Κάποτε η Χριστίνα Βουλγαράκη, εγγονή της αδερφής του Χρυσόστομου Λιάμπου, ρώτησε τον Κώστα Γκουζγκούνη, που μπαινόβγαινε στο σπίτι τους, αν θα ξανάπαιζε σε ερωτικές ταινίες, σε περίπτωση που ξεκινούσε απ’ την αρχή. «Θα το ξανάκανα», της απάντησε αυτός με βεβαιότητα! Λίγο καιρό πριν η Χριστίνα επικοινώνησε μαζί μου: «Είμαι συγγένισσα και κληρονόμος του σκηνοθέτη των ταινιών του Γκουζγκούνη και θα ήθελα να δείτε το αρχείο του». Δέχτηκα αμέσως καθώς είμαι λάτρης του vintage και σέβομαι απεριόριστα τον γνήσιο λαϊκό πολιτισμό, έτσι όπως αυτός εκφράστηκε στη χώρα μας και μέσα από ταινίες με τίτλους όπως «Σεξ 13 μποφόρ», «Ο Ανώμαλος», κλπ. Κι εκεί, ανάμεσα σε κούτες με ένα απίστευτο αρχειακό υλικό, το οποίο κάλυπτε ολόκληρο τον ελληνικό 20ο αι., είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε με τη Χριστίνα μία ενδιαφέρουσα συζήτηση.  

Βρίσκομαι με τη Χριστίνα Βουλγαράκη μέσα σε μια αποθήκη κάπου στην Αθήνα. Η ίδια δεν επιθυμεί να αποκαλύψω την περιοχή για ευνόητους λόγους. Την καταλαβαίνω, αφού κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση της. Γύρω μας αμέτρητες κούτες γεμάτες με αφίσες vintage, σενάρια, κινηματογραφικά συμβόλαια, αλλά και έγγραφα ιστορικής σημασίας, όπως για παράδειγμα αναφορές Γερμανών αξιωματικών των S/S στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. «Αυτά να τα καταθέσεις οπωσδήποτε στο αρμόδιο Υπουργείο», τη συμβουλεύω και συμφωνεί μαζί μου. Η επίσκεψη μου στο χώρο του παππού της θυμίζει ταξίδι με χρονομηχανή στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1930 μέχρι αυτήν του ’80.

Ο χρόνος σαν να σταματά ξαφνικά έξω από ένα συνοικιακό σινεμά που μπορεί να παίζει είτε μια αστυνομική περιπέτεια με κότερα παραγωγής Κλέαρχου Κονιτσιώτη, είτε μια λαϊκή τσόντα με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Κώστα Γκουζγκούνη, που μας αποχαιρέτισε πρόσφατα. 

Παππούς της Χριστίνας είναι ο Χρυσόστομος Λιάμπος, ο σκηνοθέτης όλων των, απείρου κάλλους, σοφτ πορνό του Γκουζγκούνη, αλλά κι ένας απ’ τους πιο στενούς φίλους του επί σειρά δεκαετιών. «Ο Λιάμπος ήταν αδερφός της γιαγιάς μου απ’ την πλευρά της μητέρας μου», ακούω τη Χριστίνα να μου λέει, «που ήρθε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’50 για να σπουδάσει κινηματογράφο και ασχολήθηκε ενεργά με το αντικείμενο για περίπου δύο δεκαετίες». Τη ρωτάω αν είχε κάνει άλλες κινηματογραφικές απόπειρες πριν χτίσει τη δική του καριέρα στο χώρο των «ερωτικών ταινιών». Μαθαίνω πως δούλευε βοηθός σκηνοθέτης σε διάφορες παραγωγές, φτάνοντας να γυρίσει κι ένα επεισόδιο για μία σειρά της ΕΡΤ, αλλά σταμάτησε όταν έκανε τη δική του εταιρεία παραγωγής και διανομής ταινιών. Όχι μόνος του, αλλά μαζί με τον Γκουζγκούνη, τον αδερφικό του φίλο από τη Λάρισα. 

