Κάποια στιγμή, έγραφε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, μερικοί άνθρωποι καλούνται να πούνε ένα μεγάλο ναι ή ένα μεγάλο όχι. Η Ρόζα Πάρκς, την πρώτη Δεκέμβρη του 1955 στο Μοντγκόμερι της Λουιζιάνα, επέλεξε να πει το μεγάλο “όχι”. Όταν της ζήτησαν, ως πλάσμα ενός κατώτερου Θεού, να σηκωθεί από το κάθισμά της και να παραχωρήσει τη θέση της στον προνομοιούχο λευκό, αρνήθηκε -έχοντας κάθε επίγνωση της πράξης της- να το κάνει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποτολμούσε να δείξει απείθεια προς τους νόμους που την κατέτασσαν ως πολίτη με λιγότερα δικαιώματα. Αυτή τη φορά, ενταγμένη στο NAACP (Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ατόμων) και τη συνείδηση πως η κινήση μπορεί να γίνει θρυαλλίδα για ξεσηκωμό, αποφάσισε να αγνοήσει τις υποδείξεις του λευκού οδηγού του λεωφορείου να μετακινηθεί στις πίσω θέσεις -αυτές που είχαν πολιτογραφηθεί ως καθίσματα των μαύρων- για να συλληφθεί λίγο αργότερα.

Είναι αυτές οι πράξεις που στην αρχή φαίνονται μικρές και όσο περνούν τα χρόνια η δύναμή τους διογκώνεται, γίνονται τεράστιος βράχος που ορθώνεται ενάντια στην αδικία.Ο διαχωρισμός λευκών και μαύρων με τους πρώτους να υπερτερούν μονίμως ως προς τα χαρίσματα και τον πλούτο και να διαδηλώνουν την πλαστή ανωτερότητά τους με χιλιάδες διακρίσεις που σκόπευαν να τις διαιωνίσουν, εκείνη τη μέρα του Δεκέμβρη σκόνταψαν μπροστά στον ηρωισμό της γυναίκας. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε αποκρίθηκε πως αισθανόταν απλά κουρασμένη. Για να προσθέσει αμέσως μετά, κουρασμένη να δέχομαι αδιαμαρτύρητα την αδικία. Ο Ρόζα Παρκς είπε “Εκείνο το όχι –το σωστό– εις όλην την ζωή της.”

‘Ενα μεγάλο κίνημα διαμαρτυρίας, με μπροστάρη τον νεαρό ακόμα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, απλώθηκε στην πόλη, το οποίο καλούσε για μαζικό μποϋκοτάζ της χρήσης των λεωφορείων. Η ενσυνείδητη αποχή των μαύρων πολιτών προκάλεσε τη μήνιν και τα αντίποινα μερίδας λευκών που προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τη διαμαρτυρία τους. Η ίδια η Ροζα Παρκς έχασε τη δουλειά της και η ζωή της μπήκε στο στόχαστρο απειλών που σκόπευαν να τιμωρήσουν την αποκοτιά της με συνέπεια να μετακομίσει στη πόλη του Ντιντρόιτ. Στις 13 Νοέμβρη του 1955 το ανώτατο δικαστήριο αποφαινόταν την αντισυνταγματικότητα των νόμων, βάσει των οποίων καταδικάστηκε η Ροζα Παρκς, που διαχώριζαν ανθρώπους σύμφωνα με το χρώμα τους. Ήταν η πρώτη νίκη για ένα μεγάλο σε διάρκεια αγώνα που συντελούνταν με τους πιο άγριους όρους.

Η πράξη της δεν ήταν μια μεμονωμένη κίνηση ηρωισμού, αλλά εντασσόταν σε μια ζωή ταγμένη προς την αναζήτηση τρόπων έκφρασης και ενίσχυσης των μη εχόντων και των πενιχρά εκπροσωπημένων της Αμερικάνικης κοινωνίας. Η δράση της, σύμφυτη με τους κοινωνικούς και φυλετικούς αγώνες, συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής δίνοντας ένα παράδειγμα αυταπάρνησης και σύμπλευσης με έναν  ανώτερο σκοπό. Αν σήμερα οι τουαλέτες μόνο για λευκούς, τα καθίσματα για εγχρώμους μας ακούγονται ως εφιαλτικές καταστάσεις από ένα τρομακτικό –και όμως όχι πολύ μακρινό– παρελθόν και η κατακραυγή τους αυτονόητη, οφείλεται σε τέτοιες πράξεις όπως της Ρόζα Παρκς. Ήταν η φωνή από ένα κίνημα που διεκδικούσε ισονομία και ισότητα που ακούστηκε φωναχτά για να συμπεριλάβει όλους όσους εκπροσωπούσε.