(Απειρο)Ελάχιστοι άνθρωποι εκεί έξω τόλμησαν και «έβγαλαν γλώσσα» στον Seymour Stein, έναν larger than life άνθρωπο των δισκογραφικών εταιρειών, έναν αρχετυπικό και παλιάς κοπής «A&R man» [Artist & Repertoire, ήτοι ο ανιχνευτής νέων μουσικών ταλέντων] που είχε «μάτι» και «αυτί», όχι μόνο για το βραχυπρόθεσμα εμπορικό όνομα, καλλιτέχνη ή μπάντα, αλλά και για τις περιπτώσεις εκείνες που θα του απέφεραν κέρδη (στον ίδιο και τους άλλους) και σε μεσομακροπρόθεσμη βάση και οπτική.

Ενας από αυτούς τους ανθρώπους / καλλιτέχνες ήταν η, τότε νεαρή, Μαντόνα Λουίζ Τσικόνε, μια πρώην χορέυτρια και επίδοξη ντράμερ, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πήγε και έδωσε στην θρυλική Sire Records, την οποία είχε συνιδρύσει ο Στάιν, το ντέμο με τα τραγούδια που είχε γράψει και ηχογραφήσει πρόχειρα.

Ο Στάιν ενθουσιάστηκε εξαρχής. Διέβλεψε το ταλέντο και τις προοπτικές της. Και την κάλεσε στο γραφείο του προκειμένου να υπογράψουν το πρώτο της συμβόλαιο.

Η Μαντόνα μπήκε στο γραφείο του με τα… «καμπανέλια» της να σέρνονται στο πάτωμα [μια περιγραφή που κάνει ο ίδιος στην απολαυστική αυτοβιογραφία του με τίτλο «Siren Song: My Life in Music»] και αφού ακούει τον Στάιν να της λέει «πόσο καλά είναι τα τραγούδια της» και «τι προοπτικές διαθέτει η ίδια ως καλλιτέχνης», η τότε 25χρονη Αμερικανίδα τον διακόπτει απότομα και του λέει (σε ποιον, στον Στάιν, έναν τύπο που ήταν ικανός να σε κρεμάσει ανάποδα έξω από το παράθυρο του γραφείου του, αν το επιθυμούσε) με μετεφηβική αυθάδεια:

«Οκ όλα αυτά, τώρα πες μου πόσα λεφτά θα μου δώσεις».

«Τι είπες;», διηγείται ο ίδιος ο Στάιν στο βιβλίο του, προσθέτοντας ότι εκτίμησε την τόλμη και την αυθάδειά της, γιατί «η κοπέλα αυτή μπροστά μου διέθετε, μαζί και σε πακέτο, και τα οκτώ αρχίδια των τεσσάρων υπολοίπων ανδρών που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο γραφείο μαζί μας και ήξερε ότι δεν είχε νόημα να κάνουμε small talk και να “περάσουμε στο ψητό” απευθείας».

«Κοίτα, απλά πες μου τι πρέπει να κάνω για να υπογράψω ένα γαμημένο δισκογραφικό συμβόλαιο σε αυτή την γαμωπόλη!» του ανταπέδωσε η ίδια η Μαντόνα. «Μην ανησυχείς, έχουμε συμβόλαιο», την διαβεβαίωσε αμέσως ο Στάιν, προσφέροντάς της ένα συμβόλαιο 45.000 δολαρίων για τρία singles, με οψιόν για ένα άλμπουμ.

Τα υπόλοιπα ήταν ιστορία: Η Sire κυκλοφόρησε τους έξι πρώτους δίσκους της Madonna, συμπεριλαμβανομένου του ομώνυμου ντεμπούτου της, του Like a Virgin του 1984, του True Blue του 1986 και του Like a Prayer του 1989.