O σκηνοθέτης Χρυσόστομος Λιάμπος με το χαρούμενο κάστ της ταινίας “Σεξ 13 μποφόρ”

Η Χριστίνα πρόλαβε να τον γνωρίσει και να μιλήσει μαζί του. Μου περιγράφει έναν άνθρωπο παθιασμένο με τον κινηματογράφο, γι’ αυτό και κρατούσε ένα τόσο μεγάλο αρχείο, τακτοποιημένο και σε βάθος χρόνου. Και αλήθεια λέει! Κάπου δίπλα μου το μάτι μου πέφτει σε μια ατέλειωτη λίστα μ’ όλες τις ταινίες που είχε παρακολουθήσει στο σινεμά (!), καθώς και σε στοίβες με ελληνικά και ξένα περιοδικά των δεκαετιών του 1940 και του ’50! Βλέπω ακόμη επιστολές του προς τη διοίκηση της ΕΡΤ και αναρωτιέμαι τι να είχε συμβεί. Η Χριστίνα μού λύνει την απορία: «Είχε καταθέσει πρόταση για σήριαλ που εγκρίθηκε, αλλά μόλις άλλαξε η διοίκηση έδωσαν σε άλλους τα επεισόδια». Από τα σωζόμενα έγγραφα, μαθαίνουμε πως ήταν μια δραματοποιημένη σειρά για το ελληνικό διήγημα το διάστημα τέλη του 1970 – αρχές του ‘80». Κοίτα να δεις! Επειδή ο άνθρωπος γύριζε σοφτ πορνό, διαμορφώνοντας λαϊκό πολιτισμό, τον «κόψανε» από την ΕΡΤ μην τυχόν και χάλαγε την κουλτουρόσουπα τους, κούνια που τους κούναγε! 

Ο Λιάμπος σημείωνε μέχρι και πότε ακριβώς αγόραζε τα άπειρα βιβλία του, αλλά και το πότε τα διάβαζε! Η σχέση του με το ερωτικό σινεμά ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950, τότε που διάβαζε βιβλία ψυχολογίας και ψυχανάλυσης σχετιζόμενα με την ερωτική απελευθέρωση και τον πρώιμο ερωτικό κινηματογράφο. Πολύ «προχώ» για την εποχή! «Είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την πορνογραφία της εποχής», σύμφωνα με τη Χριστίνα, «κάτι που δεν άφησε ποτέ καθ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ασχολήθηκε με το γυναικείο σώμα χωρίς όμως χυδαιότητα ή φαλλοκρατισμό». Τη ρωτάω, ωστόσο, αν πίσω από τις διαβόητες ατάκες του Γκουζγκούνη βρισκόταν ο γραφιάς Λιάμπος στην πραγματικότητα. Η απάντηση έχει ενδιαφέρον: «Ο Γκουζγκούνης αυτοσχεδίαζε, αλλά υπάρχουν σωσμένα όλα τα σενάρια ώστε να κάνουμε την αντιπαραβολή. Σε πολλά απ’ αυτά τα σενάρια συχνά βλέπουμε την έκφραση “Αγάπη μου”, που δεν συνηθίζεται σε ταινίες του είδους». Μας πιάνουν και τους δύο τα γέλια με το ρομαντικό κομμάτι της υπόθεσης!

Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου

Επιμένω στη σχέση του Χρυσόστομου Λιάμπου με τον Κώστα Γκουζγκούνη. Και η Χριστίνα πρόθυμα μου εξηγεί: «Ο Γκουζγκούνης ήταν από οικογένεια φωτογράφων και γνωρίζονταν με τον Χρυσόστομο από παιδιά στη Λάρισα. Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα συγκατοικούσαν κιόλας. Στη συνέχεια ο Κώστας άνοιξε το δικό του φωτογραφείο στον Χολαργό, οπότε είχαν πάντα επαφή με το καλλιτεχνικό σκέλος. Σαν μια τρέλα ξεκίνησαν από κοινού τις ερωτικές ταινίες στην Ελλάδα. Το ήθελαν και οι δύο κι αυτό το λέω, διότι γνώρισα τον Γκουζγκούνη και κατάλαβα ότι μοιράζονταν το ίδιο πάθος». Ταίριαζαν πολύ οι δυο τους, μαθαίνω. Όταν άρχιζαν τα τσίπουρα, από μια ώρα και μετά οι γλώσσες λύνονταν και τα σχόλια τους γίνονταν πιο αιχμηρά. 

