταφραστή [σ.σ: οι Ινουίτ δεν μιλάνε δανέζικα] και ζήτησαν από τη μητέρα μου αν θα ήταν θετική στο ενδεχόμενο να με στείλει στη Δανία, όπου υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να τύχω καλύτερης μόρφωσης και ευκαιριών στη ζωή μου. Η μητέρα μου αρχικά ήταν αρνητική, αλλά αφού την πίεσαν αρκετά και της υποσχέθηκαν πως θα μείνω στη Δανία για μόλις έξι μήνες, εκείνη τελικά έδωσε τη συγκατάθεση της», λέει σήμερα η 79χρονη γυναίκα που αναγκάστηκε να αφήσει την οικογένεια της σε ηλικία επτά ετών.

Η όλη αυτή διαδικασία ήταν μέρος ενός κοινωνικού πειράματος που διεξήγαγε τότε η δανέζικη κυβέρνηση, προκειμένου να δημιουργήσει έναν νέο, πιο μορφωτικά και κοινωνικά προηγμένο τύπο Γροιλανδού.

Το πρόγραμμα αυτό της μεταμόρφωσης των «μικρών Ινουίτ» σε «μικρούς Δανούς» ξεκίνησε το 1950, όταν η κυβέρνηση έστειλε τηλεγραφήματα στους δασκάλους της μικρής χώρας, οι οποίοι με τη σειρά τους υπέδειξαν αυτά που θεωρούσαν ως τα εξυπνότερα παιδιά των Ινουίτ, όλα τους ηλικίας 6-10 ετών. Έτσι, επιλέχτηκαν συνολικά 22 παιδιά από 21 οικογένειες Εσκιμώων και οι Δανοί αξιωματούχοι επισκέφτηκαν μια μια τις οικογένειες προκειμένου να πάρουν την γονική συγκατάθεση.

«Θυμάμαι πως τη στιγμή που φεύγαμε από το λιμάνι για την Κοπεγχάγη, δεν σήκωσα καν τα χέρια μου να αποχαιρετήσω τη μητέρα μου. Σκεφτόμουν από μέσα μου «πως είναι δυνατόν η ίδια μου η μητέρα να με αφήνει έτσι εύκολα να φύγω;» Κι όταν αγκυροβολήσαμε στο λιμάνι της Κοπεγχάγης ήταν βράδυ και θυμάμαι πως εντυπωσιάστηκα από το πόσο μεγάλο λιμάνι ήταν», λέει σήμερα η Τίσεν.

Αρχικά, τα 22 παιδιά έμειναν σε μια παιδική κατασκήνωση, ονόματι Φεντγκάαρντεν. Εκεί, τους επισκέφτηκε η ίδια η βασίλισσα της Δανίας Ινγκριντ, αλλά, όπως θυμάται η Τίσεν, «ήμασταν όλα τα παιδιά τόσο στεναχωρημένα που αν δείτε τις φωτογραφίες από τότε, κανένα δεν χαμογελάει. Τα βράδια όταν πηγαίναμε για ύπνο, τα περισσότερα από εμάς κλαίγαμε στα κρεβάτια μας».

Τον Δεκέμβριο του 1951, τα 22 παιδιά στάλθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες προκειμένου να ελεγχθεί ο βαθμός προσαρμογής τους. Έξι απ’ αυτά που κρίθηκαν πιο ευπροσάρμοστα, παρέμειναν στη Δανία και δόθηκαν για υιοθεσία σε αντίστοιχα ζευγάρια Δανών που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν.

Τα υπόλοιπα 16 όμως δεν πέρασαν εύκολα στις νέες τους οικογένειες και είχαν δυσκολίες να προσαρμοστούν, έτσι στάλθηκαν πίσω στη Γροιλανδία το 1952. Ένα απ’ αυτά ήταν και η Τίσεν.

«Όταν επιστρέψαμε σπίτι στο Νούουκ, διαπίστωσα πως είχα μάθει τόσο καλά τα δανέζικα, ώστε πλέον είχα ξεχάσει την γλώσσα μου. Δεν μπορούσα καν να συνεννοηθώ με την μητέρα μου», λέει η Τίσεν.

