Όποιος τραγουδά σήμερα fados, οφείλει πολλά στην Amália Rodrigues, η οποία κατάφερε να ταξιδέψει την λαϊκή μουσική ταυτότητα του τόπου της στα πέρατα της γης, εμπνέοντας έρωτα και μελαγχολία. ”Δεν τραγουδάω τα fados. Εκείνα τραγουδούν μέσα μου”, έλεγε η Amália -έτσι, ως Amália, την ήξερε ο κόσμος. Και αργότερα, ως βασίλισσα των fados. Η Amália γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1920, αλλά προτιμούσε να γιορτάζει τα γενέθλιά της την 1η του μήνα.
Τι ακριβώς είναι τα fados;
Fado (προφέρεται φάδο), με καταγωγή από τη λατινική λέξη fatum, σημαίνει στα πορτογαλικά μοίρα ή πεπρωμένο. Ως μουσικό είδος, εκτιμάται ότι εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1820, στις παλιές συνοικίες Αλφάμα και Μοουραρία της Λισαβόνας. Αρχικά, πρωτοστατούσε-σε μια δίκαιη αντιστοιχία/αναλογία με το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και το μπλουζ, το αργεντίνικο τάνγκο, τη μπόσα νόβα -σε κακόφημες, φτωχές συνοικίες, όπως ήταν οι tascas (ταβέρνες), τα καταγώγια, τα πορνεία, οι φυλακές. Δυσκολίες των ναυτικών, φτώχεια, καθημερινά άγχη και αγωνίες, κοινωνικές ανισότητες: αυτό είναι το μωσαϊκό της θεματολογίας των fados, αν και αυτή εξελίχθηκε δεχόμενη επιρροές και από την βραζιλιάνικη κουλτούρα, όταν πορτογαλική βασιλική οικογένεια επέστρεψε από το Ρίο ντε Τζανέιρο το 1821, όπου είχε παραμείνει στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, μαζί με μεγάλο αριθμό Βραζιλιάνων πολιτών.
Το τραγούδι αυτό αποτελούσε ένα κράμα της μουσικής των πρώην αφρικανικών αποικιών και της μητροπολιτικής πορτογαλέζικης κουλτούρας, που ξεσήκωνε και πάθιαζε τον λαό. Γύρω στο 1910, πραγματοποιήθηκε η πρώτη ηχογράφηση fado στη Λισαβόνα, ενώ το 1930 η εικοσαετής Amália Rodrigues ξεκινά την καριέρα της από τα σοκάκια της Αλφάμα. Ήταν παντρεμένη τότε με έναν Πορτογάλο κιθαρίστα-χώρισαν σύντομα.
Το φάδο, ως κοινωνικοπολιτικό σχόλιο που ήταν κατ’ ουσίαν, απαγορεύτηκε το 1927, σχεδόν αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1926 στην Πορτογαλία, υπό την ηγεσία του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, στα πλαίσια επιβολής γενικευμένης λογοκρισίας από πλευράς του δικτατορικού καθεστώτος. Επιτράπηκε πάλι μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η δικτατορική κυβέρνηση προχώρησε σε μία απόπειρα εκδημοκρατισμού του καθεστώτος-οι καλλιτέχνες μπορούσαν ελεύθεροι να τραγουδούν τα λαϊκά τους, τα δικά τους τραγούδια! Αυτό, όμως, οδήγησε στο εξής παράδοξο: Το 1974 με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων και την πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία, το φάδο αντιμετωπιζόταν από τους Πορτογάλους ως μία κηλιδωμένη σελίδα της πολιτιστικής τους ιστορίας και κληρονομιάς, λόγω της σύνδεσής του με την καταπιεστική, δικτατορική εξουσία. Το φάδο επανεντάχθηκε στην πορτογαλική πολιτιστική τάση στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ενώ ταυτίστηκε τελικά με την επαναστατική παράδοση και την αντίσταση κατά της δικτατορίας στη χώρα. Σήμερα, ως μουσικό είδος, έχει παγκόσμια απήχηση και έχει καταστεί δημοφιλές είδος εντός της ευρωπαϊκής μουσικής βιομηχανίας, μέσω μοντέρνων καλλιτεχνών που συνδυάζουν το σύγχρονο στοιχείο με την παράδοση. Στο φάδο κυριαρχούν η πορτογαλέζικη κιθάρα (ουσιαστικά, πρόκειται περί δωδεκάχορδου μαντολίνου με εντελώς ξεχωριστό ήχο και στιλ παιξίματος), η κιθάρα και, επίσης, το bandoneon, το ακορντεόν και το βιολί.