Το απίστευτο είναι πως ο Λιάμπος κρατούσε καθημερινά ημερολόγιο, γράφοντας κάθε μέρα της ζωής του, κυριολεκτικά όμως! Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να πέρασε τη μισή ζωή του σκυμμένος πάνω από ‘να χαρτί μ’ ένα στιλό στα χέρια. Αυτό κάνει πολύ εύκολη την πρόσβαση σήμερα στη σκέψη του και στην κοσμοθεωρία του. Ενδεικτικό είναι πως ξέχωρα απ’ το δικό του κομμάτι των ερωτικών ταινιών, σεβόταν απεριόριστα τον Κούνδουρο, τον Κακογιάννη, όπως και τον Αγγελόπουλο στη συνέχεια, κρατώντας στο αρχείο του τις αφίσες απ’ τις ταινίες τους. Ο ίδιος πίστευε πως δεν είχε τις κατάλληλες γνωριμίες, τις άκρες και τα φράγκα ώστε να γύριζε κι εκείνος τέτοιες ποιοτικές ταινίες. Το είχε προσπαθήσει, όμως. 

Το κινηματογραφικό κατεστημένο της εποχής μάλλον τον σνόμπαρε, ειδικά όταν ξεκίνησε να φτιάχνει ερωτικές ταινίες μέσα στη δικτατορία. Για του λόγου το αληθές, η Χριστίνα μου δείχνει αφίσες λογοκριμένες με έγγραφα που τις συνόδευαν από την αντίστοιχη Επιτροπή Λογοκρισίας: Τι θα έμπαινε και τι όχι, τόσο στην κάθε ταινία, όσο και στις αφίσες της, ακόμη και ποιες φωτογραφίες ήταν κατάλληλες για τις προθήκες των κινηματογράφων. Υπήρχαν ταινίες του Λιάμπου, που εξαιτίας της χουντικής λογοκρισίας, έφτασαν στις αίθουσες δίχως κανένα φωτογραφικό promotion. 

Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου

Η πλέον διάσημη ταινία του Λιάμπου ήταν το «Σεξ 13 μποφόρ» – αχτύπητος τίτλος! Κι εδώ η Χριστίνα θυμάται πάλι τον Γκουζγκούνη: «Δεν είχα ιδέα για τις ταινίες που κάνανε, εγώ τον ήξερα ως ο φίλος του παππού που ερχόταν στο σπίτι της γιαγιάς και τρώγαμε όλοι μαζί. Τον αγαπούσαμε οικογενειακώς τον Γκουζγκούνη, όχι μόνο αυτόν, αλλά και την οικογένεια του. Έχουμε, βέβαια, κάποια χρόνια να συναντηθούμε με τη Χαρούλα, την κόρη του. Πρέπει να πω ότι τα τελευταία χρόνια ο Χρυσόστομος με τον Κώστα μάλωναν για διάφορα ασήμαντα πράγματα και δεν μιλιόντουσαν μέχρι να τα ξαναβρούν και να πάνε μαζί για μπάνια ή και για διακοπές». Ωραία ειν’ αυτά, πλάκα έχουν.

