Αυτό που περισσότερο γνωρίζουμε για τη ζωή και το έργο του μεγάλου αυτού Γάλλου, είναι η επαφή του Ελυάρ με τους «μεγάλους» του γαλλικού σουρεαλισμού, Λουί Αραγκόν, και Αντρέ Μπρετόν και τη «στράτευσή» τους στην ιδέα του Ντανταϊσμού -μαζί με άλλους σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Μαξ Ερνστ, ο οποίος έγινε κάτι παραπάνω από επιστήθιος φίλος του Ελυάρ καθώς συζούσε μαζί με τον ποιητή και την σύζυγό του, Γκαλά, τη μετέπειτα αγαπημένη του Σαλβαντόρ Νταλί. Γνωρίζουμε, επίσης ότι οι τρεις ποιητές οργανώθηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και στήριξαν μάχιμα τα ιδεώδη του κομμουνισμού.
Ωστόσο, η στάση του ποιητή απέναντι στην Ιστορία που γραφόταν στις μέρες του δεν ήταν παθητική. Ο Ελυάρ υποστήριξε την Μαροκινή Επανάσταση ενάντια στους Ισπανούς ως κατακτητές το 1925 και αργότερα κράτησε μία μαχητική θέση απέναντι στον φρανκισμό. Εκείνη την περίοδο ο επιστήθιος φίλος του είναι ο Πάμπλο Πικάσο. Ο ποιητής γράφει το ποίημα «Νίκη για τη Γκερνίκα» και ο ζωγράφος ζωγραφίζει τον γνωστό πίνακα.
Ο Ελυάρ ανακηρύσσεται μεγάλος ποιητής της Αντίστασης μαζί με τον Αραγκόν, καθώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, συγκεντρώνει σε ένα τόμο τα έργα ποιητών που γράφουν υπέρ της Αντίστασης.
Ο Ελυάρ και ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας
Ο μεγάλος ποιητής είχε μια ιδιαίτερη σχέση του Ελυάρ με τον δικό μας Δημοκρατικό Στρατό, κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Ο ίδιος συμμετέχει σε διάφορα συμβούλια και αποστολές για την Παγκόσμια Ειρήνη και επισκέπτεται αρκετές φορές την Ελλάδα. Στις 9 Δεκέμβρη του 1944 γράφει το ποίημα “Αθήνα”, το οποίο ξεκινάει ως εξής: «Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου».
Τον Ιούνιο του 1949 ανεβαίνει για κάποιες μέρες στον Γράμμο, θέλοντας να βρεθεί στο πλευρό των Ελλήνων ανταρτών. Παίρνει την ντουντούκα και αρχίζει να απαγγέλει ποιήματα στους αντάρτες. Βλέποντας τις τραγικές συνθήκες μέσα στις οποίες πολεμούσαν οι αγωνιστές τους Δημοκρατικού Στρατού και γνωρίζοντας από κοντά τον ηρωικό τους αγώνα γράφει ποιήματα για τις γυναίκες αγωνίστριες και τις μανάδες και ξαναπαίρνει την ντουντούκα για να απευθύνει έκκληση στους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού.
Αναχωρώντας ο Πωλ Ελυάρ άφησε πίσω του τούτο το χαιρετισμό στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού: «Το Βίτσι και ο Γράμμος, οι δυο αυτές κορφές του λεύτερου κόσμου, δεν είναι καθόλου πιο κάτω από κει που τις είχε βάλει η φαντασία μου. Αντίθετα, γιατί είδα εκεί τους μαχητές που τις στολίζουν με τον απίστευτο ηρωισμό τους, τους μαχητές πούναι η φωτιά των βουνών και ολόκληρης της Ελλάδας, τιμή για τον πολιτισμένο κόσμο που δε θέλει να πεθάνει κάτω απ’ την ασφυκτική πίεση μιας μειοψηφίας εκμεταλλευτών, εμπρηστών του πολέμου. Ο ήλιος και η γης είναι ολότελα δικοί τους.
Αδελφοί μου, αδελφές μου με το καλοσυνάτο και ωραίο χαμόγελο, πόσες φορές δε δάκρυσα ακούγοντας σας να τραγουδάτε, βλέποντας όλους έτσι ενωμένους στην αγάπη για την πατρίδα σας, στην εμπιστοσύνη σας για το μέλλον. Μισούμε τον πόλεμο αλλά δυστυχία σε κείνους που θα μας τον επιβάλλουν.
Φεύγω και φυλάω στην καρδιά μου σαν διαμάντι την αξέχαστη θύμηση της σωματικής και ψυχικής σας υγείας, τον ενθουσιασμό σας, την αδελφοσύνη σας, την πίστη σας για τη νίκη. Το μέλλον είναι δικό σας. Επειδή είσαστε ενωμένοι τα καταπιεσμένα αδέλφια σας αύριο θάρθουνε μαζί σας. Η λευτεριά και η αδελφοσύνη είναι μεταδοτικές. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα ενάντια σ’ ένα λαό πούναι ενωμένος. Κι η θάλασσα καρτερικά θα δεχτεί τους σκλάβωνές σας.
Ζήτω η Ελλάδα ενωμένη και λεύτερη!
Ζήτω η αδελφοσύνη των λαών!
Ζήτω η ειρήνη που χτίζεται!
Με σεβασμό σας χαιρετώ
Πωλ Ελυάρ».