Εν τω μεταξύ, είπαν και την Amália Rodrigues φασίστρια, αλλά αυτή είχε την απάντησή της.
Εκεί, στις αρχές τις δεκαετίας του ’70, η ίδια η πατρίδα της αμφισβήτησε τη δημοκρατικότητα της Amália, ταυτίζοντάς την με την δικτατορία του Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Πώς αντέδρασε σε αυτήν την αδικία η ντίβα; Μα φυσικά τραγουδώντας τον ύμνο της Eπανάστασης των Γαριφάλων, το «Grandola Villa Morena».
Η οριστική απαλλαγή της από τη ρετσινιά της φασίστριας έγινε με τον πιο επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο λίγο αργότερα. Η Πορτογαλική Δημοκρατία την τίμησε με την ύψιστη διάκριση, το παράσημο του Μεγάλου Σταυρού του Σαντιάγκο.
Η Amália Rodrigues τραγουδούσε με την δυνατή φωνή της στους δρόμους και τις γειτονιές και γυρνούσε στο σπίτι πάντα με καραμέλες στα χέρια που της έδιναν γοητευμένοι από το ταλέντο της οι γείτονες και οι περαστικοί. Σύντομα, αναγκάστηκε, μαζί με την αδελφή της Celeste και τη μητέρα της, να πουλάει φρούτα στην αγορά Cais de Rocha, μην παύοντας ποτέ να τραγουδά. Καθώς η φήμη της εξαπλωνόταν, το 1936 της έγινε πρόταση ν’ εκπροσωπήσει τη συνοικία Αλκαντάρα σε έναν εθνικό διαγωνισμό φάδο. Στις πρόβες λέγεται ότι τραγούδησε τόσο καλά, που οι υπόλοιποι συμμετέχοντες δήλωσαν πως θα απόσχουν. Οι διοργανωτές αποφάσισαν λοιπόν να της απαγορεύσουν να λάβει μέρος στον διαγωνισμό. Τρία χρόνια μετά το περιστατικό, ο ιδιοκτήτης του ξεκουστού νυχτερινού κέντρου της Λισσαβόνας “Retiro da Severa” της πρότεινε να εμφανίζεται κάθε βράδυ στο μαγαζί του. Η φήμη της ξεπερνά, μέσα σε μικρό διάστημα, ακόμη και αυτήν των καθιερωμένων fadistas, όπως η Μπέρτο Καρντόσο και ο Αλφρέντο Μαρκενέιρο.