Μέσα στον γεμάτο από πράγματα χώρο βλέπω πολλά παλιά μαρξιστικά βιβλία. Ο Λιάμπος ήταν, λέει, επαναστατημένος αριστερός στα νιάτα του, αν και ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Εθνικού Στρατού, πολεμιστής σ’ όλους τους μεγάλους πολέμους των αρχών του 20ου αι. Αναγκάστηκε να…αλλαξοπιστήσει όταν παντρεύτηκε, αφού η γυναίκα του ήταν αδερφή του Μιλτιάδη Έβερτ – άκουσον, άκουσον! Το ’79 τελέστηκε ο γάμος κι αυτό είναι τσεκαρισμένο, εφόσον η Χριστίνα μού δείχνει το, επίσης σωζόμενο, προσκλητήριο του γάμου. Είχαν τεράστιο έρωτα με τη γυναίκα του και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο της το 2008. Του κόστισε πάρα πολύ ο θάνατος της. Ρωτάω τη Χριστίνα Βουλγαράκη να μου πει λίγα περισσότερα για τη γυναίκα της ζωής του Λιάμπου: «Την έλεγαν Ροζαλία Έβερτ. Ήταν υιοθετημένη αδερφή του Μιλτιάδη Έβερτ. Ο μπαμπάς τους, ο Άγγελος Έβερτ, διοικητής της Χωροφυλακής επί Κατοχής, απ’ τη μια βραβεύτηκε για τη διάσωση πολλών Εβραίων, απ’ την άλλη όμως ερευνάται ακόμα ο ρόλος του στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο. Η οικογένεια της γυναίκας του Λιάμπου ήταν Αιγυπτιώτες. Η Ροζαλία γεννήθηκε στο Κάιρο και έχασε τον πατέρα της σε νεαρή ηλικία. Η μητέρα της μετά παντρεύτηκε τον Άγγελο Έβερτ, ερχόμενη στην Ελλάδα με δύο παιδιά. Αυτός υιοθέτησε τη Ροζαλία, όπως ήδη είπαμε, ενώ το άλλο παιδί, που είχε νοητική στέρηση, δεν το υιοθέτησε ποτέ παρ’ ότι ζούσε μαζί τους. Έκτοτε η Ροζαλία μεγάλωσε μ’ ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο, αφού η μητέρα της έγινε Κυρία των Τιμών στο Παλάτι. Ο Μιλτιάδης γεννήθηκε απ’ άλλη γυναίκα, απ’ τη δεύτερη σύζυγο του Άγγελου, αν τα λέμε σωστά τώρα. Το θέμα είναι ότι η Ροζαλία μεγάλωσε μέσα στα πλούτη, ενώ έκανε έναν πρώτο γάμο μ’ έναν διπλωμάτη. Τον ακολουθούσε σε ταξίδια, έμειναν στην Ιαπωνία για δύο χρόνια, στην Αγγλία και αλλού. Όταν χώρισαν, τα παιδιά της Ροζαλίας ήταν ήδη στην Αμερική κι εκείνη δούλευε ως μεταφράστρια στο Υπουργείο Εξωτερικών. Η ιστορία λέει πως αρχικά τα είχε μπλέξει μ’ έναν φίλο του Χρυσόστομου Λιάμπου και όταν χώρισε και μ’ αυτόν, τα έφτιαξε με τον Χρυσόστομο. Ήταν ήδη κοντά στα σαράντα, αλλά πολύ ερωτευμένη και έτσι παντρεύτηκαν. Ήταν και 4 – 5 χρόνια μεγαλύτερη του, απ’ όσο ξέρω». Τη σταματώ σ’ αυτό το σημείο τη Χριστίνα και σχολιάζω πως από γάμο καλότυχε ο Λιάμπος! «Έτσι άφησε τις ταινίες» συνεχίζει, «κι έπιασε δουλειά στο αεροδρόμιο, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Είχανε σαφώς μια καλή ζωή, αλλά από’ να σημείο και μετά δεν ανταποκρινόταν στον τρόπο ζωής που είχανε συνηθίσει. Είχε πολλά προβλήματα υγείας προς το τέλος η Ροζαλία και δαπανούσαν τεράστια ποσά σε γιατρούς και νοσηλείες». Μ’ ενδιαφέρει να μάθω αν ο Λιάμπος, ο τέως σκηνοθέτης σοφτ – πορνό, είχε καλές σχέσεις με την οικογένεια του Μιλτιάδη Έβερτ. Ενημερώνομαι πως με το που πέθανε ο πατέρας τους, ο Άγγελος, ο οποίος είχε μεγάλη αδυναμία στη Ροζαλία, η συμπεριφορά του Μιλτιάδη απέναντι της δεν ήταν και η καλύτερη. «Σκέψου ότι είναι θαμμένη η Ροζαλία στον οικογενειακό τάφο των Έβερτ και δεν υπάρχει καν το όνομα της στην ταφόπλακα», μου λέει ακόμη η Χριστίνα! 

Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου

Συνέχεια της κουβέντας με τον Κώστα Γκουζγκούνη στο επίκεντρο και πάλι: Οι δυο τους κράτησαν στενές επαφές όλα τα χρόνια. Ο Λιάμπος ένιωθε πως δεν καταλάβαιναν τις ερωτικές ταινίες τους, ως κάτι πολύ προχωρημένο για την εποχή τους, αλλά δεν περίμεναν κιόλας μια τέτοια επιτυχία. Δεν γέμιζαν απλά οι κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά υπήρχε κανονική λατρεία απ’ τον κόσμο που είχε ανάγκη κι από κάτι άλλο εκτός απ’ το «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια». Ο Γκουζγκούνης, απ’ την άλλη, ένιωθε μεγάλη περηφάνια γι’ αυτές τις ταινίες. «Θα το ξανάκανα», απάντησε μια κι έξω στη μικρή Χριστίνα, όταν τον ρώτησε κάποτε τι θα έκανε καλλιτεχνικά αν γύριζε πίσω ο χρόνος! Πάντως, τη μοναδική hard core τσόντα που γύρισε ο Γκουζγκούνης, την είχε κάνει με άλλον σκηνοθέτη. Ο Χρυσόστομος, λόγω του μεγάλου έρωτα του με τη Ροζαλία, προτίμησε να μη μπει στη βιομηχανία του σκληρού πορνό. Το σουρεαλιστικό είναι πως δύο χρόνια μετά το θάνατο της Ροζαλίας, ο Λιάμπος συνεργάστηκε με τον Σειρηνάκη το 2010 σε μία ταινία, όχι ακριβώς σκληρού πορνό, αλλά σίγουρα πιο τολμηρή απ’ τις παλιές τις δικές του. «Σκηνοθέτησε τσόντα ο Λιάμπος με τον Γκουζγκούνη στα 80 τους;» ερωτώ με μεγάλη περιέργεια την Χριστίνα για να εισπράξω τη φοβερή απάντηση: «Δεν νομίζω. Καλλιτεχνική επιμέλεια έκανε ο Λιάμπος και ο Γκουζγκούνης εμφανιζόταν ως γκεστ». Αυτά είναι! 