Η Madonna πούλησε στην πορεία περισσότερα από 64 εκατομμύρια άλμπουμ μόνο στις ΗΠΑ, με τρία Νο 1 άλμπουμ, 10 Νο 1 singles και 23 top-10 επιτυχίες με την δισκογραφική Sire, προτού η ίδια να διαθέτει πλέον τόσα χρήματα ώστε να ξεκινήσει την δική της δισκογραφική εταιρεία το 1992.

Ο Seymour Stein, ο οποίος πέθανε προχθές σε ηλικία 80 ετών έπειτα από μακρά μάχη με τον καρκίνο, συνίδρυσε τη Sire Records μαζί με τον Richard Gottehrer το 1966, σε ηλικία μόλις 24 ετών.

Ο, εβραϊκής καταγωγής, Στάιν γεννήθηκε το 1942 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και το ξεκίνημά του στον μουσικό κόσμο ήρθε από την εφηβεία του κιόλας, όταν ξεκίνησε να δουλεύει, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, στην King Records με έδρα το Σινσινάτι [την εταιρεία του Τζέιμς Μπράουν] και στο μουσικό περιοδικό Billboard γράφοντας κειμενάκια και μουσικά άρθρα, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε συνιδρύσει την Sire Productions, που σύντομα θα γινόταν Sire Records.

Αρχικά, το label εστίασε στο να προμοτάρει και να υπογράψει βρετανικές μπάντες, όπως οι Climax Blues Band, Renaissance και το πρώιμο blues rock lineup των Fleetwood Mac, αλλάζοντας ωστόσο στη συνέχεια πορεία, με τον Στάιν να αποδεικνύεται (και να αναδεικνύεται) ως ενας φοβερά διορατικός A&R man: αρχικά «γνώρισε» στις ΗΠΑ τους Ολλανδούς Focus, με εκείνο το τραγούδι τους «Hocus Pocus», του 1973. Και στη συνέχεια, κάθε βράδυ έπαιρνε σβάρνα τα «λαϊβάδικα» της Νέας Υόρκης τσεκάροντας διαρκώς νέα ονόματα και καλλιτέχνες.

Οι πρώτοι που εντόπισε ήταν οι Ramones, με τους οποίους υπέγραψε συμβόλαιο το 1976. Την ίδια εποχή άρχισε να βγαίνει με την μάνατζέρ τους, Λίντα, η οποία στη συνέχεια έγινε και σύζυγός του.

Κατόπιν ήρθε σε επαφή με την ανερχόμενη τότε punk rock σκηνή της Νέας Υόρκης, ανακαλύπτοντας συγκροτήματα όπως οι Talking Heads και οι The Dead Boys, οι οποίοι υπέγραψαν στη Sire. Μετά ήρθαν οι The Pretenders, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν αυτός που πήρε τους ακραιφνώς ακραιφνείς Βρετανούς The Smiths και τους επέβαλλε στην αμερικανική αγορά.

Στα ’80s, η Sire «ανοίχτηκε» προς το new wave και το alternative rock, μέχρι και το goth, υπογράφοντας με ονόματα όπως οι The Cure και οι The Replacements. Την ίδια εποχη έπεισε τον Brian Wilson των Beach Boys να βγει από την εθελουσία απομόνωση, λόγω κατάχρησης κοκαϊνης, και να επανέλθει στην ενεργό δισκογραφική δράση.

Στα ’90s ανακάλυψε, μεταξύ άλλων, τον Seal, την k.d. Lang, τους Everything But the Girl και λίγο μετά την Regina Spektor και τους Tegan and Sara.

Και οι Belle and Sebastian έγραψαν προς τιμήν του το τραγούδι «Seymour Stein» μετά από μια (αποτυχημένη) απόπειρά τους να τον εντυπωσιάσουν και να τον πείσουν να τους προσφέρει ένα δισκογραφικό συμβόλαιο.

Ως πρόεδρος της Sire Records και κατόπιν αντιπρόεδρος της Warner Bros. Records μέχρι την απόσυρσή του από την ενεργό δράση το 2018, τιμήθηκε το 2005 με την εισαγωγή του στο Rock and Roll Hall of Fame.