Όλοι, πια, την ζητούν να τραγουδήσει στο μαγαζί τους, ενώ η φήμη της φθάνει μέχρι την Ισπανία του Φράνκο. Το 1943 την προσκαλούν στη Μαδρίτη κι εκείνη ξεδιπλώνει το ταλέντο της, όχι μόνο στα φάδο πια, αλλά και στο φλαμένκο και σε ισπανικά τραγούδια από τη θρυλική ταινία “Camen de la Triana” και σε μεξικάνικα, γαλλικά, αγγλικά… Κάνει περιοδείες σε όλον τον κόσμο και στην Βραζιλία το 1945 λανσάρει τη μεγάλη της επιτυχία “Ai Mouraria”. Παράλληλα, εμφανίζεται και στο θέατρο, ερμηνεύοντας ρόλους τραγουδιστριών. Γνωρίζεται εκεί και με τον συνθέτη των μεγάλων της επιτυχιών Φρεντερίκο Βαλέριο, αλλά και με σημαντικούς ποιητές της εποχής, που της γράφουν στίχους και το 1946 έρχεται το κινηματογραφικό ντεμπούτο της στην ταινία “Capas Negras”. Η μεγάλη συναυλία της, το 1956, στο περίφημο “Ολυμπιά” του Παρισιού σφραγίζει και τη διεθνή εφεξής καριέρα της και ως “πρέσβειρας των φάντο”. Ακόμα και στην Ιαπωνία την γνωρίζουν και την αγαπούν και εκείνη δεν σταματά να εργάζεται, να τραγουδά, να παίζει. Συμμετέχει στο βρετανικό ντοκιμαντέρ “Απρίλιος στην Πορτογαλία”, που κάνει μεγάλη επιτυχία το τραγούδι “Coimbra”, με θέμα την μποέμικη ζωή των φοιτητών στο ιστορικό πανεπιστήμιο της ομώνυμης πόλης, ενώ έχει ήδη τεράστια επιτυχία, διεθνώς, με το “Una casa portuguesa” και το παλιό “Lisboa Antigua”. Οι δίσκοι της είναι πλέον αμέτρητοι και κυκλοφορούν σε όλον τον πλανήτη κυριολεκτικά.
Η Amália Rodrigues ανοίγει νέους ορίζοντες, εισάγοντας στίχους μεγάλων ποιητών της πατρίδας της στα fado, ανάμεσα στους οποίους και τους στίχους του εθνικού έπους της Πορτογαλίας “Os Lusiadas” του Λουίς Βαζ ντε Καμόες, το 1965, εν μέσω της σκληρής δικτατορίας του Σαλαζάρ. Κορυφαίοι ποιητές , δε, έγραφαν αποκλειστικά για εκείνη και την φωνή της, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί. Δύο album ξεκλειδώνουν το απόλυτο απόγειό της: το Gostava de Ser Quem Era (1980) και το Lágrima (1983). Οι στίχοι των τραγουδιών βασίστηκαν σε ποιήματα που, αυτή τη φορά, έγραψε η ίδια. Ο τίτλος του ζωντανού θρύλου, έκτοτε, και μέχρι να φύγει από την ζωή το 1999, στα 79 της χρόνια, της ανήκε δικαιωματικά.
Tο 1989 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της καριέρας της με ένα θριαμβευτικό γκαλά, στη διάρκεια του οποίου βρέθηκαν μαζί της στη σκηνή διεθνείς προσωπικότητες, όπως ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και η Σοφία Λόρεν. Ήρθε και στην Ελλάδα, με το κοινό του Ηρωδείου να την αποθεώνει, τον Σεπτέμβριο του 1991. Η τελευταία της εμφάνιση σε συναυλία, ήταν στο γκαλά του τενόρου Πλάθιντο Ντομίνγκο, στη Λισαβώνα, στις 15 Ιουλίου 1998, όπου ήταν και η προσκεκλημένη επί τιμή. Τα προβλήματα υγείας της από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ταλαιπωρούσαν το βάδισμά της και την κούραζαν πολύ. Μέχρι το θάνατό της, είχε λάβει περισσότερες από 40 διακρίσεις και τιμές από τη Γαλλία (συμπεριλαμβανομένης της Λεγεώνας της Τιμής), τον Λίβανο, την Πορτογαλία, την Ισπανία, το Ισραήλ και την Ιαπωνία.
Μόλις πέθανε, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας κήρυξε αμέσως τριήμερο εθνικό πένθος. Το σπίτι της, στο Rua de São Bento, είναι σήμερα μουσείο. Η Rodrigues είναι η πρώτη γυναίκα που ετάφη στο Εθνικό Πάνθεον μαζί με άλλες διακεκριμένες προσωπικότητες της χώρας.
Αν διαβάσατε αυτό το κείμενο και αναρωτηθήκατε γιατί δεν γνωρίζετε ούτε ένα τραγούδι της Amália αφού ήταν τόσο λαμπερό αστέρι, σας διαψεύδουμε αμέσως. Ξέρετε, και όμως ξέρετε, έστω ένα:
Με πληροφορίες και από helleniculturaldiplomacy.com, navarhida.blogspot.com, portraits.gr