Η συζήτηση διακόπτεται με τη Χριστίνα να μου ανοίγει διάφορα φωτογραφικά άλμπουμ με καρέ των γκουζγκουνικών ταινιών του Λιάμπου – ένα χάρμα οφθαλμών, η αποθέωση του vintage cult! Πορτραίτα επίσης του Λιάμπου από γυρίσματα με τους ηθοποιούς και το συνεργείο του. Ομορφάντρας και πανύψηλος! Ανάμεσα στις αναρίθμητες φωτογραφίες απ’ τις ταινίες, υπάρχει και μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών του Μίκη Θεοδωράκη με τη Μαρία Φαραντούρη από την πρώτη παρουσίαση της «Μπαλάντας του Μαουτχάουζεν», το 1966, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ο Λιάμπος ήταν μέγας φαν του Μίκη, όπως μαθαίνω. Νιώθω την ανάγκη να ρωτήσω τη Χριστίνα τι σκοπεύει να κάνει μ’ όλον αυτό τον πακτωλό υλικού, που καλό θα’ναι να μην πεταχτεί στα σκουπίδια, αλλά κάπως να αξιοποιηθεί: «Θα ήθελα να πουληθεί σε συλλέκτες και να μην πεταχτεί σε καμία περίπτωση, αφού πρόκειται για έναν θησαυρό και για πράγματα ιστορικής αξίας. Δεν είναι σωστό να πάει στράφι ο κόπος ενός ανθρώπου, που μάζευε μια ζωή, για να βρεθεί κάποιος άλλος άσχετος και να τα πετάξει. Ήταν το πάθος του Χρυσόστομου Λιάμπου που το έκανε με απέραντη αγάπη. Σκεφτείτε πως υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν μανιωδώς πράγματα από το αρχείο του Χρυσόστομου, άρα καλό θα’ ναι να καταλήξουν στα χέρια τους». Συμφωνώ και επαυξάνω! Στο τέλος, η Χριστίνα με πληροφορεί για την προσπάθεια της να οργανώσει κάποιο bazaar απ’ τον ερχόμενο Σεπτέμβρη. «Απαιτεί πολύ χρόνο και οργάνωση το στήσιμο ενός bazaar, γιατί το υλικό είναι ιλιγγιώδες. Πρέπει να βγουν και κάποια χρήματα, γιατί η συντήρηση όλου αυτού του αρχείου είναι δαπανηρή υπόθεση για μένα. Θα ήθελα ωστόσο τα ντοκουμέντα με τη λογοκρισία των ταινιών του Λιάμπου, να δοθούν σε κάποια δημόσια βιβλιοθήκη με ελεύθερη πρόσβαση για το κοινό. Ποτέ δεν είχα έρθει εδώ πριν το θάνατο του παππού και δεν είχα ιδέα για το μέγεθος του αρχείου του. Είναι μια ανακάλυψη να έρχομαι και να δουλεύω στην καταγραφή του». Μήπως να κανονίσω ένα ραντεβού της Χριστίνας Βουλγαράκη με τον Βάσο Γεώργα της Bibliotheque ή και τον Άκη Καπράνο του Midnight Express; Μ’ αυτή την υπόσχεση αποχαιρετώ τη φυσική κληρονόμο του σκηνοθέτη Χρυσόστομου Λιάμπου και την ευχαριστώ ολόψυχα για τη συζήτηση μας και για το αρχείο που παραχώρησε ειδικά στο FAQ Maq. Α, και για μερικές αφίσες σπάνιες με τον Γκουζγκούνη που απλόχερα μου χάρισε! 

Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου
Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου
Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου
Από το προσωπικό αρχείο του Χρυσόστομου Λιάμπου