Το ημερολόγιο έγραφε 19 Μαρτίου 2010 όταν η κόρη της Καλλιόπης και του Δημήτρη Παΐσιου, βρήκε και τους δύο της γονείς νεκρούς στο πατρικό της σπίτι στα Βριλήσσια. Στο κρεβάτι του ζευγαριού κειτόταν το άψυχο σώμα της μητέρας της. Στην καρδιά του πατέρα της ήταν σφηνωμένο ένα κουζινομάχαιρο. Τις απαντήσεις στα πολλαπλά “γιατί;” που προκαλούσε το στυγερό θέαμα έδινε ένα σημείωμα με τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα της.

«Η απελπισία και η απόγνωση με οδήγησαν στην λύση αυτού του δράματος. Είμαι ο θύτης και το θύμα. Ειδοποιήστε την κόρη της και την αδελφή της. Επείγον! Στις 12.30 σχολάει η εγγονή μου. Ενημερώστε την μάνα της τη Λήδα να πάει να την πάρει. Τα χρήματα τα αφήνω στην κόρη μου».

Όπως αποκάλυψε αργότερα η αστυνομία, η 86χρονη Καλλιόπη Παΐσιου, κατά κόσμον Πιπίτσα, είχε προσφάτως υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Λίγες ημέρες πριν το θλιβερό έγκλημα, είχε βγει από το νοσοκομείο και παρέμενε στο σπίτι κατάκοιτη. Οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες να επανέλθει. Ο 90χρονος σύζυγός της αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή της, πνίγοντάς την στον ύπνο της με ένα μαξιλάρι. Στη συνέχεια αυτοκτόνησε, τοποθετώντας ένα μαχαίρι κάθετα στο δάπεδο και ορμώντας κατά πάνω του. Όπως αποκάλυψε στο σημείωμα που άφησε πίσω του, στην πράξη αυτή τον οδήγησε «η απελπισία, η θλίψη και η αγάπη για τη γυναίκα του».

Και ενώ μπορεί ελάχιστοι να γνωρίζουν τη μορφή και την τραγική ιστορία της Πιπίτσας Παΐσιου, οι περισσότεροι την έχουν ακούσει να μιλά: η χαρακτηριστική της χροιά έχει αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη μας. Ήταν η φωνή που άκουγε κανείς όταν καλούσε το 141 για να μάθει τι ώρα είναι. «Στον επόμενο τόνο, η ώρα θα είναι…».

Η Πιπίτσα Παΐσιου υπήρξε εκφωνήτρια της ΕΡΤ και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας για 32 χρόνια. Μέσα από τη μακροχρόνια καριέρα της στο χώρο του ραδιοφώνου, απέσπασε το παράσημο «της Βελούδινης Φωνής». Παράλληλα, ήταν η φωνή πίσω από την υπηρεσία εξυπηρέτησης συνδρομητών του ΟΤΕ από το 1960 έως το 1971, οπότε και αντικαταστάθηκε από τη φωνή της Ιφιγένειας Ξένου. Η ίδια είχε δηλώσει σχετικά, «Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μας φώναξαν από τη διεύθυνση της Ελληνικής Ραδιοφωνίας δέκα εκφωνήτριες. “Σας θέλουμε για ένα δοκιμαστικό. Να μας πείτε την ώρα”. Λιγάκι παράξενο μας φάνηκε, μα… γιατί όχι; Το κάναμε… Δυο – τρεις ημέρες αργότερα με ειδοποίησαν. “Εσάς διαλέξαμε, κυρία Παϊσίου”. Βρέθηκα στο στούντιο της ΕΡΤ. Ηχογράφηση…». Η διαδικασία της ηχογράφησης κράτησε 2 ώρες. Είχε μάλιστα δηλώσει ότι της φαινόταν παράξενο που ο κόσμος την θυμόταν από εκείνη την υπηρεσία. Όπως είχε πει, με ένα μικρό παράπονο: «Πέρασα τόσα στο ραδιόφωνο… Τριάντα δύο χρόνια εκφωνήτρια… Μόνο αυτό, ένα “στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…” έμεινε από μένα;».

Στα 19 της γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, Δημήτρη, ο οποίος ήταν μουσικός και λογιστής. Μαζί απέκτησαν μια κόρη κι αργότερα μια εγγονή. Η οικογένεια ζούσε όλη μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Φίλοι και συγγενείς περιγράφουν το ζευγάρι ως ιδιαίτερα ευτυχισμένο κι ερωτευμένο. Έζησαν μαζί για 67 ολόκληρα χρόνια, μέχρι εκείνο το τραγικό πρωινό, το οποίο συντάραξε τα Βριλήσσια.

Ο κύκλος του ζευγαριού έχει δηλώσει πως μετά το εγκεφαλικό, το οποίο άφησε τη γυναίκα του καθηλωμένη, ο σύζυγός της είχε χάσει τον εαυτό του. Στους ώμους του 90χρονου είχαν πέσει οι ευθύνες όλου του σπιτιού και η κατάσταση της γυναίκας του τον ειχε βυθίσει στην απελπισία. Εκείνο το πρωί, ο Παΐσιος περίμενε την κόρη του να φύγει μαζί με το παιδί της για το σχολείο. Όταν έμεινε μόνος του, αγκάλιασε για τελευταία φορά τη γυναίκα του και πίεσε το πρόσωπό της με ένα μαξιλάρι, μέχρις ότου βεβαιώθηκε ότι ήταν νεκρή από ασφυξία. Στη συνέχεια, κάλεσε την Άμεση Δράση, όμως οι αστυνομικοί δε φάνηκαν να τον πιστεύουν και δεν κατέφτασαν στο σημείο, παρά μόνο ώρες αργότερα. Λίγο πριν συνοδέψει τη γυναίκα του στο θάνατο, άφησε την εξώπορτα ανοιχτή για την αστυνομία. Δυστυχώς, τους αστυνομικούς πρόλαβε η κόρη του.