Το ίδιο διαπίστωσαν και οι υπεύθυνοι του κοινωνικού πειράματος, που κατέφυγαν σε μια άλλη λύση: έβαλαν και τα 16 αυτά παιδιά σε ένα οικοτροφείο που λειτουργούσε υπό την αιγίδα της δανέζικης κυβέρνησης.

Εκεί, τα παιδιά αποθαρρύνονταν τόσο από το να μιλάνε τη γλώσσα των Ινουίτ, όσο και να έχουν οποιαδήποτε επαφή με τις οικογένειες τους στο νησί. Κάπως έτσι, κάθε δεσμός με τους γονείς τους αποκόπηκε οριστικά κι αμετάκλητα.

Τα παιδιά κατέληξαν να είναι παρίες στην ίδια τους τη χώρα: δεν τους αποδέχτηκαν ούτε οι Ινουίτ (αφού πλέον μιλούσαν δανέζικα), αλλά ούτε κατάφεραν να γίνουν… μικροί Δανοί και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ιθυνόντων του πειράματος.

Η Τίσεν παραδέχεται μετά λύπης της σήμερα πως το «πείραμα» αυτό είχε ανεπανόρθωτες αρνητικές συνέπειες όχι μόνο πάνω στο δικό της ψυχισμό, αλλά και σε αυτόν των υπολοίπων παιδιών.

«Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου είχα ξεσπάσματα θλίψης ενώ συχνά έβαζα εύκολα τα κλάματα. Τόσο εγώ, όσο και τα υπόλοιπα παιδιά νιώθουμε πως κάτι πήγε στραβά. Η πορεία μας το αποδεικνυει, άλλωστε: κάποια από τα παιδιά κατέληξαν να είναι άστεγα, άλλα κατέληξαν αλκοολικοί, και τα περισσότερα πέθαναν σε μικρή ηλικία», συνοψίζει η Τίσεν.

«Εξακολουθώ να νιώθω πικραμένη κι απογοητευμένη. Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται μια κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει μικρά παιδιά ως πειραματόζωα. Είναι απλώς ανεξήγητο και θα παραμείνει έτσι για μένα μέχρι να πεθάνω», καταλήγει εμφατικά η Τίσεν.

Την ίδια στιγμή, πριν μερικές εβδομάδες, η κυβέρνηση της Δανίας ζήτησε επισήμως συγγνώμη από τους ανθρώπους που έπεσαν στο παρελθόν θύματα κακομεταχείρισης σε δημόσια ιδρύματα, όπου είχαν εισαχθεί είτε επειδή ήταν ανάπηροι είτε επειδή παρουσίαζαν προβλήματα συμπεριφοράς.

«Το κράτος είχε καθήκον να ελέγχει και δεν έκανε με επάρκεια τη δουλειά του» είπε η υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων Περνίλε Ρόζενκρατς-Τέιλ ενώπιον περίπου 50 θυμάτων που παραμένουν ακόμη εν ζωή και πήγαν μέχρι το Χόρσενς, στη δυτική Δανία, για αυτήν την εκδήλωση. «Εξ ονόματος του κράτους, εξ ονόματος της κυβέρνησης της Δανίας, συγγνώμη», πρόσθεσε η υπουργός.

Μεταξύ 1933-1980, περίπου 15.000 παιδιά και ενήλικες με προβλήματα όρασης ή ακοής, επιληπτικοί, άνθρωποι με προβλήματα στην ομιλία, με σωματική ή διανοητική αναπηρία, τοποθετήθηκαν σε αυτά τα ειδικά ιδρύματα για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Την εποχή εκείνη το ζήτημα δεν ήταν να προστατεύσουν οι αρχές τα δικαιώματα των ασθενών αλλά κυρίως να προστατεύσουν την κοινωνία από εκείνους, εξήγησαν ειδικοί ερευνητές.

Να θυμίσουμε εδώ ότι η Γροιλανδία ήταν αποικία της Δανίας από το 1933 έως το 1953.

Σήμερα είναι ημιαυτόνομη περιοχή της ίδιας χώρας.