Η Σιμόν Λισί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν ντε Μποβουάρ γεννήθηκε στο Παρίσι μια μέρα σαν τη σημερινή του 1908, στους κόλπους μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Αφού έλαβε τη βασική μόρφωση σε ιδιωτικά σχολεία, σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου συνάντησε τον συμφοιτητή της Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980), με τον οποίο δημιούργησε μία ελεύθερη σχέση, που κράτησε σε όλη τους τη ζωή. Από το 1931 έως το 1943 δίδαξε φιλοσοφία στη μέση εκπαίδευση και τον Οκτώβριο του 1945 εξέδωσε μαζί με τον Σαρτρ το μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικής και πολιτικής κριτικής «Temps Modernes» («Μοντέρνοι Καιροί»), με τον τίτλο του δανεισμένο από την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν.
Υπήρξε δεινή φεμινίστρια, κοινωνική ακτιβίστρια, θεωρητικός, φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος. Φαίνεται ότι η κοινωνική σημασία και απήχηση των κειμένων της παραμένουν το ίδιο επίκαιρα και στις μέρες μας. Το φιλοσοφικό δοκίμιο της Μποβουάρ Le Deuxième Sexe (Το δεύτερο φύλο) που γράφτηκε το 1949, έθεσε τα θεμέλια για το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα. Συνδέθηκε με τη φιλοσοφική σχολή του Υπαρξισμού μαζί με τον σύντροφό της, τον φιλόσοφο και μυθιστοριογράφο Ζαν Πολ Σαρτρ, και τον φιλόσοφο και συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ. Εδώ συγκεντρώσαμε μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής της πρωτοπόρου Γαλλίδας διανοούμενης.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ μεγάλωσε σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια
Πέρασε μεγάλο μέρος της εκπαίδευσής της σε μοναστηριακά σχολεία. Κάποια στιγμή στην εφηβεία της, σκέφτηκε ακόμη και να γίνει καλόγρια. Αλλά στην ηλικία των 14 ετών, η Μποβουάρ απαρνήθηκε κάθε θρησκεία. Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκε στα θέματα της επιστήμης και της λογικής, μελετώντας φιλοσοφία, λογοτεχνία και μαθηματικά.
Σπούδασε στη Σορβόννη
Αφού έφυγε από το σπίτι της, η Μποβουάρ σπούδασε φιλοσοφία στη περίφημη Σορβόννη του Παρισιού. Ήταν φοιτήτρια με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις. Κατά την αποφοίτησή της σε ηλικία 21 ετών, ήταν η νεότερη που πέτυχε τόσο ψηλή βαθμολογία στο μάθημα της φιλοσοφίας. Στην τελική της διατριβή το 1929, επικεντρώθηκε στη ζωή και το έργο του Γερμανού μαθηματικού και φιλοσόφου Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ διατηρούσε «ελεύθερη» σχέση με τον σπουδαίο Γάλλο υπαρξιστή φιλοσόφο και πολιτικό ακτιβιστή Ζαν-Πωλ Σαρτρ
Όταν ήταν μόλις 21 ετών και ακόμα φοιτήτρια, η Μποβουάρ γνώρισε έναν συμφοιτητή της και ανερχόμενο φιλόσοφο, τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Σύναψαν μια ρομαντική σχέση που βασίστηκε σε μια βαθιά πνευματική σύνδεση. Το ζευγάρι παρέμεινε μαζί για το υπόλοιπο της ζωής του, σε μια δημιουργική σχέση, όπου ο ένας διαμόρφωνε το έργο του άλλου. Ωστόσο, είχαν μια αντισυμβατική σχέση, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, δεν απέκτησαν παιδιά, δεν μοιράστηκαν ποτέ ένα σπίτι και είχαν μια ανοιχτή σχέση, επιτρέποντας ο ένας στον άλλον να αποκτήσει μια σειρά από εραστές εκτός της σχέσης τους. Ωστόσο, ο Σαρτρ ήταν ερωτικά ασύδοτος, ενώ η Μποβουάρ σπάνια έμπαινε σε σχέσεις με άλλους.
Ήταν κορυφαία φιλόσοφος του Υπαρξισμού
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς καριέρας της, η Μποβουάρ εξέτασε τις ιδέες γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη και το δικαίωμα του ατόμου να χαράξει τη δική του πορεία στη ζωή. Με τον τρόπο αυτό, αποτέλεσε παράδειγμα του ύφους της Υπαρξιακής φιλοσοφίας. Στο πρώτο μεγάλο δημοσιευμένο έργο της, το μυθιστόρημα με τίτλο Ήρθε για να μείνει, 1943, η Μποβουάρ έγραψε μια μυθιστορηματική περιγραφή του ερωτικού τριγώνου μεταξύ της ίδιας, του Σαρτρ και μιας φοιτήτριας ονόματι Όλγα Κοσακιέβιτς. Χρησιμοποίησε το μυθιστόρημα για να διερωτηθεί για τη φύση της συνείδησης του ατόμου σε σχέση με άλλες στενές σχέσεις. Άλλα μυθιστορήματα που διερευνούν παρόμοια θέματα ατομικότητας και συνείδησης είναι Το αίμα των άλλων του 1945, και το Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί του1946. Η Μποβουάρ έγραψε επίσης αμέτρητα δοκίμια, άρθρα και θεατρικά έργα, στα οποία έπαιζε με θέματα του Υπαρξισμού σε σχέση με τη σύγχρονη ζωή.
Από το λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μπολιάζει με τις ιδέες του Υπαρξισμού, ξεχωρίζει το μυθιστόρημα οι Μανδαρίνοι του 1954, που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ. Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των μανδαρίνων, της μορφωμένης ελίτ και να αναλάβουν πολιτική δράση.
Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού της έργου είναι αφιερωμένο σε αυτοβιογραφικά κείμενα, που εκτός από το προσωπικό ενδιαφέρον, αποτελούν ένα πορτρέτο της πνευματικής ζωής της Γαλλίας, από τη δεκαετία του ’30 έως τη δεκαετία του ’70 (Αναμνήσεις ενός καθωσπρέπει κοριτσιού, Η δύναμη της ζωής, Η δύναμη των πραγμάτων). Η ντε Μποβουάρ ενδιαφέρθηκε ακόμη και για το ζήτημα των γηρατειών. Το βιβλίο της Ένας πολύ γλυκός θάνατος του 1964 αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας της σ’ ένα νοσοκομείο του Παρισιού. Το 1981 έγραψε το βιβλίο Η τελετή του αποχαιρετισμού, ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται, ακόμη, ταξιδιωτικά δοκίμια για την Κίνα και την Αμερική.
Υπήρξε μια ριζοσπαστική φεμινίστρια
Το 1949, η Μπουβουάρ δημοσίευσε ένα καυστικό δοκίμιο 1.000 σελίδων με τίτλο Le Deuxième Sexe (Το δεύτερο φύλο). Σε αυτό το κείμενο επέκρινε τη βαθιά ριζωμένη πατριαρχία της κοινωνίας και την ανάθεση των γυναικών σε «πολίτες δεύτερης κατηγορίας», οι οποίοι, όπως υποστήριξε, υπάρχουν μόνο για να εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ανδρών. Έγραφε: «Δεν γεννιέται κανείς, αλλά μάλλον γίνεται γυναίκα… της κόβουν τα φτερά και μετά την κατηγορούν ότι δεν ξέρει να πετάει». Οι πιο σκληροί κριτικοί θεώρησαν το δοκίμιο της Σιμόν ντε Μποβουάρ άσεμνο και ανήθικο. Εν τω μεταξύ, το Βατικανό πρόσθεσε το δοκίμιο ακόμη και στον κατάλογο των απαγορευμένων κειμένων, αποδεικνύοντας πόσο συντηρητική ήταν ακόμη η ευρωπαϊκή κοινωνία εκείνη την εποχή. Παρ’ όλες τις διαμάχες, το δοκίμιο εξελίχθηκε στο σημαντικότερο και διασημότερο έργο της Μποβουάρ όλων των εποχών, έναν ζωτικό πρόδρομο του σύγχρονου φεμινισμού.